Αν ίσχυε στο παρελθόν ο νέος νόμος που φέρνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη δολοφονία Γρηγορόπουλου, στη δολοφονία Φύσσα, στα μέτρα λιτότητας των μνημονίων και σε χιλιάδες άλλες περιπτώσεις, οι διαδηλωτές θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον 48 ώρες ώστε να εξασκήσουν το συνταγματικό δικαίωμα του συναθροίζεσθαι.
Με το πρόσχημα της «ομαλότητας στους δρόμους και του σεβασμού στα δικαιώματα των πολλών», η κυβέρνηση επιχειρεί να περάσει ένα νομοσχέδιο σε συνέχεια των περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας, το οποίο στην πράξη καταργεί ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, εντείνοντας και το φακέλωμα διαδηλωτών.
Ο πρωθυπουργός, μιλώντας στη χθεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για το σχέδιο νόμου για τις πορείες, διαπίστωσε ότι «πρέπει να μπολιάσουμε την κοινωνία με το βασικό μήνυμα ότι δεν μπορεί να κλείνει ο δρόμος με 50 άτομα».
Ο ίδιος αναρωτήθηκε αν «η ταλαιπωρία ή η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης είναι το ζητούμενο των διοργανωτών μιας διαμαρτυρίας; Εάν είναι το δεύτερο, τότε η σημερινή κοινωνική πρωτοβουλία τυγχάνει της στήριξης πολιτικών δυνάμεων πέραν της Νέας Δημοκρατίας. Πάνω από όλα, η κοινωνία στηρίζει αυτές τις πολιτικές και για αυτό το νομοσχέδιο αφορά στον σεβασμό στον δημόσιο χώρο».
Με φόντο την πλήρη κυβερνητική κάλυψη στα πρόσφατα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, ο υπουργός Προ.Πο. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης παρουσίασε το σχέδιο νόμου που θα τεθεί σε διαβούλευση, εστιάζοντας «στο δικαίωμα στην ασφάλεια, στην προστασία, στην ομαλότητα της καθημερινής κοινωνικοοικονομικής ζωής».
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην εφαρμογή ενός νόμου που θα της δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζει εξαρχής βασικές λεπτομέρειες κάθε διαδήλωσης, όπως είναι για παράδειγμα το ονοματεπώνυμο του διοργανωτή της, ο οποίος ορίζεται ως ο «υπεύθυνος συνάθροισης» και θα φέρει και νομικές ευθύνες.
Καθιερώνεται επίσης η υποχρέωση έγκαιρης (48 ώρες πριν) γνωστοποίησης της δημόσιας συνάθροισης στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική αρχή από τον οργανωτή της, ενώ επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών αν «η δυσανάλογα μεγάλη διατάραξη προκαλεί πρόβλημα στην κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής».
Διαδρομές
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο νόμος θα δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποφασίζει εάν η διαδήλωση θα πραγματοποιηθεί σε κεντρικούς δρόμους ή ακόμα και σε πεζοδρόμιο με βάση τον όγκο της «ώστε να ενημερώνονται οι πολίτες για να αποφεύγουν δρόμους με κίνηση».
Επιπλέον, προβλέπεται η παρουσία εισαγγελέα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδήλωσης, ο οποίος θα εξασφαλίζει την τήρηση της νομοθεσίας και θα έχει τη δυνατότητα να υποδεικνύει ακόμα και εναλλακτικές διαδρομές.
Η «αναλογικότητα» στην κατάληψη δημόσιου χώρου θεωρείται το «κλειδί» του νομοσχεδίου. Οι «μικρές» πορείες θα γίνονται σε μια λωρίδα, οι «μικρότερες» στο πεζοδρόμιο, ενώ οι «μεγάλες» θα γίνονται σε συγκεκριμένο τόπο και διαδρομή, χωρίς να είναι ακόμα σαφές πώς αυτό θα ορίζεται.
Το νομοσχέδιο βασίζεται σε κείμενο που είχαν καταρτίσει το 2012 καθηγητές Συνταγματικού και Διεθνούς Δικαίου (Αλιβιζάτος, Μανιτάκης, Κτιστάκις), έπειτα από αίτημα του τότε δημάρχου της Αθήνας, Γιώργου Καμίνη.
