Οι παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ των Αθηνών γνωρίζουν πως τα προηγούμενα χρόνια λειτούργησε εποικοδομητικά στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής (και όχι μόνο) το “τρίγωνο” Βασιλίσσης Σοφίας- Μέγαρο Μαξίμου- Προεδρικό Μέγαρο. Κάθε πλευρά με τον ρόλο της και παρά τις συγκρούσεις “χαρακτήρων”, τις καχυποψίες, ενίοτε και τις σκοπιμότητες των προσώπων.
Όταν έφτανε η ώρα που αξιολογούνταν ως κρίσιμη και πύκνωναν τα σύννεφα, πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Υπουργός Εξωτερικών είχαν την ευχαίρεια να συνεννοηθούν με άνεση και να αναλάβουν πρωτοβουλίες.
Έφευγαν τα τηλεγραφήματα από το νεοκλασσικό της διπλωματίας, έσπευδαν οι της πολιτικής ηγεσίας στην Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ακόμα και στο …Κέρας της Αφρικής, την ώρα που το διπλωματικό γραφείο του Μαξίμου κινούσε τα νήματα διεθνώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός σήκωνε το τηλέφωνο για να συνομιλήσει με τους γεωπολιτικούς “παίκτες”.
Και, φυσικά, το υπουργείο Εξωτερικών είχε “ειδικό βάρος”, σχεδιασμό και στρατηγική. Σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να διαμορφώσει το διεθνές περιβάλλον και όχι να σύρεται από αυτό, αλλά και τη δυνατότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες που υιοθετούσε το Μαξίμου.
Και παράλληλα, όπου απαιτούνταν, και χάρη στις προσωπικές και πολιτικές σχέσεις που έχουν οικοδομηθεί μέσα στον χρόνο, ήταν ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που έστελνε τα δικά του μυνήματα ή προλείαινε το έδαφος σε επίπεδο αρχηγών κρατών.
Συνέδραμε τα μάλλα αυτό το “τρίγωνο” στην αποσόβηση κινδύνων και στην συγκρότηση μετώπων. Μπορούν να το πιστοποιήσουν εύκολα ο Γιουνκέρ, η Μέρκελ, ο Σταϊνμάγιερ, ο Ματαρέλα, ο Ολάντ, ο Μακρόν, ο Ομπάμα, ο Αναστασιάδης, ο Σίσι, ο Νετανιάχου και πολλοί άλλοι.
Αυτό το “τρίγωνο” δεν λειτουργεί πλέον, όπως λένε οι γνωρίζοντες.
Και φάνηκε τον τελευταίο καιρό με αφορμή την κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής κρίσης. Τα νέα πρόσωπα του Μαξίμου παρακάμπτουν τις “θεσμικές” διαδρομές και …διδάσκουν διπλωματία από άμβωνος, οι επαφές του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν αξιοποιούνται (προφανώς ουδείς θέλει να αναγνωρίσει την χρησιμότητα ενός προσώπου που ίσως δεν προταθεί εκ νέου ως υποψήφιος), το δε υπουργείο Εξωτερικών τελεί σε σύγχυση και ενίοτε παρακάμπτεται από “ειδικούς” και “συμβούλους”.
Το μόνο πρόσωπο στην κυβερνώσα παράταξη που γνωρίζει πρόσωπα και ισορροπίες στη διεθνή σκηνή, μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνο και να βρει συνομιλητές στις ΗΠΑ, την Άγκυρα και τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες είναι, αναμφίβολα η Ντόρα Μπακογιάννη.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως θα ήταν σαφώς καλύτερα τα πράγματα εάν είχε την θεσμική ιδιότητα να εκπροσωπήσει την ελληνική διπλωματία. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί για σειρά λόγων που δεν άπτονται όλοι της πολιτικής. Προσώρας συμβιβάζεται στον ρόλο του σχολιαστή των εξελίξεων και στα μυνήματα πολιτικού και διπλωματικού “ορθού λόγου” που στέλνει προς πάσα κατεύθυνση.
Ευτυχώς που, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η αξιωματική αντιπολίτευση κρατά χαμηλούς τόνους –ενίοτε πολύ χαμηλούς. Κι αυτό διότι αφενός είχε πρόσφατα διαχειριστεί πτυχές του ίδιου προβλήματος και αναγνωρίζει την έντασή του και τους κινδύνους, και αφετέρου επειδή υπέστη τις πολιτικές συνέπειες (επίσκεψη Ερντογάν, Συμφωνία των Πρεσπών κ.ά) του να έχει απέναντί της –όταν ήταν κυβέρνηση– ένα πολιτικό σύστημα που την κατηγορούσε για προχειρότητα ή ακόμα και μειοδοσία…
Σ.Κ