«Η σπονδυλική στήλη της Σαουδικής Αραβίας έσπασε. Ουάσιγκτον και Ριάντ πενθούν». Με αυτά τα λόγια η ιρανική εφημερίδα Kayhan, που υποστήριζε τον σκληροπυρηνικό πρώην πρόεδρο Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ και θεωρείται συνδεδεμένη με το στενό περιβάλλον του ανώτατου ηγέτη, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, θριαμβολογούσε την περασμένη Δευτέρα για τη θεαματική επίθεση που είχε σημειωθεί δύο ημέρες νωρίτερα σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Aramco.
Ο ενθουσιασμός μπορεί να προδίδει επιπολαιότητα, αλλά δεν είναι αδικαιολόγητος. Ο,τι δεν πέτυχαν ούτε ο Σαντάμ Χουσεΐν στους δύο πολέμους του Κόλπου, ούτε η Αλ Κάιντα τη δεκαετία του 2000, είχε γίνει κατορθωτό αυτή τη φορά. Ο πετρελαϊκός γίγαντας της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος εκμεταλλεύεται το 20% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου, αποδείχθηκε ότι στηριζόταν σε πήλινα πόδια. Μέσα σε μια νύχτα, η παραγωγή του μειώθηκε στο μισό, εκτοξεύοντας στα ύψη τις διεθνείς τιμές του «μαύρου» χρυσού και ανασύροντας μνήμες από το πετρελαϊκό κραχ του 1973.
Βέβαια, η ιρανική ηγεσία αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στην επίθεση, υποστηρίζοντας ότι ήταν πράξη εκδίκησης των ανταρτών Χούθι για τις εκατόμβες των νεκρών που συσσωρεύουν εδώ και 4,5 χρόνια οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης. Ωστόσο, οι Αμερικανοί επιμένουν ότι πίσω από την επίθεση βρίσκεται η Τεχεράνη. Η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο περί «πράξης πολέμου» με τα «δακτυλικά αποτυπώματα του Αλί Χαμενεΐ» ενίσχυσε τη διάχυτη ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας νέας επέμβασης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον Περσικό Κόλπο.
Κάτι τέτοιο ακούγεται ως σενάριο τρέλας. Είναι πασίγνωστο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επείγεται να αποσύρει και τους τελευταίους Αμερικανούς στρατιώτες από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, θεωρώντας μεγάλο σφάλμα τη μακρόχρονη εμπλοκή της χώρας του σε επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτων μακρινών χωρών. Ενας πόλεμος με το Ιράν θα έκανε τους δύο προηγούμενους να μοιάζουν με ανώδυνες περιπέτειες.
Σε αντίθεση με τα άτακτα τάγματα των Ταλιμπάν και το διεθνώς απομονωμένο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, το σημερινό Ιράν είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Η φιλοϊρανική Χεζμπολάχ συγκυβερνά τον Λίβανο και βρίσκεται σε απόσταση βολής από το Ισραήλ. Οι Φρουροί της Επανάστασης έπαιξαν σοβαρό ρόλο στη θωράκιση του Μπασάρ Ασαντ στη Συρία και οι υποστηριζόμενες από το Ιράν Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης στο Ιράκ ήταν εκείνες που τσάκισαν τους Κούρδους στο Κιρκούκ. Σε περίπτωση ανάφλεξης, η Σαουδική Αραβία θα ήταν ευάλωτη, παρότι είναι η τρίτη χώρα στον κόσμο ως προς τις δαπάνες για οπλικά συστήματα. Οι πανάκριβοι αμερικανικοί πύραυλοι Patriot αποδείχθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τα drones και τους Κρουζ που έπληξαν την Aramco.
Για έναν πολιτικό σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, όμως, τίποτα δεν είναι αδιανόητο. Επιρρεπής στην ανάληψη υψηλού ρίσκου χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, απέσυρε τη χώρα του από τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, μια επιλογή που έγινε η μήτρα όλων των εντάσεων στην πιο εύφλεκτη περιοχή του κόσμου.
Πιθανότατα πίστευε ότι οι ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις θα κάμψουν την ιρανική ηγεσία και θα την οδηγήσουν γονυπετή σε νέες διαπραγματεύσεις. Απέτυχε οικτρά. Εκείνο που κατάφερε ήταν να ενισχύσει, στο εσωτερικό της Ισλαμικής Δημοκρατίας, τους σκληροπυρηνικούς εις βάρος των πραγματιστών.
