Στην Ευρώπη τα πράγματα δείχνουν να έχουν τελματώσει. Από τη μια το αέναο Brexit και η επέλαση των λαϊκιστών, από την άλλη η επί (Μ/μ)ακρόν έλλειψη ηγεσιών που να εμπνεύσουν τους πολίτες προς ένα επόμενο εξελικτικό στάδιο της Ένωσης, στη βάση αξιών και προοπτικών που ενώνουν, αντί κεκτημένων που απειλούνται και κινδύνων που ελλοχεύουν. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα, που ως συνήθως βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος, φαίνεται ύστερα από χρόνια να αναπτερώνεται ένα μέρος της εξαϋλωμένης αισιοδοξίας.
Των Σεραφείμ Αθ. Κοτρώτσου* και Νίκου Δ. Σακκά**
Τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας ελληνικής κυβέρνησης είναι σε γενικές γραμμές θετικά: ύπαρξη σχεδίου, ταχύτητα στην αντιμετώπιση κάποιων πρακτικών ζητημάτων, άμεση νομοθέτηση για μερικές από τις εμβληματικές προγραμματικές δεσμεύσεις, κάτι παραπάνω από αξιοπρεπής εκπροσώπηση στη διεθνή σκηνή και μια ελεγχόμενη δόση φρέσκου αέρα από ικανούς και εργατικούς ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης, με αξιόλογα βιογραφικά εκτός πολιτικής. Ασφαλώς υπάρχουν και παραδοσιακές προσεγγίσεις, όπως κάποιοι επαγγελματίες πολιτικοί δίχως άλλες «αρετές» για τα καθήκοντά τους, αλλά και κάποιες αχρείαστες «αστοχίες» που μας θυμίζουν τα… όρια της νέας ελληνικής «επιστροφής στην κανονικότητα» (π.χ. διατήρηση του άτυπου πρωθυπουργικού γραφείο ρουσφετιών στη συμπρωτεύουσα, τοποθέτηση σε σημαντική ΔΕΚΟ του υπουργού Οικονομικών- ρέκορντμαν των ελλειμμάτων, του ανθρώπου που, λίγο πριν την κατάρρευση, παρουσίαζε σε ευρωπαίο αξιωματούχο την οικονομική μας πολιτική σε χαρτοπετσέτα, αναβάθμιση υψηλόβαθμου κρατικού λειτουργού που τα είχε βρει όλα καλώς καμωμένα στο Μάτι συνδράμοντας στην ανήθικη προσπάθεια εξαπάτησης του κόσμου από την προηγούμενη κυβέρνηση, κλπ.)
Ωστόσο τώρα που οι εκλογές πέρασαν και απαλλαχθήκαμε από τη χειρότερη κυβέρνηση της ζωής αν όχι της ιστορίας μας, είναι η κατάλληλα αποφορτισμένη στιγμή για να συζητήσουμε σχετικά με μερικές βαθιές παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος. Να σκεφτούμε για τα δομικά στοιχεία, που αν δεν τροποποιηθούν έγκαιρα, η όποια πρόοδος επιτευχθεί θα είναι δίχως συνέχεια. Ένας επόμενος κύκλος «πλάνης» θα διαδεχθεί αυτόν που πρόσφατα κλείσαμε, αργά ή γρήγορα. Νομοτελειακά αυτό θα συμβεί γιατί όπως θα εξηγηθεί παρακάτω είναι η δομή του συστήματός μας τέτοια που κάνει τα φαινόμενα μαζικής εξαπάτησης να ευδοκιμούν. Και η παθογένεια αυτή δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο, καθώς είναι φανερό πως ακόμα και παραδοσιακές δυνάμεις του δυτικού κόσμου με αρκετά πιο καλά θωρακισμένο θεσμικό οπλοστάσιο, (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιταλία, κ.α.) έχουν εγκλωβιστεί στην ίδια ακριβώς δίνη.
Ο λάθος ρόλος των κομμάτων
Το πολιτικό μας σύστημα βασίζεται και ενισχύει τα κόμματα, οργανωμένες ομάδες διεκδίκησης της εξουσίας, θεωρητικά για την εφαρμογή της πολιτικής που εκφράζει η σχολή σκέψης που αντιπροσωπεύουν στη δημόσια συζήτηση.
Η ρόλος τους θεσπίστηκε ως η θεσμική έκφραση της σύγκρουσης πολιτικο-οικονομικών θεωριών για τον τρόπο οργάνωσης και ευημερίας της κοινωνίας. Τα κυρίαρχα ρεύματα ήταν πάντα αυτά του καπιταλισμού, του κομμουνισμού, του σοσιαλισμού καθώς και επί μέρους μειγμάτων τους ενίοτε με εθνικές ή / και θρησκευτικές επικαλύψεις (π.χ. Χριστιανοδημοκράτες, Εθνικοσοσιαλιστές, κλπ). Για αρκετές δεκαετίες τα κόμματα αντλούσαν τις απαντήσεις τους σε κάθε πρόκληση από τους θεωρητικούς του συστήματος που πρέσβευαν.