Παλιό «πρόβλημα»
Το διαρκές πρόσχημα για την αυστηροποίηση των πορειών, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, σχετίζεται με τα αιτήματα καταστηματαρχών που διαμαρτύρονται για πολύωρες διακοπές κυκλοφορίας λόγω ολιγάριθμων συγκεντρώσεων. Φυσικά, για την ανάλογη και μεγαλύτερη «ομηρία» στις δεκάδες περιπτώσεις επισκέψεων ξένων αξιωματούχων, όπου η πόλη παραλύει με τις κόκκινες ζώνες επί ώρες για λόγους… ασφαλείας, το απίστευτο κυκλοφοριακό κομφούζιο με τα ανοιχτά καταστήματα Κυριακές και αργίες, αλλά και καθημερινά, πλέον, τις ώρες αιχμής, τους οπαδικούς ή «εθνικούς» πανηγυρισμούς, ουδείς λόγος.
Η δημόσια συζήτηση περί δήθεν «ομηρίας» της πόλης από τους διαδηλωτές επανέρχεται εδώ και 45 χρόνια σε τακτά διαστήματα. Το «πρόβλημα» είναι τόσο παλιό όσο και η δημοκρατία.
Τον Μάρτιο του 1975 η καραμανλική «Καθημερινή» διαπίστωνε σε κύριο άρθρο της τον εκτροχιασμό των λαϊκών κινητοποιήσεων και πρότεινε στις αρχές τον καθορισμό ορισμένου χώρου για τις πορείες, έξω από όλες τις βασικές κυκλοφοριακές αρτηρίες.
Το 1995 ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος ζητούσε να μπει φρένο στις διαδηλώσεις, ενώ ο Θόδωρος Πάγκαλος πλειοδοτούσε, διακηρύσσοντας ότι «η ιδιάζουσα κοινωνική θρασύτητα να κλείνεις τον δρόμο γιατί θέλεις να επιβάλεις τη δική σου άποψη ή γιατί σε έπιασε το άγχος ή γιατί θέλεις να προβάλεις τον εαυτό σου πρέπει να τιμωρηθεί βαρύτατα».
Η έναρξη των συστηματικών προσπαθειών να ελεγχθούν οι πορείες τοποθετείται στο 1998, επί κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη και με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Γ. Ρωμαίο. Στις 3 Οκτωβρίου 1998 η Διεύθυνση Μελετών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης υπέβαλε στον Αρειο Πάγο σειρά ερωτημάτων και στις 30 Μαρτίου 1999 ο τελευταίος απεφάνθη ότι «δεν είναι αντίθετοι στο Σύνταγμα περιορισμοί που αποβλέπουν στην προστασία άλλων έννομων αγαθών».
Τον Μάρτιο του 1999, εποχή καθημερινών κινητοποιήσεων κατά των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, ήρθε η σειρά του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Παπαδάκη να γνωμοδοτήσει υπέρ της απαγόρευσης των διαδηλώσεων έξω από πρεσβείες ή κατοικίες μελών της κυβέρνησης (Ιός, «Ελευθεροτυπία», «Η δημοκρατία εκτός δακτυλίου», 29/11/2003).
Στις αρχές του 2001 ο υπουργός Μ. Χρυσοχοΐδης υπέβαλε σχέδιο νόμου στα συναρμόδια υπουργεία, όμως τελικά «κόλλησε» καθώς αρκετοί υπουργοί εξέφρασαν φόβους για αντιδράσεις. Το θέμα ετέθη, εκτός των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, και πάλι τον Απρίλιο του 2009 από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Χρ. Μαρκογιαννάκη, ενώ ακόμα μια απόπειρα για «ελεγχόμενες διαδηλώσεις» σημειώθηκε το 2011 από τον Χρ. Παπουτσή.
Αντίστοιχη «νομοθετική ρύθμιση» είχε επιχειρήσει τον Μάιο του 2013 ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας, με διατάξεις που θα αφορούσαν διαδηλώσεις κάτω των 200 ατόμων, για όλες τις περιόδους του χρόνου, σε πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000 κατοίκους.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr