“Η Ελλάδα επιδιώκει πάντα το διάλογο με την Τουρκία –και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης- στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών κανόνων. Αν λοιπόν η Τουρκία θέλει να παίξει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης με «τσαμπουκά» και έξω από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου, απειλώντας και δημιουργώντας εχθρούς, η Ελλάδα διεκδικεί το ρόλο της φιλειρηνικής δύναμης με συμμαχίες, αλληλεγγύη και αλληλεξάρτηση με τις χώρες της περιοχής μας, στη βάση του διεθνούς δικαίου και με φροντίδα πάντα την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων”
Αναλυτικά η συνέντευξη της Σίας Αναγνωστοπούλου, αν. τομεάρχη Εξωτερικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτή Αχαΐας, στην εφημερίδα “Πελοπόννησος”:
1. Το θέτουμε ευθέως, όπως το συζητάει ο κόσμος: Ανησυχείτε ότι θα έχουμε πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία, όχι πλέον λόγω αστάθμητου επεισοδίου, αλλά επειδή αυτή είναι η επιδίωξη της Άγκυρας;
Όταν οι σχέσεις ανάμεσα σε δύο χώρες οξύνονται επικίνδυνα, τότε υπάρχει πάντα ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου, ακόμα και από ατύχημα. Σήμερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διανύουν –ακόμα μια φορά- μια φάση όξυνσης, κι αυτό φυσικά δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Από την άλλη μεριά, το τουρκικό σχέδιο «γαλάζια πατρίδα» με το οποίο η μισή και πλέον Αν. Μεσόγειος διεκδικείται ως «τουρκική θάλασσα» ή, καλύτερα, θάλασσα με κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας, δεν είναι ένα σχέδιο ειρήνης αλλά αποσταθεροποίησης και αναταραχής στην περιοχή. Προς το παρόν η Τουρκία -και με την παράνομη συμφωνία με τη Λιβύη- επιδιώκει να αλλάξει τα δεδομένα στην περιοχή, να βρει ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να νομιμοποιήσει σε διεθνές επίπεδο «τη γαλάζια πατρίδα».
Όμως αυτό είναι αδύνατον, και από άποψη διεθνούς δικαίου αλλά και από άποψη γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Η Τουρκία με τις τελευταίες κινήσεις που κάνει δημιουργεί περισσότερους αντιπάλους στην περιοχή, απ’ όσους μπορεί να αντέξει. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Καταρχάς στην ίδια τη Λιβύη: εμπλέκεται –και στρατιωτικά- στον εμφύλιο της χώρας, τον ενισχύει και δυναμιτίζει οποιαδήποτε προσπάθεια του ΟΗΕ για ειρηνική επίλυση του λιβυκού. Να σημειωθεί επίσης ότι η Τουρκία έκανε συμφωνία με την κυβέρνηση Σαράζ, η οποία ωστόσο δεν ελέγχει την ανατολική Λιβύη (την ελέγχει ο Χαφτάρ), ενώ η «γαλάζια πατρίδα κατεξοχήν «ακουμπά» την ανατολική Λιβύη.
Συγχρόνως, θέτει σε επιφυλακή την Αίγυπτο και όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός από το Κατάρ. Επομένως, η Τουρκία εμφανίζεται με τη «γαλάζια πατρίδα» ως ο κύριος παράγοντας αποσταθεροποίησης σε μια περιοχή με αρκετές ήδη αποσταθεροποιητικές εστίες. Δεν θεωρώ λοιπόν εύκολο, η Τουρκία να επιδιώξει να επιβάλλει το σχέδιο «γαλάζια πατρίδα» με όλα τα μέσα –ακόμα και στρατιωτικά. Αυτό βέβαια –το επαναλαμβάνω- δεν πρέπει αποκλείει ποτέ το ατύχημα.
2. Αν η στρατηγική της Τουρκίας αποσκοπεί στη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια;
Το γεγονός ότι η Τουρκία διεκδικεί το ρόλο της περιφερειακής δύναμης, αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι η διεκδίκησή της θα πραγματοποιηθεί, ούτε βέβαια ότι η Ελλάδα είναι ανίσχυρη απέναντι της. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αποτρεπτική ικανότητα της χώρας που είναι δεδομένη, αναφέρομαι κυρίως στο γεγονός ότι η Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει ενισχύσει το ρόλο της δύναμης σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν το επιστέγασμα μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που έσπασε την αδράνεια χρόνων και ενίσχυσε το ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή.