Σήμερα οι διαφορές αυτές έχουν καταστεί πλέον – μάλλον ευτυχώς – λιγότερο ευκρινείς. Κράτη με απόλυτη κυριαρχία ενός εκ των τριών βασικών συστημάτων έχουν πλέον υιοθετήσει πολιτικές εντελώς ξένες σε αυτό, καλύπτοντας έτσι αποτελεσματικότερα τις ανάγκες τους. Εμβληματικά παραδείγματα αποτελούν η υιοθέτηση μιας εκδοχής ελεύθερης αγοράς στους πιο δυναμικούς κλάδους της οικονομίας της κομμουνιστικής Κίνας, η υιοθέτηση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης βασικών παροχών υγείας από τις καπιταλιστικές ΗΠΑ, οι πολιτικές ανεξάρτητων σχολείων, βάουτσερ εξόδων εκπαίδευσης και μειώσεων φόρων σε επιχειρήσεις από σοσιαλιστικές σκανδιναβικές χώρες, που ηγούνται παγκοσμίως σε πολλές από τις αξιολογήσεις σχετικά με την καινοτομία και τις επιδόσεις στην εκπαίδευση.Παρατηρούμε δηλαδή πως αρκετές χώρες βρίσκουν τον δρόμο για την πρόοδό τους αξιοποιώντας ιδέες από ξένα σε αυτές πρότυπα.
Ο σύγχρονος κόσμος θέτει και αρκετές νέες, πιο πολύπλοκες, προκλήσεις, στις οποίες κανένα κλασικό πολιτικό – οικονομικό πρότυπο δεν έχει έτοιμη και πειστική απάντηση, καθώς είναι πέραν των παραστάσεων των ιδρυτών του.
Ούτε οι θεωρητικοί του καπιταλισμού, ούτε αυτοί του μαρξισμού είχαν φανταστεί την οικονομία της γνώσης στην οποία ταλαντούχοι καινοτόμοι επιστήμονες κατέχουν σπάνιο ανθρώπινο «κεφάλαιο», το οποίο είναι αδύνατο να αποτιμηθεί χρηματικά, πόσο μάλλον να αντικατασταθεί με ίσης αξίας άλλο. Έτσι φτάνουμε σε πρωτοφανή για τα παραδοσιακά συστήματα παράδοξα, όπου οι εισφέροντες όλα τα χρηματικά κεφάλαια σε μια νεοφυή επιχείρηση δέχονται να έχουν μόλις ένα μικρό, μειοψηφικό ιδιοκτησιακό μερίδιο, ακόμα και για μια επιχείρηση στο στάδιο της ιδέας χωρίς κάποια κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας. Βλέπουμε κάποιες φορές διευθυντικά στελέχη μιας επιχείρησης να αμείβονται αθροιστικά υψηλότερα από τους μετόχους της. Παρατηρούμε περιπτώσεις στις οποίες ο τρόπος που συμπλέουν τα συμφέροντα εργαζομένων και επενδυτών μοιάζει ανεξήγητος για τους μαρξιστές, ενώ οι καπιταλιστές υποχρεώνονται σε νέες προσεγγίσεις με τους … παραγωγικούς πόρους.
Επιπλέον, εξελίξεις όπως,
α) η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και του μέσου προσδόκιμου επιβίωσης που ανατρέπουν πρωτόγνωρα τις δημογραφικές παραδοχές,
β) οι οικολογικές προκλήσεις για την βιωσιμότητα του οικοσυστήματος,
γ) νέες τεχνολογικές δυνατότητες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η γενετική, η ρομποτική, η εμπορική εκμετάλλευση του διαστήματος, κλπ.,
θέτουν πρωτόγνωρα ζητήματα, ως προς τα όρια της ηθικής, τον ορισμό του έλλογου όντος και των δικαιωμάτων που του αναλογούν (π.χ. έχει δικαιώματα ένα ρομπότ με συνείδηση και δυνατότητα να αναπαράγεται), ή τον τρόπο παραγωγής εισοδήματος από τους ανθρώπους σε μια κοινωνία στην οποία μεγάλο μέρος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες αντικαθίστανται από οικονομικότερες και αποτελεσματικότερες τεχνολογικές λύσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βλέπουμε διακεκριμένους επιχειρηματίες απρόσμενα να ζητούν την αύξηση της φορολόγησής τους (π.χ. Bill Gates) και πρωτοπόρους της τεχνολογίας να εκφράζονται κάποιες φορές με επιφυλάξεις για την ίδια τους την τεχνολογία και την ανάγκη θέσπισης ορίων (π.χ. Elon Musk σε σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη).
Οι αντιφάσεις δεν έχουν τέλος. Σε έναν κόσμο που πολλά από όσα γνωρίζαμε πρέπει να τα επαναπροσδιορίσουμε, η προσήλωση σε ένα από τα κλασικά πολιτικο-οικονομικά συστήματα μοιάζει περισσότερο με εγκλωβισμό στο παρελθόν, παρά για έναν οδηγό σχετικά με τις επιλογές των κοινωνιών.
