Το «πράσινο φως» στη γερμανική κυβέρνηση να συναινέσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία έδωσε αργά το βράδυ της Πέμπτης με ευρεία πλειοψηφία το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, υπερψηφίζοντας την πρόταση που κατέθεσαν από κοινού οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού (CDU,CSU,SPD). Και στις δύο περιπτώσεις τονίστηκε ότι δεν πρόκειται για ένταξη των χωρών, αλλά για έναρξη μιας μακράς διαδικασίας, η οποία ενδεχομένως να καταλήξει σε ένταξη. Ειδικά δε για την Αλβανία τέθηκαν αυστηροί όροι σε ό,τι αφορά τόσο τις μεταρρυθμίσεις του Κράτους Δικαίου όσο και τα φαινόμενα αλυτρωτισμού, με «δηλώσεις και φιλοδοξίες» περί ένωσης αλβανικών πληθυσμών από την Αλβανία, το Κόσοβο και την Βόρεια Μακεδονία σε μια «Μεγάλη Αλβανία».
Όπως τονίζεται στο ψήφισμα που εγκρίθηκε, «αυτά πρέπει να σταματήσουν άμεσα, διότι δεν συνάδουν με μια ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μπορεί να οδηγήσουν σε διακοπή των διαπραγματεύσεων».
Κατά την ονομαστική ψηφοφορία για την Βόρεια Μακεδονία, 465 βουλευτές ψήφισαν υπέρ του σχεδίου ψηφίσματος, 122 κατά, ενώ υπήρξαν και 16 αποχές. Στην ψηφοφορία για την Αλβανία, δόθηκαν 395 ψήφοι υπέρ, 188, με τις αποχές να είναι και πάλι 16. Απερρίφθησαν τόσο η πρόταση Τροπολογίας των Πρασίνων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η γερμανική κυβέρνηση διατυπώνει στην περίπτωση της Αλβανίας απαιτήσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις προϋποθέσεις που έχουν αποφασιστεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και το σχέδιο ψηφίσματος των Φιλελευθέρων, οι οποίοι ζητούσαν να μην εγκριθεί το αίτημα της Αλβανίας για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων παρά μόνον εφόσον διαπιστωθεί μελλοντικά χειροπιαστή πρόοδος. Την συζήτηση παρακολουθούσε από την αίθουσα της ολομέλειας και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας, Μπουγιάρ Οσμάνι.
Κατά την συζήτηση, από την πλευρά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ο Γιόζιπ Γιουράτοβιτς τόνισε ότι το ζήτημα αφορά την αξιοπιστία της Γερμανίας, την εντιμότητά της, αλλά και την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής. Η ενταξιακή διαδικασία, δήλωσε ο κ. Γιουράτοβιτς, θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και να καταπολεμηθεί ο λαϊκισμός. Επιπλέον, τόνισε εμφατικά, δεν πρόκειται για ένταξη των χωρών, αλλά μόνο για την έναρξη της διαδικασίας που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε ένταξη, για την οποία η Bundestag θα ψηφίσει εκ νέου.
Από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) ο Πέτερ Μπάγιερ υπενθύμισε την απόφαση για την ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων με την «Θεσσαλονίκη 2003», η οποία αναφέρεται και στο ψήφισμα που εγκρίθηκε και τόνισε ότι η περιοχή βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης και είναι ζήτημα αξιοπιστίας να διατηρηθεί αυτή η προοπτική. Ο κ. Μπάγερ αναφέρθηκε ειδικά στην Αλβανία, λέγοντας ότι πρέπει να υπάρξουν χειροπιαστά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά θα είναι ευκολότερο για τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες ασφαλείας να συνεργαστούν με τις αλβανικές εάν υπάρχει αυτή η προσέγγιση, στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης διαδικασίας. «Θέλουμε να δώσουμε ένα θετικό μήνυμα στη νέα γενιά αυτών των χωρών», δήλωσε ο κ. Μπάγερ, «αλλά και στις τρίτες χώρες οι οποίες δεν θα ήθελαν αυτή την προσέγγιση, ότι δεν εγκαταλείπουμε την περιοχή».
