Με την πολιτική διακήρυξη (που εγκρίθηκε από την Κ.Ε χωρίς ούτε ένα “κατά”) ο ΣΥΡΙΖΑ εισέρχεται σε φάση “μετασχηματισμού εν λειτουργία” και ορίζοντα το 3ο συνέδριο του (νέου) κόμματος την προσεχή άνοιξη.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η ομοφωνία δεν σημαίνει απαραίτητα και συμφωνία και είναι πολύ πιθανό κάποια στελέχη στην πορεία να επιχειρήσουν τις δικές τους ερμηνείες για να αναδείξουν συγκεκριμένα σημεία της διακήρυξης υποτιμώντας παράλληλα κάποια άλλα.
Το βέβαιο είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει στα χέρια του, πλέον, το “manual” της νέας παράταξης και την καθαρή εντολή να προχωρήσει.
Αναταράξεις θα υπάρξουν. Για να φτάσει, για παράδειγμα, ένας πολίτης να βάλει την υπογραφή του σε κάποια φόρμα (ηλεκτρονικής ή με άλλο τρόπο) εγγραφής στο νέο πολιτικό φορέα πρέπει να βρει ανοιχτές πόρτες και θετική υποδοχή, και όχι κατσούφηδες κομματικούς “παντογνώστες” που θα τον περνούν από τα σαράντα κύματα κάποιας “ανακριτικής” διαδικασίας μέχρι να τον …εξοντώσουν για να γυρίσει άπραγος στο σπίτι του. Πνιγηρά κομματικά γραφεία ανά την επικράτεια με “αυθεντίες” που αξιολογούν την “αριστεροσύνη” κάθε πρόθυμου πολίτη να ενταχθεί στο εγχείρημα δεν είναι, αναμφίβολα, το κατάλληλο περιβάλλον. Αλλά ως προς αυτό μάλλον έχουν γνώση οι φύλακες.
Η διακήρυξη είναι αρκετά σαφής: “Για να εναρμονιστούμε με τις ανάγκες της εποχής μας χρειαζόμαστε έναν πολιτικό φορέα ανοιχτό σε όλους τους αριστερούς, προοδευτικούς, δημοκρατικούς, ανήσυχους πολίτες”.
Και κάτι ακόμα: “Να εμπιστευτούμε τον κόσμο που μας εμπιστεύτηκε”.
Θετική, εκ πρώτης ανάγνωσης, η προσπάθεια να καταστεί σαφές πως στον νέο φορέα έχουν, προφανώς, θέση οι αριστεροί πολίτες, αλλά εξίσου προφανές πως έχουν θέση και οι προοδευτικοί που δεν είναι απαραίτητα αριστεροί, οι δημοκράτες που δεν έχουν “αριστερά” ένσημα και, γενικώς, οι ανήσυχοι πολίτες που αναζητούν εναγωνίως την εναλλακτική πολιτική έκφραση στο συντηρητικό μέτωπο που έχει συμπήξει (αρκετά επιτυχώς) η Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Απουσιάζει, είναι αλήθεια, η λέξη “κέντρο”, κι αυτό προδίδει έναν φόβο και την ανάγκη να τηρηθούν προσχήματα και ισορροπίες. Κι αυτό, όμως, πρέπει να ξεπεραστεί διότι στην αντίθετη περίπτωση αφήνεις μια μεγάλη πολιτική ήπειρο στην εξερευνητική διάθεση του πολιτικού σου αντιπάλου.
Η “εμπιστοσύνη”, λοιπόν, είναι ζητούμενο. Ο κόσμος που εμπιστεύτηκε τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις τελευταίες εκλογές είναι το 31,5% του εκλογικού σώματος που πήγε στις κάλπες. Η “εντολή” της διακήρυξης ζητά, τώρα, να επιστραφεί αυτή η “εμπιστοσύνη”. Να ανταποδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την στήριξη αυτών των ψηφοφόρων. Και η ανταπόδοση δεν μπορεί να γίνει με κλειστές πόρτες και δη από τα πρόσωπα που μέχρι πρόσφατα κρατούσαν το κόμμα σε ιδεολογική καραντίνα υπό τον κίνδυνο κάποιου κεντροαριστερού η σοσιαλδημοκρατικού “έμπολα”.
Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμβεί.
Η τετραετής διακυβέρνηση κατέστησε ακόμα και τους υπέρμαχους της “αυθεντικότητας”, συνδαιτυμόνες και συμπαίκτες. Στο κάδρο των πρώτων σειρών της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ και σύντομα του συνεδρίου βρέθηκαν και θα βρεθούν όλα τα πρόσωπα που άσκησαν κυβερνητικές πολιτικές, που συμβιβάστηκαν στις εντολές των καιρών και των δανειστών , που υπέκυψαν στους συχνά δυσμενείς πολιτικούς συσχετισμούς εντός και εκτός Ελλάδας, που διέπραξαν σφάλματα, που υποτίμησαν τον πολιτικό αντίπαλο, που έβαλαν νερό στο κρασί τους. Εάν υπήρξαν “αμαρτίες” σε αυτή την πορεία –και αναμφίβολα υπήρξαν– τότε ισχύει το “ουδείς αναμάρτητος”. Αλλά και στα πολλά θετικά άπαντες έχουν μερίδιο.
Συχνά, αυτή η εσωτερική αντιπαλότητα περιγραφόταν ως μια μάχη του 4% (ή του μικρού ΣΥΡΙΖΑ κατά τας γραφάς) με την εκλογική επιρροή του 31,5%. Η πολιτική διακήρυξη φαίνεται να επιχειρεί να βάλει τέλος σε αυτό τον διαχωρισμό. Θεωρητικά έχουν άπαντες συμφωνήσει πως το 4% είναι μια συλλογική μνήμη για την πολιτική αφετηρία και για την ιστορική εξέλιξη, και όχι κάποια νοσταλγία για τις εποχές της …αθωότητας. Και εάν έχουν συμφωνήσει οφείλουν να το τηρήσουν. Και να εμπιστευτούν τους πολίτες που τους ψήφισαν αλλά και όσους θα ήθελαν αλλά δεν πείσθηκαν επαρκώς να το πράξουν. Προσωπικές στρατηγικές, ιδεολογικές εμμονές και θιγμένες μεγαλειότητες δεν μπορούν να υπονομεύουν το “όλον” που θέλει να ανοιχτεί στην κοινωνία και να επιστρέψει στη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς τις αυταπάτες και τα στερεότυπα του 2015.
Στα ποδοσφαιρικά συνηθίζεται η έκφραση “την ομάδα σου δεν την αλλάζεις, είτε νικά, είτε χάνει”.
Όταν, όμως, η ομάδα σου χάνει με κατεβασμένα τα χέρια ή δεν παίζει καλή μπάλα, τότε σταματάς να πηγαίνεις στο γήπεδο.
Στην πολιτική ισχύει κάτι ανάλογο. Το 31,5% που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα (μάλλον περισσότερο τον δεύτερο από τον πρώτο…) έκανε την επιλογή προσδοκώντας πως στο επόμενο ντέρμπι θα κερδίσει και θα κυβερνήσει ξανά. Αποδέχθηκε την ήττα στο πλαίσιο του “παιχνιδιού” της δημοκρατίας αλλά θα πηγαίνει κάθε φορά στο γήπεδο της κάλπης επειδή ελπίζει στη νίκη.
Αυτό θα είναι και το ζητούμενο για τον νέο πολιτικό φορέα που θα προκύψει στην πορεία προς το 3ο συνέδριο. Προπονητή έχει και είναι αποδεδειγμένα ικανός- αν και προφανώς μπορεί και πρέπει να βελτιωθεί. Κόσμο για να γεμίσει τις κερκίδες έχει, επίσης, και μπορεί να γίνει ακόμα περισσότερος. Χρειάζεται, όμως, μεταγραφές, ομοιογένεια και αυτοπεποίθηση. Και, φυσικά, στρατηγική και μέθοδο.