Ασφαλώς τον 20ο αιώνα οι φιλελεύθερες ιδέες βγήκαν νικήτριεςαπό τη σύγκρουση με τους ποικίλους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού αλλά και με τον συντηρητισμό. Αντίθετα με τις προβλέψεις της Κασσάνδρας του μαρξισμού, η διάρκεια και η ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν, η παγκόσμια φτώχεια υποχώρησε ραγδαία και μάλιστα παρά την τρομερή αύξηση του πληθυσμού από το 1 στα 7 δις. Επιπλέον, οι φιλελεύθερες χώρες της δύσης επέδειξαν σπάνια αντοχή, θάρρος και γενναιότητα στην αποφασιστική αντιπαράθεση με τις δύο εκδοχές του σοσιαλισμού τον 20ο αιώνα, του εθνικού και του διεθνικού. Τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν αλλοιώνουν τη σπουδαία, μεγάλη εικόνα. Και η εικόνα αυτή έχει υπογραφή, δεν προέκυψε τυχαία. Υπογράφουν ο Αριστοτέλης, ο Λοκ, ο Μιλ, ο Χάγιεκ – όλοι οι μεγάλοι της φιλελεύθερης σκέψης.
Παρόλα αυτά, στα τελευταία χρόνια η δύση φαίνεται να έχει χάσει το βηματισμό της. Το παραδοσιακό δίλημμα μεταξύ περισσότερου καπιταλισμού και περισσότερου σοσιαλισμού δεν φαίνεται αρκετό να δώσει τις απαντήσεις. Με φανερά εξασθενημένο το ιδεολογικό υπόβαθρο, τα κόμματα περιορίζονται πλέον σε δύο κυρίαρχες μορφές και συνδυασμούς τους:
Α. Προσωποπαγή:
Σχηματισμοί που έχουν υπόσταση κυρίως λόγω της επιρροής του επικεφαλής τους ή του ιστορικού ιδρυτή τους. Ομάδες ανθρώπων γύρω από έναν «μεσσία», στον οποίο οι ακόλουθοι αναγνωρίζουν αυταξία, θεωρώντας τον ως κάτοχο της αλήθειας στα περισσότερα από τα μεγάλα ζητήματα. Συλλογικότητες με κύριο συνεκτικό στοιχείο ένα πρόσωπο, προς το οποίο κοιτούν για την τοποθέτησή τους στα περισσότερα από τα σημαντικά θέματα της δημόσιας συζήτησης.
Β. Συμφερόντων:
Οργανωμένες ομάδες συνάθροισης ετερόκλητων ατομικών συμφερόντων, με κύριο στόχο τη νομή της εξουσίας και των προνομίων που μπορούν να εκπορεύονται από αυτήν. Στελέχη που διαγκωνίζονται στο πώς θα πλασαριστούν κοντά στα κέντρα εξουσίας και είναι πρόθυμα να μεταπηδήσουν από το ένα κόμμα στο άλλο, ακόμα και τυπικά αντίθετης ιδεολογίας, φτάνει αυτό να εξυπηρετεί την πρόσκαιρη προσωπική τους πορεία. Για πολλούς από αυτούς η πολιτική έχει μετατραπεί σε μια ακόμα επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ τα ίδια τα κόμματα στην ουσία υπηρετούν σκοπούς ξένους προς τους πολίτες που θεωρητικά αντιπροσωπεύουν, καθώς στις εκάστοτε συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ατομικού/κομματικού τους συμφέροντος έναντι του εθνικού συμφέροντος, η πρώτη κατηγορία βαραίνει για αυτούς περισσότερο όλο και συχνότερα (ενδεικτικά: καπιταλιστικά κόμματα εμφανίζονται πρόθυμα να επιβαρύνουν τον φορολογούμενο για να διατηρήσουν ένα κρατικό μονοπώλιο και τα προνόμια των στελεχών του κυρίως επειδή τα τελευταία είναι μια ομάδα με σημαντική πολιτική επιρροή. Αντίστοιχα κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά κόμματα υπερασπίζονται ιδιωτικά προνόμια πολιτικά σημαντικών ομάδων, όπως φοροαπαλλαγές και επιδόματα μη αδύναμων εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος του συνόλου των σκληρά εργαζόμενων πολιτών).
Τα κόμματα αυτής της κατηγορίας και τα περισσότερα από τα στελέχη τους αναπτύσσουν πελατειακή σχέση με μέρος των πολιτών ή οργανωμένες ομάδες τους (μέσω κυρίως του συνδικαλισμού αλλά και προσωπικών εξυπηρετήσεων) μη έχοντας κάποιον άλλον βαθύτερο συνδετικό κρίκο με την κοινωνία. Αρκετά στελέχη τους αποδεικνύονται πρόθυμα να παραβλέψουν λογικά ή ηθικά ολισθήματα συνοδοιπόρων τους για να μην βλάψουν τον «ανώτερο» κοινό κομματικό σκοπό, στο πλαίσιο μιας ανήθικης ανταποδοτικότητας. Οι πολίτες – ακόλουθοί τους σταδιακά υποβαθμίζουν και τις δικές τους ηθικές προδιαγραφές και προσδοκίες, αντιλαμβανόμενοι πως η πρόοδός τους ή ακόμα και η διατήρηση της όποιας ευημερίας τους εξαρτάται από την «ευελιξία» τους στο να προσαρμοστούν στα νεότερα δεδομένα.
Και αναρωτιέται κανείς γιατί άραγε υπό αυτές τις συνθήκες το πολίτευμά μας προσφέρει προνόμια στα κόμματα; Ποια ακριβώς ανάγκη καλύπτουν; Με ποιον ακριβώς τρόπο υπηρετούν τη Δημοκρατία; Μήπως είναι περισσότερο μέρος του προβλήματος και των αδιεξόδων παρά της όποιας λύσης;
Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία
Η Δημοκρατία ιδρύθηκε με βάση τον οργανωτικό σχηματισμό της αρχαίας ελληνικής πόλης, ενός μεγέθους που στην εποχή του επέτρεπε την αποτελεσματική λειτουργία της Εκκλησίας του Δήμου, του θεσμού δηλαδή όπου επραγματοποιείτο η δημόσια συζήτηση και η τελική λήψη των αποφάσεων. Αποτέλεσε τον τελειότερο μηχανισμό αφενός εξομάλυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων αλλά και αφετέρου ταχείας προόδου της κοινωνίας, αξιοποιώντας τη δύναμη των αριθμών τόσο στην ορθή λήψη αποφάσεων (ο ένας είναι ευκολότερο να κάνει λάθος επιλογή σε ένα συγκεκριμένο θέμα έναντι των πολλών) αλλά και στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και γενικά ανθρώπινη πρόοδο (τα πολιτικά δικαιώματα στους πολλούς αυτομάτως σημαίνουν και μεγαλύτερη διασπορά κινήτρων και ευκαιριών για δημιουργία, πρόοδο και ευημερία, οδηγώντας το άτομο, στην προσπάθειά του για προσωπική ανάπτυξη εντός νόμιμου πλαισίου, να συμπαρασύρει θετικά την ευρύτερη κοινωνία). Ο ρόλος των αντιπροσώπων στην αρχετυπική δημοκρατία ήταν περισσότερο διαδικαστικός παρά αποφασιστικός, καθώς για όλα τα μεγάλα θέματα η απόφαση λαμβανόταν από τους πολίτες.
Καθώς οι οργανωμένες κοινωνίες μεγάλωναν, οι μεταγενέστερες εκδοχές δημοκρατικού πολιτεύματος επιφύλασσαν έναν ενισχυμένο ρόλο για τους αντιπροσώπους. Οι αιτίες αυτής της μεταστροφής ήταν αφ’ ενός το μέγεθος (τα πρακτικά προβλήματα της λειτουργίας της εκκλησίας του Δήμου σε μεγάλη κλίμακα) και αφ’ ετέρου η γνώση (η πολυπλοκότητα των νεότερων ζητημάτων προς συζήτηση). Σταδιακά τα δικαιώματα των πολιτών περιορίστηκαν στην εκλογή αντιπροσώπων κάθε μερικά χρόνια. Καταχρηστικά το πολίτευμα αυτό συνεχίζει σήμερα να ονομάζεται δημοκρατικό.
Οι αντιπρόσωποι
Στη διάρκεια της θητείας ενός αντιπροσώπου θα χρειαστεί να αναλάβει δράση για θέματα με μόνο ένα μέρος τους – στην καλύτερη περίπτωση – να είναι στο γνωστικό του πεδίο. Επίσης θα βρεθεί σε σειρά από ηθικά διλήμματα, περιπτώσεις σύγκρουσης αυτών που θεωρεί ότι συνάδουν με το ατομικό ή κομματικό του συμφέρον έναντι του ευρύτερα συλλογικού / εθνικού. Θα βιώσει κάποια δεδομένη στιγμή τη σύγκρουση μεταξύ της προσδοκίας των εκλογέων του και της προσωπικής του άποψης.
