Όταν ο σπουδαίος Έλληνας συνθέτης είχε μιλήσει στο LΙFO για φίλους και εχθρούς…
Ο «Σταυρός του Νότου» κυκλοφόρησε το 1979 και μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις. Μαζί με τον «Δρόμο» των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου και τα «Νησιώτικα» του Γιάννη Πάριου αποτελούν τους τρεις πιο εμπορικούς δίσκους στην ιστορία της εγχώριας δισκογραφίας. Ένα άλμπουμ που δημιουργήθηκε κατόπιν παραγγελίας στον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, με τις φωνές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, του Γιάννη Κούτρα και της Αιμιλίας Σαρρή.
Κυρίως, δε, με τον λόγο ενός ποιητή που δεν κολάκευε το επαναστατικό μεταπολιτευτικό φρόνημα, αλλά μιλούσε για μακρινά ταξίδια και χασίσια, περίεργες αρρώστιες ναυτικών και την απέλπιδα αναζήτηση της αγάπης. Ο δίσκος λατρεύτηκε από τη νεολαία που κατάλαβε ότι για πρώτη φορά ο ροκ ήχος ενδυόταν μια ποίηση μάλλον φευγάτη και σίγουρα τολμηρή και διαφορετική, πάντα για το πλαίσιο της εποχής. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα τον «Σταυρό του Νότου» και τον κάνει ένα έργο ολοζώντανο, ιδιαίτερα δημοφιλές από γενιά σε γενιά. Διόλου τυχαίο, έτσι, που αυτό τον καιρό δίνουν στο Badminton το ραντεβού τους με τον, κατά Θάνο Μικρούτσικο, Νίκο Καββαδία, κυρίως τα νέα παιδιά!
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια «καββαδιο-mania» που καλά κρατεί σαράντα χρόνια σχεδόν και που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχιστεί, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια ακόμη… Το ίδιο αστείρευτος με την απήχηση του συγκεκριμένου έργου του είναι και ο δημιουργός του. Συνάντησα τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο ένα μεσημέρι στην οικία του, στο Μετς, και κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, στην οποία προσπάθησα να χωρέσουν όλα όσα θα επιθυμούσε να τον ρωτήσει ένας τρίτος: Για τις μουσικές καταβολές του, τις έντονες σχέσεις του παρελθόντος με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Διονύση Σαββόπουλο, για τον αδελφό του, Ανδρέα Μικρούτσικο, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, για τη θέση του έρωτα στη ζωή του, καθώς, φυσικά, και για την εμπλοκή του με την πολιτική, την υπουργοποίησή του, όλα αυτά.
Σαν γύρισα σπίτι και πήγα να ξεκινήσω την απομαγνητοφώνηση του χειμαρρώδους λόγου του, συνειδητοποίησα πως δεν είχε γραφτεί τίποτα… Συνέβη για δεύτερη φορά στη δουλειά μου να έχω πατήσει μόνο το play και όχι το rec στο κασετοφωνάκι μου. «Είσαι μαλάκας», μου είπε με έναν μάλλον πατρικό τόνο στη φωνή του, «που δεν έγραψες την πιο εξομολογητική μου συνέντευξη». Μοιραία, έτσι, το ραντεβού μας δρομολογήθηκε εκ νέου, το νήμα πιάστηκε απ’ την αρχή και εκείνη τη φορά, ευτυχώς, το κασετοφωνάκι έγραψε κανονικότατα.
— Πώς σας φαίνεται που δίνετε συνέντευξη στη LiFO;
Γιατί όχι; Μια χαρά! Εσάς σας γνωρίζω από 20 χρονών, απ’ όταν ξεκινούσατε, το ίδιο και τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο που παρακολουθώ πολλά χρόνια. Δεν συμφωνώ σε όλα μαζί του, αλλά δεν μπορείς να μην υποκλιθείς στην επιμονή, στο γούστο και στην εξέλιξη του. Αγαπάει πολύ τον Χατζιδάκι ως συνθέτη και τον Καβάφη και τον Χριστιανόπουλο ως ποιητές. Μα, υπάρχει άνθρωπος διανοούμενος, έστω απλά φιλότεχνος, που να μην τους αγαπάει; Απλά υπάρχουν νομίζω και άλλοι που χρήζουν της προσοχής όλων μας. Ειδικά περί ποιητών θα μπορούσα να μιλάω για ώρες με τον Τσαγκαρουσιάνο.
