Με δικαστική απόφαση,(αριθμός 3446/2019) υποχρεώνονται για πρώτη φορά τα τραπεζικά ιδρύματα στο πλαίσιο της προστασίας και ασφάλειας των συναλλαγών τους με τους καταθέτες, να λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, μεταξύ των οποίων είναι και η υποχρέωσή τους σε αποστολή των επίμαχων στοιχείων μόνο με συστημένη επιστολή, ακόμη κι αν αυτό δεν προβλέπεται ρητά στον κανονισμό και δίκαιο των τραπεζών.
Το δικαστήριο δικαίωσε 76χρονη που είχε πέσει θύμα κλοπής της κάρτας και του κωδικού της, τα οποία της είχαν σταλεί με απλό ταχυδρομείο.
Η προσφεύγουσα έπεσε θύμα κλοπής της νέας κάρτας αναλήψεων, που μαζί με τον κωδικό αριθμό (Pin) της είχε αποστείλει, κατόπιν απώλειας της προηγούμενης, η τράπεζα στην διεύθυνσή της, ως απλής αλληλογραφίας. Οι δράστες της κλοπής μάλιστα έκαναν αναλήψεις μετρητών περίπου 2.000 ευρώ.
Η γυναίκα ανακάλυψε τι είχε συμβεί με την κάρτα της, όταν αρκετές ημέρες μετά την αίτηση της για έκδοση νέας κάρτας, οπότε και μετέβη για δεύτερη φορά στην τράπεζα, της είπαν πως η νέα κάρτα, όσο και το νέο PIN είχαν αποσταλεί ταχυδρομικά μέσω των ΕΛΤΑ, με απλή αλληλογραφία, αντί συστημένης επιστολής. Μάλιστα της είπαν πως με την καινούργια κάρτα είχαν ήδη γίνει αναλήψεις περίπου 2.000 ευρώ. Η συνταξιούχος διαμαρτυρήθηκε υποβάλλοντας παράλληλα αίτηση αμφισβήτησης των συναλλαγών και ζήτησε να επαναπιστωθούν τα παράνομα αναληφθέντα ποσά, αλλά η Τράπεζα, όχι μόνο ήταν κατηγορηματικά αρνητική, αλλά αποποιήθηκε οιανδήποτε ευθύνη της.
Με την προσφυγή της και συνήγορό της τον κ. Αριστείδη Καραμπασιάδη, η 76χρονη ζήτησε να της καταβάλλει η Τράπεζα το ποσό των παράνομων αναλήψεων καθώς και ποσό 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη.
Το δικαστήριο (ειρηνοδίκης Ακριβή Ερμίδου) διέταξε την Τράπεζα να πιστώσει στον λογαριασμό της 76χρονης το ποσό που της αφαίρεσαν άγνωστοι, ενώ επιδίκασε και ποσό 200 ευρώ ως αποζημίωση για την βλάβη που προκλήθηκε στην προσφεύγουσα, από ενέργειες υπαλλήλων της τράπεζας. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας, σύμφωνα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου, δεν τήρησαν την υποχρέωση της Τράπεζας για προστασία και ασφάλεια των συναλλαγών και δεν ανταποκρίθηκαν στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια που επιβάλουν οι κανόνες που απορρέουν από τη συμβατική της σχέση με την συνταξιούχο και την νομοθεσία (νόμος 2251/1994, κλπ).