Ο πολίτης
Πόσο εύκολος είναι ο ρόλος του πολίτη; Πόσο εύκολο είναι ο πολίτης στο διάστημα μιας προεκλογικής περιόδου να διακρίνει με ακρίβεια την ψυχοσύνθεση, το ηθικό ανάστημα, τις ικανότητες, το γνωστικό υπόβαθρο αλλά και τις αληθινές προσωπικές απόψεις όλων των υποψηφίων, προκειμένου να ψηφίσει αυτούς που έχουν τον μεγαλύτερο βαθμό καταλληλότητας έναντι των προκλήσεων; Μήπως ζητάμε από τον πολίτη κάτι που είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει αποτελεσματικά; Μήπως είναι ασύμμετρα πιο δύσκολο να διαλέγεις εκπρόσωπο για να αποφασίζει αντί για σένα για 4-5 χρόνια, αντί να επιλέγεις τη θέση σου σε κάθε συγκεκριμένο μεγάλο θέμα κάθε π.χ. 3 μήνες; Μήπως ο ίδιος ο θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας οδηγεί σε εκλογές προσώπων με επιφανειακά κριτήρια, κυρίαρχο εξ αυτών αποδεικνύεται το μέγεθος της δημοσιότητας των προσώπων μέσω π.χ. της τηλεόρασης και το πόσο επιθετικό marketing επιστρατεύουν;
Επίσης, ακόμα κι αν ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκφράζει έναν πολίτη σε 99 θέματα αλλά καθόλου σε 1 άλλο σημαντικό, γιατί ο πολίτης να παραχωρεί στον αντιπρόσωπο λευκή επιταγή για όλη του τη θητεία σε όλα τα θέματα; Γιατί ακόμα η εντολή αντιπροσώπευσης αυτή να επιτρέπεται να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κομμάτων ερήμην του πολίτη, προσμετρώντας αριθμούς αντιπροσώπων ως περιουσιακό στοιχείο κομμάτων ή αρχηγών σε περιπτώσεις διαπραγμάτευσης επί συμπράξεων για μια κρίσιμη ψηφοφορία;
Μήπως μάλιστα αυτό ακριβώς το σύστημα των αντιπροσώπων υποθάλπει παθογένειες όπως η διαπλοκή, η διαφθορά, η ισχυρή επιρροή στις αποφάσεις από οικονομικά ή συνδικαλιστικά λόμπι, ο λαϊκισμός, η πολιτική ανωριμότητα του λαού (που ποτέ δεν φταίει ο ίδιος αλλά οι αντιπρόσωποι που τον εξαπατούν); Μήπως τελικά το ίδιο το σύστημα εξασφαλίζει τη σχεδόν μόνιμη απογοήτευση και σταθερή αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων, λόγω διάστασης μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων ή προσδοκιών και μετεκλογικών πράξεων ή / και παραλείψεων;
Υπάρχουν εναλλακτικές;
Στο σύγχρονο κόσμο ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να ενημερώνεται, να εκφράζεται και να κάνει επιλογές σε πραγματικό χρόνο για σειρά από καθημερινά πράγματα. Τα περισσότερα από τα παραδοσιακά εμπόδια ξεπερνιούνται με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Μεγάλες ομάδες ανθρώπων καταφέρνουν να εργαστούν συλλογικά μέσω διαδικτύου για τη συγγραφή περίπλοκων πνευματικών κατασκευασμάτων όπως λογισμικού. Γιατί στη διακυβέρνηση να προσφέρουμε εντολή εν λευκώ στους αντιπροσώπους με πρόσχημα ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς;
Σήμερα διαθέτουμε σειρά από ψηφιακά αλλά και φυσικά δίκτυα σε λειτουργία με μεγάλη αποδοχή από το κοινό (π.χ. Taxisnet, ATMs, Κινητή τηλεφωνία αλλά και φυσικά σημεία εξυπηρέτησης όπως τα ΚΕΠ). Έχουμε ακόμα τις προϋποθέσεις εκτεταμένου δημόσιου διαλόγου για οποιοδήποτε ζήτημα. Είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι είναι δύσκολο να συγκεντρώνουμε με ακρίβεια, ταχύτητα, χαμηλό κόστος, αξιοπιστία και μυστικότητα την ετυμηγορία των πολιτών για οποιοδήποτε θέμα απαιτεί αποφάσεις; Με τις μεγαλύτερες δυνατότητες όλων των εποχών για πρόσβαση σε πληροφορίες και γνώσεις, ενημέρωση αλλά και ελεύθερη έκφραση απόψεων από οποιονδήποτε, είναι λογικό να εξαιρούμε τον πολίτη από μερικές από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις για την πόλη του, την περιφέρειά του, τη χώρα του ή και υπερεθνικούς σχηματισμούς στους οποίους συμμετέχει; Ποιο ακριβώς είναι το εμπόδιο για την ολοκλήρωση της δημοκρατίας με τους πλέον άμεσους και διάφανους θεσμούς; Είναι λοιπόν ώριμος ο πολίτης για να διαλέγει πρόσωπα, μια επιλογή εξαιρετικά πολύπλοκη, αλλά είναι ανεπαρκής για να τοποθετηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημαντικό δημόσιο θέμα; Είναι πιο εύκολο δηλαδή να διαλέξεις ποιος θα σε εκπροσωπήσει συνολικά για μερικά χρόνια ή να διαλέξεις τη στάση σου σε μια σειρά από επιμέρους ζητήματα που θα τεθούν όπως π.χ. στο αν η προτεραιότητα στη χώρα σου είναι σήμερα η παραγωγική ανάπτυξη και άρα η υποχώρηση της φορολογίας και της γραφειοκρατίας ή ο σφικτότερος κρατικός έλεγχος, και άρα η υψηλή φορολογία και γραφειοκρατία;
