Δίχως την παραμικρή διάθεση να υποτιμήσει κανείς την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, που θα εκλεγεί Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας με ευρύτατη πλειοψηφία την προσεχή Τετάρτη, οφείλουμε να επισημάνουμε πως κάτι αλλάζει στην λεπτή ισορροπία του πολιτικού μας συστήματος, μετά την αποχώρηση του Προκόπη Παυλόπουλου με την τυπική λήξη της θητείας του στις 13 Μαρτίου.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ακόμα και χωρίς ουσιαστικές συνταγματικές αρμοδιότητες οι ένοικοι του προεδρικού μεγάρου εδώ και πολλά χρόνια είχαν τη δυνατότητα τυπικών αλλά χρήσιμων και συμβολικών παρεμβάσεων στα εθνικά μας θέματα.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο Κάρολος Παπούλιας και ο (υπερδραστήριος σε αυτά τα θέματα) Προκόπης Παυλόπουλος αξιοποίησαν το ύπατο αξίωμα για να εκπέμπουν συχνά τα δικά τους μηνύματα προς την Τουρκία, τους συμμάχους και τους εταίρους μας, δρώντας ως –όπως είπε πρόσφατα ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης– “διεθνείς παραστάτες” της εκάστοτε κυβέρνησης.
Εξέφραζαν την εθνική στρατηγική και εκπροσωπούσαν το κοινό αίσθημα. Και δι’ αυτού του τρόπου συνέδραμαν την επίσημη εξωτερική πολιτική. Όταν, δε, οι περιστάσεις το απαιτούσαν –κάτι που συχνά και επιτυχώς έπραξε ο σημερινός ΠτΔ– αξιοποιούσαν τις διεθνείς επαφές τους. Όλοι τους είχαν, και γνώση, και συναίσθηση των εθνικών προτεραιοτήτων, αλλά και πρότερη πολιτική εμπειρία.
Η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πέσει “στα βαθιά” σε μια περίοδο που τα εθνικά θέματα και κυρίως τα ελληνοτουρκικά θα βρεθούν στην προμετωπίδα των εξελίξεων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θα δοκιμάσει τις ελληνικές αντοχές, πιθανότατα, δε, θα κλιμακώσει τις προκλήσεις του και την προσπάθειά του να επιβάλει τετελεσμένα στην ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, εάν οιαδήποτε λύση στη Λιβύη –ή ακόμα περισσότερο μια “μη λύση”– ευνοήσει τον σχεδιασμό του για την διατήρηση των συνθηκών που δημιούργησε το μνημόνιο με την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Οι τελευταίες δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με τις οποίες ο Τούρκος ΥΠΕΞ έβαλε ξανά (μετά από αρκετό καιρό) θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης και κυριαρχίας της Ελλάδας σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, επιβεβαιώνουν πως ο εξ Ανατολών γείτονας επιχειρεί μια συνολική αμφισβήτηση, ταυτόχρονα, στο Αιγαίο, την Κύπρο, και την ανατολική Μεσόγειο. Με τον κίνδυνο ενός “θερμού επεισοδίου” να επικρέμεται, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, πάνω από τις κλονισμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η κυρία Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί πολύ χρόνο και πολλά “μαθήματα” αντίληψης του γεωπολιτικού χώρου για να διαδεχθεί τους προκατόχους της σε έναν ρόλο όπως αυτός που περιγράψαμε.
Θα ισχυριστούν κάποιοι πως η επιλογή του προσώπου πιθανώς έγινε διότι κάποιοι επιθυμούν ακριβώς το αντίθετο: να πάψει, δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να διαδραματίζει έστω και αυτόν τον συμβολικό ρόλο και να μετακινηθεί πλήρως και αποκλειστικά η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στο πρωθυπουργικό γραφείο και το υπουργείο Εξωτερικών.
Φυσικά, εάν γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις στελέχωσης του διπλωματικού γραφείου της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας, και εφόσον υπάρχει από την ίδια η βούληση να “μάθει” και να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, σε κάποιο βάθος χρόνου ίσως σταθεί εφικτό κάτι τέτοιο.
Προϋποθέτει, όμως, πως η κυβέρνηση θα χαράξει άμεσα τη νέα εθνική στρατηγική που έχει ανάγκη η χώρα και θα επιδιώξει τη σύνθεση και τη συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων- κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Προσώρας κάτι τέτοιο δεν έχει αποσαφηνιστεί. Ο αποκλεισμός μας από τη Διάσκεψη για τη Λιβύη, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν απ΄ αυτήν, η αναμενόμενη αμερικανική πρωτοβουλία (για την οποία εσχάτως λίγα ακούγονται), ο σχεδιασμός της Τουρκίας που ξεδιπλώνεται, ακόμα και η αποστολή ελληνικών Patriot στη Σαουδική Αραβία (κάτι καινοφανές για το στρατιωτικό μας “δόγμα”), συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό γεωπολιτικό σκηνικό. Κι όλα αυτά εν μέσω πιέσεων αλλά και δημόσιας συζήτησης για το με ποια ατζέντα, με ποιον τρόπο και σε τι διεθνές περιβάλλον πιέσεων θα οδηγηθούμε –εάν οδηγηθούμε– σε λύσεις για το Κυπριακό και σε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η νέα ένοικος του Προεδρικού Μεγάρου έχει δύο βασικές επιλογές: ή “θα σηκώσει τα μανίκια” και θα ενημερωθεί, ώστε να αναλάβει τον ρόλο που προκύπτει από το αξίωμά της, ή θα περιοριστεί σιωπηλά στη “σκιά” της συναίνεσης που θα έχει επιτύχει στην ψηφοφορία της Βουλής.
Στην δεύτερη περίπτωση η ισορροπία στο πολιτικό μας σύστημα και στη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας –όσον αφορά τουλάχιστον τα εθνικά ζητήματα– θα διασαλευτεί. Κι αυτό δεν θα είναι μια θετική εξέλιξη…