Σκληρή κριτική για τις χαμένες ευκαιρίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια διατυπώνει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του “Πράττω” Νίκος Κοτζιάς, απευθύνοντας παράλληλα (με άρθρο του στο Έθνος της Κυριακής) πρόταση στον Αλέξη Τσίπρα για την συγκρότηση συμμαχικού μετώπου.
Προτείνεται, χαρακτηριστικά, από το ΠΡΑΤΤΩ: α) η δημιουργία ενός φόρουμ συντονισμού των προοδευτικών δυνάμεων, β) η επεξεργασία μιας προοδευτικής προγραμματικής συμφωνίας και γ) η συγκρότηση ενός συμμαχικού μετώπου ενάντια στην λαίλαπα της νεοδημοκρατικής πολιτικής. Καιρός να προχωρήσουμε.
Οι αιχμές του Νίκου Κοτζιά για την υποχώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον Πάνο Καμμένο είναι σαφείς αλλά και αυτές που αφορούν την σημερινή διεύρυνση με πρόσωπα που διατύπωναν αρνητική άποψη για τον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια.
Δείτε το αρθρο του Ν. Κοτζιά στο Έθνος της Κυριακής
ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η κυρίαρχη δύναμη στην προηγούμενη κυβέρνηση βρέθηκε τέσσερεις φορές ενώπιον της δυνατότητας να αλλάξει έγκαιρα και προς το αποτελεσματικότερο την πολιτική του. Όμως δεν το έκανε πάντα. Για αυτό οφείλουμε όλοι μας να διδαχτούμε κριτικά από την εμπειρία των τελευταίων ετών. Να μη φοβηθούμε να αναπτύξουμε την κριτική μας σκέψη και την εξαγωγή διδαγμάτων από το διάστημα 2015-2019. Η κριτική σκέψη, όπως και η αυτοκριτική είναι στοιχείο της αριστερής πολιτικής και ηθικής. Μας βοηθά μέσα από την αξιολόγηση των ευκαιριών του χθες να «αρπάξουμε» τις νέες ευκαιρίες. Πιο συγκεκριμένα:
Η πρώτη ευκαιρία αλλαγής πλεύσης προέκυψε τον Αύγουστο του 2018, όταν τελείωσε η χώρα με τα μνημόνια, τότε που πρότεινα να μετεξελιχθεί η αναγκαστικά «Κυβέρνηση Σωτηρίας» σε κυβέρνηση της αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης. Ο πρόεδρός του ΣΥΡΙΖΑ το αρνήθηκε. Ίσως δεν κατάλαβε άμεσα τη δυνατότητα και την ανάγκη. Ίσως ήταν «η δέσμευσή του» με τον σκληρά δεξιό εταίρο του.
Η δεύτερη ευκαιρία ήρθε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Χάρη σε αυτή, μεγάλο τμήμα πολιτών τον προσέγγισαν. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να δώσει τη μάχη για την εκλαΐκευση της Συμφωνίας. Δεν το έκανε ο Πρόεδρός του απειλούμενος από τον σκληρά δεξιό εταίρο του. Αλλά και σήμερα τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να παράγει εξωτερική πολιτική, ενώ αρνείται να κάνει κριτική στα επικίνδυνα πεπραγμένα, λάθη και παραλήψεις της κυβέρνησης της ΝΔ.
Η τρίτη ευκαιρία ήταν μετά τις 3 απανωτές ήττες το καλοκαίρι του 2019. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέτασε αυτοκριτικά την πολιτική της, ενώ ανήγαγε το όλο πρόβλημα σε οργανωτικό. Αναζήτησε τις λύσεις σε προσχωρήσεις στις κορυφές. Συγκρότησε μια ΚΕ μεγέθους κανονικού συνεδρίου και έβαλε σε αυτήν πολλά πραγματικά αξιόλογα πρόσωπα. Πράγμα θετικό. Ταυτόχρονα, όμως, μάζεψε και ορισμένα λίγα πρόσωπα αμφίβολης «ηθικής», όπως, επίσης «μακεδονομάχους», ορισμένοι εκ των οποίων φλέρταραν με ακροδεξιές αντιλήψεις. Μερικούς από αυτούς τους έκανε μέλη της ΚΕ Ανασυγκρότησης. Γεγονός πρωτοφανές στην Ιστορία της Αριστεράς. Δικό τους είναι βέβαια το κόμμα, και ασφαλώς δικαιούνται να το κάνουν ότι και όπως θέλουν.
Η μάχη για την τοπική αυτοδιοίκηση, ήταν η τέταρτη του ευκαιρία. Τότε παίχθηκε σε μεγάλο βαθμό μια σημαντική παρτίδα σκάκι που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν την κατανόησε. Σε πολλούς δήμους προκειμένου να μετρήσει τις δυνάμεις του, αδιαφόρησε για την εκλογή προοδευτικών δημάρχων. Σε αυτά τα πλαίσια αρνήθηκε να στηρίξει και τον υποψήφιο Δήμαρχο Παύλο Γερουλάνο. Ήθελε εκείνη την περίοδο να μετρήσει τα κουκιά του και να ενισχυθεί με κάποιους τρίτους. Εγχείρημα μάλλον μη πετυχημένο. Δεν κατάλαβε ότι σε αυτήν την εκλογική μάχη παιζόταν η πραγματική εικόνα της πολιτικής. Αν δηλαδή η μειοψηφική δεξιά (Μητσοτάκης και Βελόπουλος είναι στα 42%) θα αποκτούσε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως η πλειοψηφία καθότι θα ήταν και το ΠΑΣΟΚ μαζί της, ή θα αποδεχόταν ότι είναι μειοψηφία διότι θα διαφοροποιόταν, πλέον, το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί το κόμμα του Α. Παπανδρέου να έχει συρρικνωθεί αλλά σε αυτή την συγκυρία επηρεάζει την εικόνα ως προς τα που γέρνει τουλάχιστον η αριθμητική της πολιτικής σκηνής της χώρας, ποιος είναι μειοψηφία και ποιος πλειοψηφία.
Συμπερασματικά, πέρα από την πολιτική ενίσχυσής του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και η ευρύτερη πολιτική της συγκρότησης- στήριξης της συνολικής προοδευτικής, πατριωτικής, δημοκρατικής παράταξης του ελληνικού λαού. Ορισμένοι στην αριστερά δείχνουν να δυσκολεύονται να σκεφτούν στρατηγικά και να υποτάξουν τους τακτικισμούς σε μια προοπτική μακράς πνοής ανασυγκρότησης της χώρας με όραμα και σχέδιο.
Υπάρχει μπροστά μας μια νέα ευκαιρία. Πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει η πιο σημαντική δύναμη της αριστεράς. Η τύχη της τελευταίας, της ίδιας της χώρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εκείνον.
Από το πώς θα συνδυάσει την δική του ενδυνάμωση με μια πολιτική συμμαχιών. Πώς μέσα από τις συμμαχίες θα αλλάξει το τοπίο στους θεσμούς και στη κοινωνία της χώρας. Θα αποτρέψει στο να δημιουργηθεί και ενισχυθεί ένα μέτωπο ενάντιά της προοδευτικής-δημοκρατικής παράταξης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει επιτέλους να κατανοήσει ότι η διαφορετικότητα δεν είναι εχθρότητα, αλλά στοιχείο δημοκρατίας. Επίσης ότι δεν είναι πιο συνεπής φίλος εκείνος που επί 4 χρόνια έβριζε το ΣΥΡΙΖΑ από ακροδεξιές θέσεις και τώρα διορίσθηκε στην ΚΕ Ανασυγκρότησής του, σε σχέση με εκείνον που ναι μεν δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ αλλά δούλεψε σκληρά για την επιτυχία της αριστεράς και της κυβέρνησης της. Τέλος, να καταλάβει ότι η απόρριψη της συνεργασίας με το ΠΡΑΤΤΩ στις βουλευτικές εκλογές του 2019 κάθε άλλο παρά βοήθησε.
Με βάση και τις πιο πάνω εκτιμήσεις , έγινε η επιστολή με την οποία προτείνεται από το ΠΡΑΤΤΩ: α) η δημιουργία ενός φόρουμ συντονισμού των προοδευτικών δυνάμεων, β) η επεξεργασία μιας προοδευτικής προγραμματικής συμφωνίας και γ) η συγκρότηση ενός συμμαχικού μετώπου ενάντια στην λαίλαπα της νεοδημοκρατικής πολιτικής. Καιρός να προχωρήσουμε.