Αν όμως προχωρήσουμε σε μια επόμενη σελίδα δημοκρατίας, σε ένα πιο άμεσο μοντέλο, υιοθετώντας θεσμούς προηγμένων χωρών όπως της Ελβετίας, αξιοποιώντας και ψηφιακά εργαλεία που προσφέρουν ταχύτητα και χαμηλό κόστος, ποια θα είναι η θέση των κομμάτων και των αντιπροσώπων; Μήπως θα είναι οι μόνοι που θα ζημιωθούν από την πραγμάτωση ενός τέτοιου βήματος προόδου; Διότι σε ένα υγιές σύγχρονο μοντέλο άμεσης συμμετοχής των πολιτών, τα κόμματα περιορίζονται σε δεξαμενές σκέψης και κατάθεσης προτάσεων ή ακόμα σε μονοθεματικές ομάδες έκφρασης στη δημόσια συζήτηση, χωρίς άλλη πρόσβαση σε προνόμια και εξουσία. Ο δε ρόλος των αντιπροσώπων αποσυνδέεται εντελώς από τα κόμματα και περιορίζεται στην προεπεξεργασία θεμάτων ή τη διεκπεραίωση απλών διαδικασιών, καθώς η λήψη απόφασης επί των σημαντικών δεν χρειάζεται μεσάζοντα. Δηλαδή οι τυχαία επιλεγόμενοι πολίτες δίχως κομματική ταυτότητα είναι κατάλληλοι για να αποφασίζουν την αθώωση ή την καταδίκη ενός ανθρώπου σε ποινικό δικαστήριο μέσω του σώματος των ενόρκων, αλλά δεν είναι κατάλληλοι για να αποφασίσουν αν η χώρα πρέπει να θέσει σε ψηφοφορία αλλαγή του αντικαπνιστικού νόμου και προς ποια κατεύθυνση;
Ο πολίτης θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα στην τελική επιλογή για όλα τα κρίσιμα, αλλά και τη δυνατότητα ανάκλησης αντιπροσώπων ανά πάσα στιγμή εφόσον οι εντολείς του δεν υπηρετούν επαρκώς την εντολή που έχουν λάβει.
Το υπόδειγμα
Ο Max Weber πριν από έναν αιώνα δημοσίευσε ένα μνημειώδες έργο (πρωτότυπος τίτλος “Politik als Beruf”, γνωστότερο στα αγγλικά ως “Politics as a Vocation”, και στην ελληνική έκδοση , “Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα”). Διατύπωνε εκεί, την ιδέα του χαρισματικού ηγέτη αλλά και μιας μεγάλης απαραίτητης διοικητικής γραφειοκρατίας. Και τα δύο τα έβλεπε ως την πεμπτουσία της καλής διακυβέρνησης.
Και έτσι πράγματι πορευτήκαμε τον 20ο αιώνα. Το κράτος μεγάλωσε εκρηκτικά, προκειμένου να στεγάσει μια σειρά από κοινωνικές υπηρεσίες. Και μαζί με το κράτος μεγάλωσε, κατά την προτροπή και την πρόβλεψη του Weber και η γραφειοκρατία της πολιτικής. Μαζί όμως με την κοινωνική του διάσταση μεγάλωσε και η σπάταλη όψη του κράτους. Για την οποία και πάλι είχε προειδοποιήσει ο Weber. Γεμίσαμε επαγγελματίες της πολιτικής, γεμίσαμε και αποστασιοποιημένους πολίτες που όλο και λιγότερο συμμετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Γεμίσαμε και χρέη, από το σπάταλο και υπερμέγεθες κράτος που προέκυψε.
Ασφαλώς δεν μπορεί κανείς να νοσταλγεί το μικρό κράτος του 19ου αιώνα και να θεωρεί ότι εκεί βρίσκεται η λύση. Εξάλλου εμπειρικά καμιά δυτική κοινωνία δεν έμεινε προσκολλημένη στο μικρό εκείνο κράτος. Δεν έχουμε κανένα εμπειρικό δεδομένο για να υπερασπιστούμε το μικρό κράτος του 19ου αιώνα. Μπορεί διάφοροι αναρχικοί της φιλελεύθερης μήτρας να ρέπουν προς τον ρομαντισμό και να ομνύουν στο μηδενικό κράτος, αλίμονο όμως αν επιτρέψουμε να υπάρξουν θεωρίες χωρίς εμπειρική επιβεβαίωση! Σε τι θα διαφέρουμε από τον κάθε κολλεκτιβιστή που έχει και αυτός μια μεγάλη και σπουδαία ιδέα στο μυαλό του, από αυτές που αιματοκύλισαν τον κόσμο τον 20 αιώνα αλλά και προηγούμενα;
Πρέπει λοιπόν να συμφιλιωθούμε με το κράτος-τέρας τον επαγγελματία πολιτικό και τον αδιάφορο πολίτη του 20ου αιώνα;
Κάθε άλλο. Υπάρχει εμπειρία που μας επιτρέπει να αμφισβητούμε αυτό το στάτους κβο. Ας δούμε ποια είναι αυτή.