Από τους συγκυβερνώντες Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), ο Φλόριαν Χαν αναφέρθηκε στην συμφωνία για το ονοματολογικό, με την οποία, όπως είπε, ήρθη το εμπόδιο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων – «οι οποίες όμως συνεπάγονται ένταξη». Ο κ. Χαν τόνισε ότι ειδικά στην Αλβανία υπάρχουν πολλά εσωτερικά προβλήματα που δεν έχουν ακόμη λυθεί. «Τι πρέπει να κάνουμε; Να την αφήσουμε στην τύχη της; Αν σήμερα γυρίσουμε την πλάτη στην Αλβανία, θα χάσουμε μια ιστορική ευκαιρία», δήλωσε χαρακτηριστικά και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ενταξιακή διαδικασία θα συμβάλει σε αυτές τις χώρες στην εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό επίπεδο. Διευκρίνισε ωστόσο και εκείνος ότι πρόκειται για «μακρά διαδικασία».
Για την «κατάλληλη στιγμή» να ληφθεί αυτή η απόφαση έκανε λόγο ο σοσιαλδημοκράτης Μετίν Χεκβερντί, ο οποίος αναφέρθηκε και στο ενδιαφέρον τρίτων χωρών για την περιοχή, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία. Σημείωσε δε ότι αυτή η μέρα μπορεί να αποδεχθεί ιστορική, εάν οι δύο χώρες αξιοποιήσουν την ευκαιρία πρώτα προς το ίδιο τους το συμφέρον. Από το SPD και ο Κρίστιαν Πέτρι, ο οποίος κάλεσε τους βουλευτές να τιμήσουν την απόφαση που έλαβε η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ για συμφωνία στο ζήτημα της ονομασίας, παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις στη χώρα του.
Η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), μέσω του Ζίγκμπερτ Ντρέζε, εξέφρασε την επί της αρχής αντίθεσή της σε οποιαδήποτε διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε ότι συμφωνεί με τον γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει πρώτα να λύσει τα δικά της «χωρίς τέλος» προβλήματα. Ο κ. Ντρέζε τόνισε ότι καμία από τις δύο χώρες δεν είναι έτοιμη για ένταξη και ότι το κόμμα του επιμένει στα κριτήρια της Κοπεγχάγης. «Ασφαλώς αυτές οι χώρες ανήκουν στην Ευρώπη. Θέλουμε καλές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα», δήλωσε και τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας προνομιακής εταιρικής σχέσης με την Ε.Ε., «αλλά όχι ενταξιακών διαπραγματεύσεων».
Ο Τόμας Χάκερ από τους Φιλελεύθερους (FDP) αναφέρθηκε στην επίλυση της διαφοράς για το όνομα αλλά και στις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η Βόρεια Μακεδονία και έκανε λόγο για μεταρρυθμιστική διάθεση και στις δύο χώρες. Τόνισε ωστόσο ότι το κόμμα του θεωρεί ότι η Αλβανία θα πρέπει πριν ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις να παρουσιάσει συγκεκριμένη πρόοδο.
Από την Αριστερά, ο Αντρέι Χούνκο τάχθηκε κατά βάση υπέρ των πολιτικών κριτηρίων που τίθενται, αλλά εξέφρασε την αντίθεσή του με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο, όπως είπε οδηγεί σε χαμηλούς μισθούς, περιορισμό επενδύσεων και μετανάστευση των νέων.
Υπέρ της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων τάχθηκε ο Εμανουέλ Σάρατσιν από τους Πράσινους, ο οποίος μάλιστα δήλωσε ότι «επιτέλους» ξεκινά αυτή η διαδικασία, η οποία εκκρεμεί εδώ και χρόνια. Ο κ. Σάρατσιν δήλωσε ότι η Βόρεια Μακεδονία «έγραψε Ιστορία» με την συμφωνία της με την Ελλάδα, ενώ αναφέρθηκε θετικά και στις μεταρρυθμίσεις που προωθούν τα Τίρανα. «Τίποτα δεν θα βελτιωθεί αν αναβάλουμε την έναρξη των διαπραγματεύσεων», δήλωσε και άσκησε κριτική στην κυβέρνηση ότι θέτει για την Αλβανία άδικους όρους σε σχέση με τους όρους που τίθενται για τις άλλες χώρες της περιοχής.