Οι πολιτικοί επιστήμονες του μέλλοντος ίσως ανατρέχουν στις βρετανικές εκλογές της περασμένης Πέμπτης για να εξηγήσουν πώς μπορεί κάποιος να κερδίσει μια τόσο δύσκολη και τόσο σημαντική αναμέτρηση με τρεις μόνο λέξεις: Get Brexit Done! Αυτό ήταν όλο κι όλο που είχε να πει ο Μπόρις Τζόνσον στους ψηφοφόρους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, μη διστάζοντας ακόμη και να κρυφτεί μέσα σε έναν καταψύκτη για να αποφύγει ενοχλητικές ερωτήσεις δημοσιογράφων για άλλα, φλέγοντα ζητήματα. Λόγω των αδύναμων αντιπάλων του, η μονοθεματική προσήλωσή του δικαιώθηκε απολύτως.
Εξασφαλίζοντας άνετη πλειοψηφία 364 εδρών σε σύνολο 650, με την καλύτερη επίδοση για τους Συντηρητικούς από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ, έθεσε τέλος στην πολιτική παράλυση της Βρετανίας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Eνωσης, που κράτησε τριάμισι χρόνια. Το Brexit είναι πλέον δρόμος χωρίς επιστροφή. Η Βουλή των Κοινοτήτων θα ψηφίσει τον σχετικό νόμο πριν από τα Χριστούγεννα και η Βρετανία θα εγκαταλείψει επισήμως την Ε.Ε. στις 31 Ιανουαρίου του 2020. Τίποτα δεν μπορεί να διασκεδάσει την πολιτική βαρύτητα αυτής της εξέλιξης και να μειώσει τον ψυχολογικό της αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Οτιδήποτε και να καταλογίσει κανείς στον Τζόνσον, γεγονός είναι ότι επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά τον μύθο της εκλογικής μπουλντόζας. Το 2008 κατάφερε να αλώσει τον δήμο του Λονδίνου, σε ένα προνομιακό πεδίο των Εργατικών, απέναντι σε έναν δημοφιλή δήμαρχο όπως ο Κεν Λίβινγκστον, προβάλλοντας το προφίλ ενός αιρετικού Συντηρητικού, ανοιχτόμυαλου σε κοινωνικά θέματα όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, η νομιμοποίηση της κάνναβης και η μετανάστευση. Αυτή τη φορά έδειξε ένα πολύ διαφορετικό, εθνικολαϊκό πρόσωπο, που του επέτρεψε, με πολιορκητικό κριό το Brexit, να γκρεμίσει το «κόκκινο τείχος» των Εργατικών: δεκάδες από τα ιστορικά τους προπύργια στη βιομηχανική (ή αποβιομηχανοποιημένη) βόρεια Αγγλία και τα Μίντλαντς πέρασαν στους Τόρις, υποχρεώνοντας το κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν στη χειρότερη ήττα του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αρκετοί έριξαν το φταίξιμο στο «αριστερίστικο» πρόγραμμα του Κόρμπιν, εκτιμώντας ότι απώθησε μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος. Ολες οι δημοσκοπήσεις (και αυτή τη φορά οι δημοσκοπήσεις έπεσαν σε μεγάλο βαθμό μέσα) έδειχναν ότι το εκλογικό μανιφέστο των Εργατικών, με την έμφαση που έδινε στο εθνικό σύστημα υγείας και στον τερματισμό της λιτότητας, ήταν αρκετά δημοφιλές και τους βοήθησε να κλείσουν κάπως την ψαλίδα, έστω προσωρινά. Οπωσδήποτε το προσωπικό στοιχείο έπαιξε τον ρόλο του. Παρά τις παροιμιώδεις γκάφες του, ίσως και χάρη σε αυτές, ο Τζόνσον εμφανιζόταν, στα μάτια πολλών, πιο ανθρώπινος από έναν ξύλινο Κόρμπιν, αλλά και από τη ρομποτική προκάτοχό του Τερέζα Μέι. Οι επικρίσεις που δέχθηκε ο ηγέτης των Εργατικών για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε κρούσματα αντισημιτισμού είχαν και αυτές το κόστος τους.
Το κυριότερο, ο Κόρμπιν αρνούνταν πεισματικά να πάρει θέση στο κατεξοχήν ζήτημα που κρινόταν σε αυτές τις εκλογές, δηλαδή τη θέση της χώρας του στην Ε.Ε. Μάλιστα, ενώ το 2017 έλεγε ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας του 2016, σε αυτές τις εκλογές τασσόταν υπέρ δεύτερου δημοψηφίσματος, στο οποίο το Εργατικό Κόμμα δεν θα έπαιρνε επίσημη θέση. Αλλά ούτε η ηγέτις των Φιλελεύθερων, Τζο Σουίνσον, είχε καλύτερη τύχη. Φιλοδοξώντας να εκφράσει το σύνολο των ψηφοφόρων του Remain, δεσμεύθηκε να ακυρώσει το Brexit με απλή απόφαση της Βουλής, γεγονός που ερέθισε τα δημοκρατικά αντανακλαστικά πολλών. Αν και οι Φιλελεύθεροι υποστηρίχθηκαν από μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου και έντυπα ισχυρής επιρροής, όπως ο Economist, δεν κατάφεραν να εκλέξουν παρά μόνον 11 βουλευτές, μεταξύ των οποίων δεν ήταν η αρχηγός τους.