Η πρώτη συγκλονιστική παρατήρηση είναι ότι για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία μικρές χώρες – με κατάλληλες συμμαχίες – μπορούν να ευημερούν. Για την ακρίβεια οι δέκα πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη έχουν πληθυσμό κάτω από 10 εκ.! Πρωτοφανές ηθικό πλεονέκτημα της εποχής μας αφού οι χώρες αυτές διαχρονικά ήταν στη γαλέρα των μεγάλων. Τι συμπεραίνουμε από αυτή την παρατήρηση, πέραν του σαρωτικού πλεονεκτήματος ηθικής της εποχής μας;
Συμπεραίνουμε ότι η οικονομία κλίμακας αμβλύνεται, ότι το μικρό δεν είναι μόνο ωραίο αλλά και εφικτό και δυνητικά οικονομικά πανίσχυρο.
Η οικονομία κλίμακας δημιουργήθηκε με την πρώτη φάση της βιομηχανικής επανάστασης και αποσυντίθεται αργά και σταθερά με την τέταρτη φάση της. Ο Rifkin (The zero marginal cost society) προβλέπει ότι όπου να ΄ναι τελειώνει ολοκληρωτικά. Δεν συμφωνούμε ότι υπάρχει εμπειρική ένδειξη για μια τέτοια διατύπωση, αλλά είναι βέβαιο ότι το Ίντερνετ και τα παρελκόμενά του υπονομεύουν πια σοβαρά το πλεονέκτημα του μεγάλου παίκτη, με το πολύ βάρος.
Και εδώ έρχεται το μεγάλο ερώτημα. Αν το ‘μικρό’ μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματικό σήμερα, γιατί να μην μετατοπιστεί η κοινωνική οργάνωση και η λήψη αποφάσεων σε πιο αποκεντρωμένα και μικρά συστήματα; Γιατί να μην χαλαρώσει η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Κρήτης απ΄ την Αθήνα; Οι ίδιες οι τεχνολογίες που αποδομούν την πανοπλία των διάφορων Γολιάθ επιτρέπουν πια τη λήψη των ουσιαστικών αποφάσεων σε μικρό επίπεδο.
Με δυο λόγια, μήπως είναι η στιγμή να ξαναδούμε τη δημοκρατία ξανά ως εργαλείο όχι αντιπροσώπευσης αλλά συμμετοχής; Αυτή η υπέροχη, η απίστευτη, έμπνευση αυτοθέσμισης που είχαν οι Έλληνες πριν 2500 και περισσότερα χρόνια, τερματίστηκε όταν τα μεγέθη άρχισαν να μεγαλώνουν (Ρώμη, κλπ.). Ήταν σύμφυτη με τη μικρή κλίμακα. Μήπως τώρα που οι αποστάσεις από τα κέντρα της λήψης αποφάσεων μικραίνουν ξανά, πρέπει να την ξανα-ανακαλύψουμε;
Αναρωτηθείτε το εξής: Μήπως αυτός που στη μεγάλη κλίμακα υφίσταται χειραγώγηση και πλύση εγκεφάλου και ψηφίζει τον κάθε Βαρουφάκη και Βελόπουλο, μήπως αυτός ο ίδιος στη μικρή κλίμακα της πόλης του, επί ενός συγκεκριμένου θέματος, εκδήλωνε ένα άλλα πρόσωπο; Μήπως η μικρή κλίμακα και η άμεση επιλογή εμπόδιζε την απάτη, το τζάμπα, τις φτηνές δημαγωγίες για τις οποίες κάποιος άλλος, άγνωστος, θα πληρώσει; Μήπως η μικρή κλίμακα και η αμεσότητα τερμάτιζε και τη φτήνια των open borders, των επιδομάτων έγκαιρης προσέλευσης, των κατώτατων μισθών;
Το αναρωτήθηκαν οι Ελβετοί. Χώρα όπου το τζάμπα δεν έχει ελπίδα. Χώρα όπου ο κάθε λογαριασμός έχει αποδέκτη εσένα και όχι κάποιους κακούς κι ανύπαρκτους πλουτοκράτες και διάφορους μπαμπούλες που επικαλούνται οι λαϊκιστές για να κάνουν τη δουλειά τους. Χώρα όπου ψηφίζεις με το χέρι στην τσέπη…
Η Ελβετία λοιπόν έχει κοινωνικό κράτος που απορροφά το 20% του ΑΕΠ ενώ της Γαλλίας και της Ελλάδας απορροφά το 35%. Γιατί συμβαίνει άραγε αυτό; Μήπως η διαφάνεια που προσφέρει η εφικτή πια μικρή κλίμακα σε συνδυασμό με την περιορισμό των αντιπροσώπων σε διαδικαστικές αρμοδιότητες έχει κάποια συμβολή; Μήπως η υπευθυνότητα που φέρνει αυτή η οργάνωση παίζει κάποιον αποφασιστικό ρόλο;
Αυτές τις ευκαιρίες της 4ης βιομηχανικής Επανάστασης δεν μπορούσε να τις γνωρίζει ο Weber. Είναι πιο πρόσφατες, αξίζει να τις δούμε γιατί υπάρχει πια πολύπλευρη εμπειρία και όχι μόνο θεωρία. Έχουν λοιπόν άλλο βάρος.
