Ο πρώτος κύκλος των συναντήσεων του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς (απομένει η συνάντηση με τον Γραμματέα του ΚΚΕ το πρωί της Δευτέρας) κατέληξε, όπως διαπιστώνεται από τις επίσημες δηλώσεις αλλά και τις πληροφορίες από τα επιτελεία του Μαξίμου και των κομμάτων, στο συμπέρασμα πως η υπόθεση της συναίνεσης οδηγείται σε ναυάγιο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αισθάνεται -και εν πολλοίς είναι- πολιτικά ισχυρός, ωστόσο στα μεγάλα επίμαχα ζητήματα που θα απασχολήσουν το επόμενο διάστημα κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς πολιτικές συμμαχίες.
Η “νάρκη” Γεννηματά
Όπως αναμενόταν η είδηση βγήκε από την μόλις 25 λεπτών συνάντησή του με την Φώφη Γεννηματά που εμφανιζόταν ως οιωνεί σύμμαχος στις μεγάλες αποφάσεις που πρόκειται να λάβει. Ωστόσο, η επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛ δεν προσφέρει, όπως φαίνεται, τη συνηγορία της για τον εκλογικό νόμο, ενώ αμφίβολο είναι αυτή τη στιγμή εάν θα βρεθεί κοινός τόπος και στην προεδρική εκλογή.
Η κυβέρνηση επιμένει σε έναν εκλογικό νόμο που με κλιμακωτό μπόνους ( διαβάστε εδώ ) θα δίνει αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα με ποσοστό 37,5%, κάτι που απορρίπτει το ΚΙΝ.ΑΛ.
Έτσι, με δεδομένο ότι ο αρμόδιος υπουργός Τάκης Θεοδωρικάκος εμφανίζεται ακλόνητος στο σχέδιο που έθεσε ήδη σε δημόσια διαβούλευση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί το συναινετικό πλαίσιο με μίνιμουμ 180 βουλευτές και είναι σφόδρα πιθανό το νομοσχέδιο να περάσει μόνο με τις ψήφους των βουλευτών της Ν.Δ. Εάν δεν υπάρξει κάποια θεαματική αλλαγή θα πρόκειται για ένα νόμο “tailor made” στις προθέσεις της κυβέρνησης και το σενάριο των διπλών εκλογών γίνεται ακόμα πιο ισχυρό.
Με την Φώφη Γεννηματά “εκτός παιχνιδιού” στην προσπάθεια συναίνεσης στον εκλογικό νόμο, ο πρωθυπουργός μπορεί τώρα να κινηθεί διαφορετικά και στο θέμα της προεδρικής εκλογής. Μπορεί να επιδιώξει να προσελκύσει τις ψήφους του ΚΙΝ.ΑΛ με ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής από τον χώρο της κεντροαριστεράς, χάνει όμως το “όπλο” του ανταλλάγματος με τον εκλογικό νόμο.
Το γεγονός, από την άλλη, ότι βουλευτές της Ν.Δ δηλώνουν δημόσια (π.χ Νικήτας Κακλαμάνης) πως “θα ήταν σοβαρό λάθος” εάν δεν προταθεί εκ νέου ο Προκόπης Παυλόπουλος, δημιουργεί βαρύ κλίμα στην Κ.Ο της Ν.Δ. Τα μηνύματα από την πλευρά του Κώστα Καραμανλή είναι σαφή, ενώ και ο Αντώνης Σαμαράς αφήνει να εννοηθεί πως εφεξής θα κινείται πιο κριτικά έναντι του πρωθυπουργού, κυρίως στο πεδίο των εθνικών θεμάτων. Δεν διαλάθει, άλλωστε, της προσοχής του Μεγάρου Μαξίμου η διαρκής πλέον σκληρή κριτική από τον φιλοσαμαρικό ιστότοπο antinews.gr.
Η τακτική Τσίπρα
Ο Αλέξης Τσίπρας εγκαινιάζει νέα τακτική μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό. Στο περιβάλλον του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως ο πρωθυπουργός δρα καταστροφικά ως προς το ζητούμενο πλαίσιο συναίνεσης. “Χάνεται το στοίχημα της εθνικής στρατηγικής”, λέει σε συνομιλητές του ο Αλέξης Τσίπρας, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αξιοποίησε την ευκαιρία του ταξιδιού στις ΗΠΑ για να θέσει τα μείζονα θέματα. Η πρόταση του κ. Τσίπρα να ανασταλεί η ψήφιση από τη Βουλή της επέκτασης της στρατιωτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ μέχρις ότου εμπράκτως αποδείξει η αμερικανική πλευρά ότι παρεμβαίνει επιτυχώς για την αποκλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δεν βρήκε ευήκοα ώτα στην κυβέρνηση.
Είναι πολύ πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να διαφοροποιηθεί στη σχετική ψηφοφορία. Το πιθανότερο σενάριο δεν είναι η καταψήφιση (αν και δεν αποκλείεται) αλλά το “παρών”, ή η αποχή από την ψηφοφορία, για να δηλωθεί με αυτό τον τρόπο η διαφωνία ως προς τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης έναντι των ΗΠΑ.
