Στην έως σήμερα ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, η χώρα είχε εννέα Προέδρους της Δημοκρατίας. Εάν εξαιρέσει κανείς τον πρώτο προσωρινό πρόεδρο (18 Δεκεμβρίου 1974- 19 Ιουνίου 1975) Μιχαήλ Στασινόπουλο και τον εκτελούντα χρέη Προέδρου για είκοσι ημέρες τον Μάρτιο του 1985 Ιωάννη Αλευρά, μόνο δύο που κατείχαν το ύπατο αξίωμα παρέμειναν στο μέγαρο της Ηρώδου του Αττικού για μία μόνο θητεία. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που προτάθηκε από τη Ν.Δ (1975-1980) και ο Χρήστος Σαρτζετάκης που προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ ( 1985-1990). Ο πρώτος γιατί “έπρεπε” να δώσει την θέση του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή –και να αποφύγει έτσι την βεβαία ήττα του από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1981– και ο δεύτερος διότι αξιολογήθηκε ως ιδιόρρυθμος και μη συμβατός με την πολιτική “αισθητική” του ρόλου του.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωστής Στεφανόπουλος και Κάρολος Παπούλιας “τιμήθηκαν” με δύο θητείες ο καθένας στο πλαίσιο μιας άτυπης πολιτικής παράδοσης που διαμορφώθηκε συν τω χρόνω και στο πλαίσιο της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: όλοι τους άσκησαν από υποδειγματικά έως ικανοποιητικά τα προεδρικά καθήκοντα, στη βάση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων τους και στο πλαίσιο των αναγκών, ισορροπιών και συσχετισμών κάθε πολιτικής εποχής. Κριτική ασκήθηκε -ενίοτε έντονη- σε καθέναν εξ αυτών, ωστόσο η ιστορία δεν έχει καταγράψει ότι δημιούργησαν εστίες δυσλειτουργίας του πολιτεύματος.
Θα ισχυριστεί κανείς πως οι “παραδόσεις” υπάρχουν για να τηρούνται αλλά και για να…παραβιάζονται. Είναι αλήθεια πως η παράδοση των…” δύο θητειών” δεν αποτελεί κάποιον Μωσαϊκό νόμο έτσι ώστε τυχόν παρέκκλιση να συνιστά βλασφημία προς τα Θεία.
Η περίπτωση, ωστόσο, του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας είναι σαφές πως συνταγματικά, πολιτικά και αισθητικά προσομοιάζει με αυτή την άτυπη παράδοση που δημιούργησαν οι Καραμανλής, Στεφανόπουλος και Παπούλιας.
Το γεγονός ότι δεν τον ψήφισε (2015) ο νυν πρωθυπουργός, ως βουλευτής, τότε, της Ν.Δ (η μόνη αρνητική ψήφος από την συντηρητική παράταξη), δεν μπορεί να σταθεί σήμερα ως λογικό επιχείρημα παρά μόνο σαν μία πολιτική εμμονή. Θα ήταν πλήρως αδικαιολόγητο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μην θελήσει να αποδοθεί στον Προκόπη Παυλόπουλο η “τιμή” μιας δεύτερης προεδρικής θητείας με τα ίδια (ούτως ή άλλως σαθρά) επιχειρήματα που διατύπωσε πριν περίπου πέντε χρόνια.
Οι σκέψεις και εισηγήσεις περί εκλογής στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα μιας γυναίκας θα ακούγονταν γοητευτικές εάν η Ελλάδα ήταν μια πληκτικά “επίπεδη” σκανδιναβική χώρα που αναζητά επιβεβαίωση του πολιτικού πολιτισμού της μέσω της τήρησης “ποσοστώσεων”. Ούτε, φυσικά, είναι λογικό να αποενοχοποιηθεί η αδυναμία του πρωθυπουργού να τοποθετήσει περισσότερες από πέντε γυναίκες στο κυβερνητικό σχήμα των 51 υπουργών και υφυπουργών μέσω του …scouting ανά την υφήλιο προκειμένου να βρεθεί κάποια προσωπικότητα για το όσκαρ πρώτου γυναικείου (προεδρικού) ρόλου. Αστεία πράγματα.
Από την άλλη, θα αποτελούσε μείζονα πολιτική “ανωμαλία” να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση τη συνταγματική αναθεώρηση και να την φέρει στα μέτρα της ώστε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας με 151 ψήφους. Θα αποτελούσε θεσμικό και πολιτικό ατόπημα και θα αναιρούσε το βασικό συστατικό της προεδρικής εκλογής που είναι η εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων.
Εφόσον επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες και εκτιμήσεις πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποφύγει, τελικά, κάτι τέτοιο και αφού καταλήξουν, λογικά, στην κάλαθο των αχρήστων εισηγήσεων οι εμμονικές προτάσεις για γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η λύση είναι μία και την προτείνουν δημοσίως, πλέον, σοβαρά και μετριοπαθή στελέχη της παράταξης (Νικήτας Κακλαμάνης, Ντόρα Μπακογιάννη, Ευρυπίδης Στυλιανίδης κ.α): Προκόπης Παυλόπουλος.
Η επίμονη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα που ισοδυναμεί και με πρόσκληση για συναίνεση υπέρ της επανεκλογής του σημερινού Προέδρου αποτελεί μία ισχυρότατη δικαιολογία που λύνει κυριολεκτικά τα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Κακλαμάνης το είπε απλά και κατανοητά: “Όταν μπορούμε να εκλέξουμε Πρόεδρο με 250 ψήφους, θα χάσουμε την ευκαιρία;”.
Επιπλέον, ο Προκόπης Παυλόπουλος υπήρξε έως σήμερα ένας εξαιρετικός Πρόεδρος, κάτω, μάλιστα, από τις πιο αντίξοες συνθήκες που γνώρισε ποτέ Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την περίοδο του 1989-90 (καλοκαίρι του 2015, απειλές για Grexit, δημοψήφισμα, ελληνοτουρκικά, νέος γεωπολιτικός ρόλος της χώρας, Μακεδονικό κ.ά). Όταν, λοιπόν, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπερβαίνει την δυσφορία και πικρία του για την υπόθεση των αλλαγών στην ηγεσία της δικαιοσύνης, παραμονές των εκλογών, και τον προτείνει για μια δεύτερη θητεία, ποιο επιχείρημα μπορεί να βρει ο πρωθυπουργός για να μην συναινέσει;
Ναι, αλλά υπάρχει και ο Αντώνης Σαμαράς, θα ισχυριστούν κάποιοι εντός της Ν.Δ. Ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να θέλει ότι εκείνος νομίζει ότι του αξίζει και του “χρωστά” η Ιστορία. Από το να καθήσει ο Τσίπρας στο εδώλιο ενός Ειδικού Δικαστηρίου για τη Novartis μέχρι να στήσει μόνιμα ένα τάγμα ευζώνων στην Ηρώδου του Αττικού και να του αποδίδουν τιμές κάθε πρωί.
Το ζήτημα, όμως, είναι πως εάν επέλεγε κάτι τέτοιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να το κερδίσει με τις ψήφους της Ν.Δ -και αυτές όχι χωρίς απώλειες- και κάποιες ψήφους από το ΚΙΝ.ΑΛ. Κι ακόμα θα έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα ότι στο υπόλοιπο της κυβερνητικής του θητείας θα πρέπει να πηγαινοέρχεται από το Μαξίμου στο Προεδρικό και να ενημερώνει έναν άνθρωπο που θα τον κοιτάζει πάντοτε αφ’ υψηλού. Μπορεί να κάνει λάθη ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολιτικός αυτόχειρας, όμως, δεν είναι.
Η λογική, τελικά, τον οδηγεί στον Προκόπη Παυλόπουλο. Μοιάζει με “φορσέ” πολιτική κίνηση. Βεβαίως, η λογική δεν νικάει πάντοτε στην πολιτική. Το έχουμε ξαναζήσει…