Τα τελευταία 30 χρόνια, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, εφαρμόσθηκαν στα συνταξιοδοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, πολιτικές που διακήρυσσαν ότι ασκούνται προκειμένου να διασφαλίσουν την μακροχρόνια χρηματοοικονομική τους ισορροπία. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, οι ασκούμενες πολιτικές εστιάστηκαν αποκλειστικά στη μείωση των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών, ώστε να περιοριστεί η επίδραση τους στα δημόσια οικονομικά των χωρών.
Των Σάββα Ρομπόλη, Βασίλη Μπέτση
Όμως, πρόσφατα όλο και περισσότεροι ερευνητές άρχισαν να εστιάζουν τις μελέτες τους στο κατά πόσο αυτές οι ασκούμενες περιοριστικές πολιτικές επέφεραν την απαιτούμενη κοινωνική αποτελεσματικότητα, εξετάζοντας ιδιαίτερα την παράμετρο της επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών (Aaron, 2013).
Αντίθετα, σε πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύτηκε από την Mercer για την κατάταξη των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε διεθνές επίπεδο, τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών κατατάσσονται υπολογίζοντας τον δείκτη Melbourne Mercer Global Pension Index. Ο συγκεκριμένος δείκτης υπολογίζεται σταθμίζοντας τρεις παραμέτρους: α) την επάρκεια (40%), β) την χρηματοοικονομική ισορροπία (35%) και γ) την εποπτεία και ενημέρωση (25%).
Προκαλεί όμως εντύπωση και έρευνα το γεγονός ότι σε τέτοιου είδους κατατάξεις χώρες, όπως η Σιγκαπούρη (7), η Νέα Ζηλανδία (8) και η Χιλή (10), κατατάσσονται σε μεγαλύτερη θέση και άρα θεωρητικά έχουν καλύτερα συνταξιοδοτικά συστήματα από χώρες, όπως την Γερμανία (13), τις ΗΠΑ (16), την Γαλλία (18) την Ισπανία (24), την Ιταλία (27) και την Ιαπωνία (31).
Αντίθετα, θεωρούμε από μεθοδολογική και κοινωνικο-οικονομική άποψη, ότι η σημαντικότερη παράμετρος για την αξιολόγηση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η επάρκεια των συντάξεων και πως αυτή ορίζεται. Όμως, στον δείκτη (Melbourne Mercer Global Pension Index) o υπολογισμόs της επάρκειας των συντάξεων προκύπτει από δείκτες, όπως το ύψος την αποταμίευσης και το μέγεθος των αποθεμάτων που διαθέτει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα.
Η επάρκεια των συντάξεων
Αντίθετα, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η επάρκεια των συντάξεων ορίζεται από το επίπεδο διαβίωσης του ασφαλισμένου κατά τη μετάβαση του από την εργασία στη συνταξιοδότηση (συντελεστής αναπλήρωσης). Πιο συγκεκριμένα (Pension Adequacy Report, 2018) η επάρκεια των συντάξεων καθορίζεται από τρεις διαστάσεις: α) την προστασία από την φτώχεια, β) τη σταθερότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και γ) την εξασφάλιση της σύνταξης σε όλη την διάρκεια του συνταξιοδοτικού βίου του ασφαλισμένου.
Επιπλέον, εκτός από την κάλυψη του ορίου της φτώχειας απαιτείται, κατά την γνώμη μας, να λαμβάνεται μεθοδολογικά υπόψη στη διαμόρφωση του δείκτη της επάρκειας των συντάξεων και η αγοραστική δύναμη του συνταξιούχου, καθώς και η ικανοποίηση των βασικών αναγκών που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης (well-being).
Οι ανάγκες αυτές είναι η πληρωμή πάγιων λογαριασμών, η δυνατότητα κάλυψης έκτακτων οικονομικών αναγκών, η επαρκής διατροφή (αγορά κρέατος και ψαριού), η εξασφάλιση επαρκούς θέρμανσης και η πρόσβαση σε τέσσερα βασικά καταναλωτικά αγαθά, όπως το τηλέφωνο, το πλυντήριο ρούχων, η τηλεόραση και το αυτοκίνητο. Η μη δυνατότητα ικανοποίησης των τριών από τα προαναφερόμενα αγαθά και υπηρεσίες θεωρείται ότι το νοικοκυριό ζει σε συνθήκες αποστέρησης.
Στην έρευνα (Pension Institutes, 2014), τις πρώτες θέσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων με βάση την παράμετρο της επάρκειας, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της αγοραστικής δύναμης, κατείχαν το Λουξεμβούργο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία. Οι συγκεκριμένες χώρες σημειώνουμε ότι κατά 70% και άνω εφαρμόζουν αναδιανεμητικά συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων παροχών.
Ακόμη, και σύμφωνα με τον δείκτη (Melbourne Mercer Global Pension Index), αν λάβουμε υπόψη μόνο την επάρκεια των συντάξεων στις πρώτες θέσεις είναι η Γαλλία (18), η Γερμανία (13), η Ιρλανδία (11), η Ισπανία (24), η Αυστρία (25). Ακόμα και η Ιαπωνία που είναι στην 31η θέση έχει υψηλότερη επάρκεια από χώρες που η έρευνα Mercer τις κατατάσσει στις πρώτες δέκα θέσεις όπως η Χιλή (10), η Σιγκαπούρη (7), η Νέα Ζηλανδία (8), η Αυστραλία (3) και η Σουηδία (5).
Τα ποσοστά των φτωχών συνταξιούχων
Επίσης, εξετάζοντας τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις συντάξεις (Pension at a Glance 2019), παρατηρούμε ότι οι χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό συνταξιούχων κάτω από το όριο της φτώχειας είναι η Αυστραλία (23,2%), οι ΗΠΑ (23,1%) και η Χιλή (17,6%). Επίσης, η Σουηδία έχει ποσοστό συνταξιούχων κάτω από το όριο της φτώχειας 11,3%, η Νέα Ζηλανδία 10,3% και η Ελλάδα έχει 7,8%. Πράγματι, η Ελλάδα έχει ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό της τάξης του 7,8%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο επίπεδο του 13,5%.
Με άλλα λόγια, τα συνταξιοδοτικά συστήματα, ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν καλύτερη κατάταξη στην επάρκεια των συντάξεων, έχουν αρκετά μικρότερο ποσοστό συνταξιούχων κάτω από το όριο της φτώχειας, σε αντίθεση με τις χώρες Σιγκαπούρη, Χιλή, Νέα Ζηλανδία, που σύμφωνα με τον δείκτη (Melbourne Mercer Global Pension Index) έχουν υψηλότερο ποσοστό συνταξιούχων κάτω από το όριο φτώχειας.
Αυτό συμβαίνει διότι ο συγκεκριμένος δείκτης περιλαμβάνει στην διαμόρφωση του το μέγεθος των κεφαλαιοποιητικών στοιχείων που έχει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των κεφαλαιοποιημένων αποθεματικών και το μέγεθος της αποταμίευσης των ασφαλισμένων.
Όμως, πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα με τις επενδύσεις των αποταμιεύσεων λόγω των αρνητικών επιτοκίων που έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον Ιούνιο 2014, ωθώντας τα ασφαλιστικά ταμεία στην ανάληψη μεγαλύτερου επενδυτικού κινδύνου προκειμένου να επιτευχθούν υψηλότερες επενδυτικές αποδόσεις, αφού οι παραδοσιακές επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα επιφέρουν αρνητικές αποδόσεις.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα ασφαλιστικά ταμεία των σκανδιναβικών χωρών, όπως της Δανίας και της Φιλανδίας, όπου οι υπεύθυνοι των επενδύσεων των αποθεματικών αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μία μεγάλη πρόκληση για το μέλλον των αποταμιεύσεων και των συντάξεων των ασφαλισμένων, λόγω των αρνητικών επιτοκίων.