— Να το κάνετε και εγώ θα σας συντονίσω. Αφορμή γι’ αυτή μας τη συνάντηση είναι ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο-CD με δύο κύκλους τραγουδιών λόγιας μουσικής. Πάντα ήθελα να σας ρωτήσω για την ευκολία με την οποία περνάτε κατά καιρούς από τη λόγια ή τη σύγχρονη μουσική στα λαϊκά τραγούδια, π.χ., για τον συχωρεμένο τον Μητροπάνο, την Αλεξίου και πρόσφατα τον Κότσιρα.
Οφείλω να σας πω ότι αν κάναμε τη συνέντευξη αυτή 20 χρόνια πριν, θα δυσκολευόμουν να απαντήσω με ειλικρίνεια, γιατί μέσα μου δεν θα είχα ξεκαθαρίσει αν είναι θέμα ματαιοδοξίας, δηλαδή να αποδείξω σε όλους ότι μπορώ να τα κάνω όλα. Τo ’ψαξα, όμως, γιατί, από την άλλη πλευρά, ξέρω ότι είμαι εντάξει παιδί. Μοιραία, θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω, τότε που η θεία μου η Ηλέκτρα μού έβαλε τα χέρια στο πιάνο, τεσσάρων ετών, το 1951, και παίξαμε μαζί μια improptu του Σούμπερτ.
Την αίσθηση ενός ηλεκτρικού ρεύματος που ακόμη και τώρα την αισθάνομαι. Από τεσσάρων μέχρι 12 ετών έπαιζα πιάνο καθημερινά και, μάλιστα, πριν μπω στα 13, ήμουν προ του πτυχίου, παίζοντας Ντεμπισί και Μπετόβεν. Δεν ήταν ότι απλώς έπαιζα, το ευχαριστιόμουν! Μη φανταστείτε ότι ήμουν κάνα παιδί περίεργο, «φυτό», αφού την επομένη, το απόγευμα, ήμουν στην πλατεία κι έπαιζα ποδόσφαιρο, όπως επίσης και ο πρώτος που άγγιξα το χέρι μιας κοπέλας.
Ήμουν, δηλαδή, ένα παιδί νορμάλ, το οποίο όμως απορροφούσε η μουσική. Άρα, η κλασική μουσική ή η λόγια, όπως πολύ σωστά την είπατε, μια και υπάγεται σ’ αυτήν και η σύγχρονη μουσική του 20ού αι., μπήκε εντός μου. Επειδή ήμουν και παιδί της πιάτσας, πολύ σύντομα άρχισα να παίζω στο πιάνο τα τραγούδια κυρίως του Χατζιδάκι που ακούγαμε τότε και, αργότερα, του Θεοδωράκη.
Αν σε όλα αυτά βάλουμε μέσα και το ροκ εν ρολ που ακούγαμε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην Πάτρα, ξαφνικά έχουμε ένα παιδί με πάρα πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα. Κι αν, πάλι, κάνουμε ένα άλμα και πάμε στα φοιτητικά μου χρόνια, μπορούμε να μιλήσουμε για τη σύνδεσή μου ξανά με τη μουσική, πιο επιστημονικά. Άρχισα μαθήματα σύνθεσης με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, κοντά στον οποίο έμαθα για τους μεταδωδεκαφθογγιστές. Στα 21 μου, λοιπόν, δεν ήξερα αν θα γινόμουν ερευνητής στα μαθηματικά, στα οποία ήμουν πολύ καλός, ή αν θα ακολουθούσα τη μουσική.
Πηγή: Lifo.gr