Αυτή τη στιγμή, ο Μπόρις Τζόνσον είναι ο ισχυρότερος πρωθυπουργός που είχε η Βρετανία από την εποχή του Τόνι Μπλερ. Οχι μόνον κέρδισε άνετη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά διαθέτει μια σε μεγάλο βαθμό συσπειρωμένη κοινοβουλευτική ομάδα, έχοντας εξοστρακίσει, χωρίς πολιτικό κόστος, τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, υποστηρικτές του Remain. Ολοι οι αντάρτες των δύο μεγάλων κομμάτων που υποστηρίζουν το Remain και κατέβηκαν με ανεξάρτητους συνδυασμούς, απέτυχαν να εκλεγούν. Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι ο δρόμος για τον Τζόνσον είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Το άμεσο πρόβλημα
Το αμεσότερο πρόβλημα αφορά τα σεισμογενή ρήγματα που απειλούν τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου. Στη Σκωτία, το εθνικιστικό SNP της Νίκολα Στέρτζον εξασφάλισε τις 48 από τις 59 έδρες και ήδη ζήτησε δεύτερο δημοψήφισμα για ανεξαρτησία. Με τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της να επιθυμεί την παραμονή στην Ε.Ε., οι αποσχιστικές τάσεις πιθανότατα θα δυναμώσουν από την 1η Φεβρουαρίου του 2020. Αλλά και στη Βόρεια Ιρλανδία, για πρώτη φορά τα εθνικιστικά κόμματα πήραν ελαφρύ προβάδισμα έναντι των Ενωτικών.
Η συμφωνία που πέτυχε με τις Βρυξέλλες ο Τζόνσον για το Brexit προβλέπει ότι στη μεταβατική περίοδο, μέχρις ότου καθοριστεί το μελλοντικό καθεστώς των εμπορικών σχέσεων με την Ευρώπη, το Μπέλφαστ θα ακολουθεί τους ίδιους κανόνες με το Δουβλίνο και όχι με το μεγάλο βρετανικό νησί. Αυτό το οικονομικό σύνορο στη Θάλασσα της Ιρλανδίας θα δώσει νέα ώθηση στις προσπάθειες των εθνικιστών για διαζύγιο με το Λονδίνο και επανένωση με τη μητέρα-πατρίδα.
Αν λάβει κανείς υπόψη και το γεγονός ότι οι Εργατικοί, παρά την πτώση τους, διατήρησαν το προβάδισμα ψήφων και εδρών στην Ουαλλία, το συμπέρασμα προβάλλει αβίαστα: οι Συντηρητικοί οφείλουν τον εκλογικό τους θρίαμβο αποκλειστικά στην Αγγλία. Ο Τζόνσον κέρδισε το στοίχημα της ζωής του, ποντάροντας στο χαρτί του αγγλικού εθνικισμού. Τώρα, θα πρέπει να επιβιώσει αντιμέτωπος με τους υπόλοιπους.
Brexit, αλλά τι Brexit;
Oτι η Βρετανία θα αποχωρήσει στις 31 Ιανουαρίου από την Ε.Ε. είναι πλέον βέβαιο. Το τι θα γίνει μετά παραμένει ωστόσο αβέβαιο. Από την 1η Φεβρουαρίου θα αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για τη μελλοντική εμπορική σχέση των δύο πλευρών. Ο Τζόνσον έχει υποσχεθεί ότι θα υπάρξει συμφωνία μέχρι το τέλος του 2020, αλλά αυτό θεωρείται απίθανο. Ανάλογες εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με άλλα κράτη, όπως ο Καναδάς, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια. Ο Τζόνσον δεν φαίνεται διατεθειμένος να τραβήξει σε μάκρος αυτή η διαδικασία, γιατί στο μεταξύ η χώρα του θα πρέπει να συμμορφώνεται με βασικούς κανόνες της ενιαίας αγοράς χωρίς να έχει κανένα λόγο πάνω σε αυτούς. Επομένως, το ενδεχόμενο ενός χαώδους Brexit, χωρίς συμφωνία με τις Βρυξέλλες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, εξακολουθεί να βρίσκεται στον ορίζοντα.
Πηγή: Καθημερινή