Οι πληροφορίες θέλουν τον Αλέξη Τσίπρα να μεταφέρει στον πρωθυπουργό το εξής: ” Πως θα φανεί εάν ψηφίσουμε στη Βουλή την επέκταση της συμφωνίας και μετά έχουν νέα κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, ακόμα και ένα θερμό επεισόδιο, και η Ουάσιγκτον δεν παρέμβει δυναμικά;”. Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εξευτελισμό της χώρας και μεγάλη διπλωματική ήττα.
Κίνδυνος “θερμού επεισοδίου”
“Αν η Τουρκία τολμήσει να κάνει έρευνες στα χωρικά μας ύδατα, δεν θα πέσει απλώς μια ντουφεκιά, η εμπλοκή θα είναι πολύ σοβαρή”. Την προειδοποίηση αυτή απηύθηνε προς την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε δυο τουλάχιστον πολιτικούς αρχηγούς, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που είχε μαζί τους το μεσημέρι και το απόγευμα της Παρασκευής.
Όμως, αυτό δείχνει πως η κυβέρνηση φοβάται, όντως, την εκδήλωση κάποιων τουρκικών κινήσεων το επόμενο διάστημα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε θερμό επεισόδιο ή και σοβαρότερη εμπλοκή.
” Η συναίνεση θέλει δύο, όπως το τανγκό”, φέρεται να απαντά στον πρωθυπουργό ο Αλέξης Τσίπρας.
Η εκτίμηση διπλωματικών κύκλων είναι πως η κυβέρνηση κινείται με εντελώς λανθασμένη τακτική στο θέμα της Τουρκίας και αυτό, όπως λέγεται, αποδεικνύεται από την επαναλαμβανόμενη φράση περί “διεθνούς απομόνωσης” της Άγκυρας.
Πόθεν προκύπτει, όμως, αυτή η “απομόνωση”, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν κατορθώνει να συνομιλεί ταυτοχρόνως με τον “φίλο του” Ντόναλντ Τραμπ, να κλείνει συμφωνίες για τον “Turkish Stream” με τον Βλαντιμίρ Πούτιν -αδιαφορώντας για τις προτροπές του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ-, να παρεμβαίνει “για λογαριασμό των ΗΠΑ” στη Συρία, να συνομιλεί με το Ιράν με προνομιακούς όρους, και να δημιουργεί σταδιακά νέα δεδομένα στη Λιβύη και γενικότερα τη Βόρεια Αφρική;
Ακόμα και η συζήτηση περί προσφυγής στη Χάγη διεξάγεται μεταξύ θεωρίας και σύγχυσης στη δημόσια σφαίρα, χωρίς να έχει υπάρξει στοιχειώδης ανάλυση κινδύνων για την ελληνική πλευρά. Ήδη, η Τουρκία έδειξε τις προθέσεις της με τον χάρτη για την επήρρεια του Καστελορίζου και δεν είναι τυχαίο πως Έλληνες διπλωμάτες και ειδικοί αναγνωρίζουν πως μια προσφυγή θα οδηγήσει πιθανώς σε απώλειες κεκτημένων.
Η γενικότερη εκτίμηση που ακούγεται σε πολιτικά και διπλωματικά γραφεία αλλά και σε πρεσβείες στην Αθήνα είναι πως η Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά σε μείζονες προκλήσεις το 2020 και το 2021, με τον Ερντογάν να ενισχύεται λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή και τον ρόλο της Ελλάδας να περιορίζεται.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως έλεγαν, διπλωμάτες που παρακολουθούν επί μακρόν τα ελληνοτουρκικά πως η Ελλάδα “ηττάται” τα τελευταία χρόνια σε τρία επίπεδα έναντι της Τουρκίας:
–Στην οικονομία με το τουρκικό ΑΕΠ να έχει εκτιναχθεί κοντά στα 900 δισ και το αντίστοιχο ελληνικό να παραμένει συρρικνωμένο κοντά στα 200 δισ
–Δημογραφικά με τον ελληνικό πληθυσμό να περιορίζεται όταν η Τουρκία γνωρίζει μια πληθυσμιακή έκρηξη και προσεγγίζει τα 90 εκατ
–Στρατιωτικά, με την ισχύ της Τουρκίας να αυξάνεται, ιδιαίτερα αφ’ ης στιγμής προωθεί ταχύτατα δικά της στρατιωτικά προγράμματα παραγωγής εξοπλισμών, ενώ διατηρεί έμμεσα ή άμεσα ανοικτούς διαύλους και με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία. Η συζήτηση για την προμήθεια των F35 στα καθ΄ ημάς γίνεται υπό καθεστώς πίεσης και αποπροσανατολιστικά, καθώς ακόμα κι αν η Ελλάδα σταθεί εφικτό να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση (αγορά αεροσκαφών και συμμετοχή στο πρόγραμμα συμπαραγωγής), κάτι τέτοιο θα συμβεί σε τουλάχιστον μία δεκαετία και με νέα γεωπολιτικά δεδομένα.