Οι συμμαχίες και οι συμφωνίες (τριμερείς, τετραμερείς, κλπ) έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελλάδα μέσα στην ΕΕ αλλά και στην Αν. Μεσόγειο. Ο East Med και η παρουσία μας στην Αν. Μεσόγειο «διεμβολίζουν» σχέδια, όπως αυτό της «γαλάζιας πατρίδας». Αυτός ακριβώς ο ρόλος επιτρέπει στη χώρα να διεκδικεί επέκταση των κυρώσεων της ΕΕ στην Τουρκία (τον Ιούνιο ο Αλ. Τσίπρας είχε πετύχει μαζί με τον πρόεδρο της Κύπρου κυρώσεις για τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο). Τέλος, η Ελλάδα επιδιώκει πάντα το διάλογο με την Τουρκία –και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης- στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών κανόνων.
Αν λοιπόν η Τουρκία θέλει να παίξει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης με «τσαμπουκά» και έξω από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου, απειλώντας και δημιουργώντας εχθρούς, η Ελλάδα διεκδικεί το ρόλο της φιλειρηνικής δύναμης με συμμαχίες, αλληλεγγύη και αλληλεξάρτηση με τις χώρες της περιοχής μας, στη βάση του διεθνούς δικαίου και με φροντίδα πάντα την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
3. Η παρέμβαση Σημίτη προκάλεσε πολιτικές αναταράξεις, κάτι που ήταν εύλογο εφόσον η εσωτερική πολιτική σκηνή έχει στοιχεία εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Θεωρείτε ότι είναι ωφέλιμη, ωστόσο, σε σχέση με το πρακτέον;
Αυτή η παρέμβαση θα είχε νόημα για μια νηφάλια αποτίμηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαχρονικά –ή έστω την τελευταία 20ετία- ώστε να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας καλύτερα και να «διαβάσουμε» τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται τώρα με τη «γαλάζια πατρίδα» στο πλαίσιο ενός διαρκούς εθνικού σχεδίου. Αντί αυτού, φάνηκε σαν να ήθελε το παλαιό σύστημα να λύσει τους λογαριασμούς του: ποιος είναι καλύτερος από τον άλλο.
Προσωπικά, θεωρώ ότι ήταν μια άγονη αντιπαράθεση –που καλό είναι να μην συνεχιστεί- γιατί αποδεικνύει αυτό που γνωρίζουμε από την οικονομική κρίση: ασυνέχεια στην πολιτική για μεγάλα θέματα, ανικανότητα να «διαβάζει» το παλαιό σύστημα με επάρκεια τις δύσκολες πραγματικότητες. Αυτό φάνηκε και από την ηχηρή σιωπή αυτών, των κάποτε μεγάλων πρωταγωνιστών του συστήματος, στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών που έλυσε τα χέρια της χώρας και «διεμβόλισε» αποτελεσματικά και ειρηνικά το δόγμα «των οθωμανικών Βαλκανίων» της Τουρκίας. Και μόνο το γεγονός ότι η Βόρεια Μακεδονία έπαψε να έχει ως προστατευτική ομπρέλα τα τουρκικά πολεμικά και έχει τα ελληνικά, αποδεικνύει πόσο κατεπείγουσα ήταν η ανάγκη επίλυσης του «Μακεδονικού».
Σήμερα, οφείλουμε με νηφαλιότητα να συνομολογήσουμε ότι η πολιτική αδράνειας και το δόγμα «έχει ο Θεός για αύριο» δεν ωφελεί τη χώρα. Είναι μια πολιτική που επισωρεύει προβλήματα και θέτει τη χώρα σε θέση άμυνας. Σήμερα, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τα μεγάλα «όπλα» που διαθέτουμε και να προστατεύσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, όπως εμείς ως χώρα θεωρούμε: ως ευρωπαϊκή, φιλειρηνική χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς αξίες –και όχι όπως η Τουρκία θέλει.
Είμαστε σε μια καλή στιγμή αφού και η ΝΔ, μετά την όξυνση του εθνικισμού και του διχασμού που προκάλεσε προεκλογικά με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές, αναθεώρησε μετεκλογικά τη στάση της για να αποδεχτεί ότι αυτή η Συμφωνία ήταν σημαντική για τη χώρα.
Σε αυτή τη φάση λοιπόν –κι επειδή εμείς ως ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρούμε καμιά δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και κανένα δημοκρατικό, πολιτικό κόμμα εθνοπροδοτικό- έχουμε την ωριμότητα για διάλογο –ενίοτε με αντιπαραθέσεις και κριτική- πάνω σε ένα εθνικό σχέδιο ειρήνης με διάρκεια, επιμονή και συνέπεια. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας εντάσσεται βεβαίως στο σχέδιο ειρήνης, όταν και αν χρειαστεί για την υπεράσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.