Αξίζει να δούμε την άμεση δημοκρατία, και την αποκέντρωση – ως μια σταδιακή και όχι ψευτοεπαναστατική διαδικασία, σαν αυτές που πλημμυρίζουν το φτωχό μυαλό των ποικίλων κολλεκτιβιστών. Η εμπέδωση θεσμών αληθινής δημοκρατίας, όπως κάθε τι το αληθινό, θα είναι αργή διαδικασία – χρειάζεται ΄βούληση’, ‘παιδεία’ και ‘εμπειρία΄- νέες Εκκλησίες του Δήμου – διαδικτυακές, δίπλα στις συμβατικές.
Ας ξεκινήσει όμως η διαδικασία.
Η ευθύνη στον πολίτη
Στην εποχή των Τραμπ και Τζόνσον, αλλά και της Ευρώπης και Ελλάδας να βρίσκονται πια σε κρίσιμη καμπή, είναι φανερό ότι οι παλιοί μηχανισμοί σύνθεσης, λήψης αποφάσεων και εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων δεν βοηθούν στην προετοιμασία μιας καλύτερης επόμενης ημέρας. Το πολιτικο-οικονομικό μοντέλο του δυτικού κόσμου έχει φτάσει στα όριά του και η μεταρρύθμισή του δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς αντιδράσεις. Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας έχει προ πολλού καταρρεύσει και η κανονικότητα που φέρνει η νέα κυβέρνηση δεν αρκεί για ολική επανεκκίνηση προς τα εμπρός. Χρειάζονται βαθύτερες, τεκτονικές αλλαγές για τις οποίες η συζήτηση δεν λέει να ανοίξει. Και δυστυχώς οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές δεν διευκολύνονται από τους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι πρώτοι πρέπει να μεταρρυθμιστούν, καθώς τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνουν ασύγκριτα πιο μεγάλες προκλήσεις από τα πρόσφατα.
Ωστόσο είναι πολύ απίθανο, έως παράλογο, οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές να προωθηθούν από τους ίδιους που θα βγουν αποδυναμωμένοι από αυτές. Με εξαίρεση μερικούς φωτεινούς κι αληθινούς ηγέτες, ποιος τυπικός κυβερνήτης τού σήμερα θα εκλεγεί για να μεταφέρει αυτοβούλως εξουσίες και προνόμια από τον εαυτό του και τους συν αυτώ προς τους πολίτες; Ποιο κράτος θα προβεί στον αυτοπεριορισμό του δίχως κάποια ασφυκτική πίεση από την κοινωνία του; Όπως είναι λογικό δεν βλέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο ούτε στην Ευρώπη, ούτε στη χώρα μας.
Συνεπώς οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα υλοποιηθούν τότε και μόνο όταν ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικά και πολιτικά ενεργού τμήματος των πολιτών αγωνιστούν για την πραγματοποίησή τους. Αυτή είναι η ευθύνη μας για την οριστική έξοδο από την πρόσφατη κρίση, σε επίπεδο χώρας, αλλά ακόμη περισσότερο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού εκεί ο ρόλος των πολιτών είναι σαφώς πιο ενισχυμένος απ΄ τη χώρα μας και οι συνθήκες για μια δημοκρατική επανεκκίνηση είναι πιο ώριμες.
*Ο κ. Σεραφείμ Κοτρώτσος είναι ανώτατο στέλεχος τηλεπικοινωνιών & πληροφορικής, και συνιδρυτής StartUp στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και των μεγάλων δεδομένων.
**Ο κ. Νίκος Σακκάς είναι πανεπιστημιακός (ΕΛΜΕΠΑ, Παν/ μιο Hull), μέτοχος εταιρειών τεχνολογίας και συγγραφέας (www.artdrop.net)
Υστερόγραφο Σεραφείμ Κοτρώτσου:
Οι ιδέες για αυτό το άρθρο έχουν διαμορφωθεί από την πολυετή ενασχόληση με οικονομικά, επιχειρηματικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, άλλοτε από θέση παρατηρητή, κι άλλοτε ενεργώντας από κρίσιμες συναφείς θέσεις ευθύνης. Παρόλα αυτά η ανάγκη για να γραφτεί και δημοσιευθεί αυτό το κείμενο πυροδοτήθηκε από την έμπνευση που μου προσέφερε το βιβλίου του φίλου Νίκου Σακκά με τίτλο “Democracy Again! The EU Megapolis and the Challenge of Democracy” (Αmazon), για το οποίο τον ευχαριστώ θερμά και το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Με αυτό το δεδομένο, ζήτησα από τον Νίκο τη γνώμη του και τη συνεισφορά του σε τούτο το άρθρο και εκείνος μου έδωσε τη χαρά να το εμπλουτίσει με ορισμένες ενδιαφέρουσες και πυκνές σκέψεις. Σε ευχαριστώ πολύ Νίκο!