Σενάρια
Κατά μία εκδοχή δυτικών αξιωματούχων, η επίθεση κατά της Aramco ήταν μια παράτολμη κίνηση σκληροπυρηνικών της Τεχεράνης που ήθελαν να ματαιώσουν την πιθανολογούμενη συνάντηση του Τραμπ με τον Ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Το τάιμινγκ της επίθεσης είναι ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο: Αυτή την περίοδο η κρατική Aramco ετοιμάζεται για μερική ιδιωτικοποίηση μέσω της εισόδου στο χρηματιστήριο. Αν ληφθεί υπόψη ότι η αξία της εκτιμάται σε 1,5 με 2 τρισ. δολάρια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα αποφέρει στο κράτος τεράστια κεφάλαια, κρίσιμα για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Η ζημία που υπέστη η Aramco είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Οπως ο Τραμπ και ο Χαμενεΐ, έτσι και ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είναι επιρρεπής σε παιχνίδια υψηλού ρίσκου, που μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ. Αδίστακτος σε ακρότατο βαθμό, όπως έδειξε η φρικιαστική δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ ήταν εκείνος που διέταξε την επέμβαση της χώρας του στον εμφύλιο της Υεμένης το 2015, με το που ανέλαβε το υπουργείο Αμυνας. Παρότι βρίσκονται στον πέμπτο χρόνο τους, οι καταιγιστικοί βομβαρδισμοί δεν έχουν καταφέρει να εκδιώξουν τους Χούθι από την πρωτεύουσα Σαναά. Αυτό που θα έπρεπε να είναι επίδειξη δύναμης, κατέληξε να διαλαλεί αδυναμία.
Κρίσιμες ώρες
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, η κυβέρνηση Τραμπ εξέταζε σειρά εναλλακτικών, από τον διαδικτυακό πόλεμο κατά των ιρανικών υποδομών μέχρι επιλεκτικούς βομβαρδισμούς πετρελαϊκών εγκαταστάσεων ή και στρατιωτικών βάσεων. Ωστόσο, το σενάριο ενός περιορισμένου, περισσότερο συμβολικού πλήγματος, όπως εκείνο που διέταξε ο Τραμπ κατά της Συρίας, πάσχει σοβαρά. Το Ιράν είναι πολύ πιθανό να απαντήσει, όπως απέδειξε με την κατάρριψη μη επανδρωμένου αμερικανικού αεροπλάνου που πετούσε στον εναέριο χώρο του. Εάν αισθανθεί πως απειλείται πραγματικά, θα έχει, θεωρητικά τουλάχιστον, τη δυνατότητα να πλήξει τις αμερικανικές βάσεις στον Περσικό, τη Σαουδική Αραβία και, μέσω συμμάχων του, ακόμη και το Ισραήλ. Τις ανησυχίες για ένα τέτοιο εφιαλτικό ενδεχόμενο δεν διασκέδασε η απόφαση του Τραμπ να διορίσει ως σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας (τέταρτο κατά σειράν επί προεδρίας του) τον Ρόμπερτ Ο’ Μπράιαν. Η εκπαραθύρωση του σκληροπυρηνικού Τζον Μπόλτον είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια στροφή προς τη σύνεση, αλλά η επιλογή του Ο’ Μπράιαν τις εκμηδένισε. Ο νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας είναι εξίσου «γεράκι» με τον Μπόλτον σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, μόνο που ξεπερνάει και αυτόν τον Πομπέο σε κολακείες προς τον Τραμπ. Στο μεταξύ, ο Τραμπ δηλώνει ότι θα αποφασίσει τι θα κάνει με το Ιράν αφού ακούσει τι θα του εισηγηθούν οι Σαουδάραβες. Ενας ηγέτης της Αμερικής που δεν διανοείται καν να συμβουλευθεί τη Μέρκελ ή τον Μακρόν, θεωρεί φυσιολογικό να κάνει outsourcing της εξωτερικής του πολιτικής στον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Πηγή: Καθημερινή (του Πέτρου Παπακωνσταντίνου)