Ιδιοκτήτες και διευθυντές τηλεοπτικών σταθμών ομονοούν εσχάτως, προετοιμάζοντας τα νέα προγράμματα των καναλιών τους, πως “φέτος δεν είναι πολιτική χρονιά”. Απόδειξη αυτής της “πρόβλεψης”, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι το βάρος της προσπάθειας στον τηλεοπτικό ανταγωνισμό πέφτει στην μυθοπλασία (ελληνικές και τουρκικές σειρές) και στα λογής λογής ριάλιτι και ψυχαγωγικά προγράμματα. Αφού δεν υπάρχει ανάγκη για…πολιτικό “άρτο”, το ενδιαφέρον στρέφεται στο θέαμα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η παραπάνω διαπίστωση(;) δεν προέρχεται, βεβαίως, μόνο από τα τμήματα μάρκετινγκ των σταθμών. Τα κανάλια θα αναζητούν πάντοτε το τηλεοπτικό προϊόν που “πουλάει” και φέρνει διαφημιστικά έσοδα. Ενισχύεται και από την πρόθεση να δοθεί πολιτικός χρόνος και ταυτόχρονα πολιτική ανοχή σε μια νέα κυβέρνηση και εναλλακτική “τροφή” σε ένα εκλογικό σώμα που κουράστηκε από μια μακρά προεκλογική περίοδο πόλωσης και τοξικότητας και δυο πρωτοφανώς συγκρουσιακές αναμετρήσεις στις κάλπες.
Η πρώτη δημοσκόπηση ήρθε να επιβεβαιώσει την στρατηγική των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. Ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά αποδοχής των επιλογών της νέας κυβέρνησης, επιδοκιμασία του νέου πρωθυπουργού και δημοφιλία σε συγκεκριμένους υπουργούς όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης και Άδωνις Γεωργιάδης. Δεν είναι κάτι ανέλπιστο αυτό για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όλες οι νέες κυβερνήσεις απολαμβάνουν προνόμια ισχύος και ηγεμονίας στις πρώτες δημοσκοπήσεις. Η αποδοχή του Αλέξη Τσίπρα, για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 2015 (σε περιβάλλον μνημονίων και επικείμενης “Βαρουφάκειας” ρήξης) είχε φθάσει κοντά στο 80%.
Η αντίληψη, λοιπόν, εμπεδώνεται. Δεν είναι πολιτική η χρονιά φέτος.
Κι ας έχουμε μπροστά μας έναν ιδιαίτερα κρίσιμο προϋπολογισμό, μια διαπραγμάτευση για την εξεύρεση δημοσιονομικού χώρου για φοροελαφρύνσεις και την μείωση (έστω από το 2021 και μετά) των πρωτογενών πλεονασμάτων, μια επωαζόμενη υφεσιακή κρίση στην Γερμανία και ολόκληρη την Ευρωζώνη που εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει και την Ελλάδα, μια αλυσίδα θεσμικών αλλαγών σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού βίου, μια προσφυγική κρίση που μπορεί εύκολα να τεθεί εκτός ευρωπαϊκού ελέγχου. Και ακόμα, τις προαναγγελθείσες αλλαγές στον εκλογικό νόμο, την προεδρική εκλογή μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, την ανασυγκρότηση στον ΣΥΡΙΖΑ και πολλά άλλα.
Για να μην αναφέρω την υπόκωφη ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τις απειλές του Ερντογάν, την πιθανότητα να “τρυπήσουν” τα τουρκικά γεωτρύπανα την ελληνική ΑΟΖ, την επανεκκίνηση των συνομιλιών στο Κυπριακό, τα σενάρια συνεκμετάλλευσης που προωθούν κάποιοι, την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών κ.ά.
Η πολιτική ατζέντα είναι και βαριά και κρίσιμη. Πολλά απ΄ αυτά που θα συμβούν τους επόμενους μήνες θα επικαθορίσουν την εικόνα της χώρας μετά τα μνημόνια και το γεωπολιτικό εύρος των ελληνικών συμφερόντων. Η χρονιά που έρχεται όχι μόνο είναι εντατικά πολιτική αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποδειχθεί χρονιά- σταθμός. Αφήστε που θα είναι και η χρονιά που θα αρχίσουμε να συζητούμε για το μέλλον και το πρόσημο της ελληνικής “ταυτότητας” ενόψει των 200 ετών από την Επανάσταση.
Βεβαίως, τα προγράμματα των τηλεοπτικών σταθμών με την υποτίμηση της ενημέρωσης και της πολιτικής επικαιρότητας δεν εκπονούνται στο Μέγαρο Μαξίμου αλλά στα γραφεία των διευθυντών προγράμματος. Όμως κάποιοι αξιολογούν πως αυτό βολεύει την κυβέρνηση και ότι επιδιώκει να περάσει “λάθρα” επικοινωνιακά τις πολιτικές της. Ή έστω σε ένα περιβάλλον επικοινωνιακής σιωπηρής ασυλίας.
Κακώς. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με την φιλόδοξη ατζέντα θα έπρεπε να επιδιώκει τον δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση. Στη Βουλή, στην κοινωνία, στα κανάλια. Διαθέτει ισχυρότατο πολιτικό προβάδισμα και έναν πολιτικό αντίπαλο που η προσοχή του θα είναι διασπασμένη μεταξύ αντιπολίτευσης και εσωτερικής ανασυγκρότησης.
Και, εν κατακλείδει, μια κοινωνία που βυθίζεται στον καναπέ της ιλαρότητας των τουρκικών σειρών, ή στα ριάλιτι, είναι μια κοινωνία βολικά απαθής μεν, αλλά πολλαπλασιαστικά εξαγριωμένη όταν διαπιστώσει πως στο γραμματοκιβώτιό της δεν έφθασαν οι εγγυήσεις των δεσμεύσεων που έχεις δώσει.