Ο Αλέξης Τσίπρας στην συνέντευξη στο “Ενώπιος Ενωπίω” εκτός από την πολιτική του διαδρομή αναφέρθηκε και στην προσωπική. Τα παιδικά του χρόνια, την οικογένεια του, τη συμμετοχή του στην πολιτική μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης. Μίλησε επίσης για τον ΣΥΡΙΖΑ, το δημοψήφισμα, τη σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και ζητήματα πολιτικής επικαιρότητας.
Ένα από τα πιο ενδιαφέρονται κομμάτια της συζήτησης ήταν για την σχέση του με την Μπέτυ Μπαζιάνα. Ο κ. Τσίπρας μίλησε εκτενώς για τη σύντροφο του αναφέρθηκε στη γνωριμία τους πριν από 29 χρόνια στο Λύκειο και την περιέγραψε ως έναν δυνατό άνθρωπο, για να σημειώσει ότι πέρα απ’ την αγάπη υπάρχει και μια αμοιβαία εκτίμηση και θαυμασμός, ότι συζητούν πολύ, ότι δεν θέλει να του επιβληθεί όμως παράλληλα είναι αυστηρός κριτής και πως αυτό τον βοηθάει, δημιουργώντας του καλύτερα φίλτρα.
Εξήγησε επίσης τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν με τη σύντροφό του, Μπέττυ Μπαζιάνα, να μην παντρευτούν με θρησκευτικό ή με πολιτικό γάμο, αλλά να υπογράψουν σύμφωνο συμβίωσης, εξήγησε ο Αλέξης Τσίπρας στον Νίκο Χατζηνικολάου και στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω».
Όπως τόνισε ο πρώην Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, για τη δική τους σχέση δεν θεωρεί ότι είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα ο γάμος, «διότι ήμασταν πολλά χρόνια μαζί».
Αποδέχτηκαν και αποφάσισαν, υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας, πως η σχέση τους είναι «σύμβαση ψυχής» και το σύμφωνο συμβίωσης τους ταίριαζε, όπως είπε, και ήταν απαραίτητο ώστε να τους διασφαλίσει έναντι απρόβλεπτων γεγονότων.
Για τα παιδικά του χρόνια
Ο κ. Τσίπρας ρωτήθηκε και μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, ως το τρίτο παιδί μιας μεσαίας οικογένειας στους Αμπελόκηπους και τα πρώτα βήματα στην πολιτική, από τις καταλήψεις ως πρόεδρος του δεκαπενταμελούς στο γυμνάσιο στα 14 χρόνια του και την ένταξη του τότε στην ΚΝΕ. Το μικρόβιο της πολιτικής μπήκε στο αίμα του όταν ήταν πολύ μικρός, «με την έννοια ενός ονείρου ή της προσπάθειας που έκανα ως μικρό παιδί να φτάσω τα βήματα του αδερφού και της αδερφής μου που ήταν μεγαλύτεροι», είπε. Πρόσθεσε ότι «ξεκοκάλιζε» την εφημερίδα που έφερνε στο σπίτι ο πατέρας του (τα ΝΕΑ και μετά και την Ελευθεροτυπία).
Ερωτηθείς αν εξακολουθεί να συμπαθεί τις σχολικές καταλήψεις, είπε ότι η κατάληψη είναι ένα μέσο πάλης και αγώνα, ότι σημασία έχει ποιο είναι το αίτημα, ο σκοπός και η διαδικασία, «διότι καταλήψεις τώρα γίνονται και από ακροδεξιές ομάδες που πείθουν τους μαθητές να κάνουν καταλήψεις για το Μακεδονικό».
Για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Τσίπρας μίλησε για το «εγχείρημα της ανασυγκρότησης, διεύρυνσης και μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα μεγάλο κόμμα της αριστεράς που θα αποτελεί τον βασικό κορμό της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης». Είπε ότι υπάρχουν δύο ΠΑΣΟΚ και πως εκείνος μιλά θετικά για εκείνο που έδωσε όραμα και προοπτική σε αγώνες δεκαετιών και όχι για εκείνο που «κοινωνικοποίησε τη διαφθορά και τη διαπλοκή». Σημείωσε ότι είναι υποχρεωμένος να συνειδητοποιήσει ότι το 36% που είχε λάβει και το 32% που έλαβε σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι όλοι ριζοσπάστες αριστεροί, είναι κόσμος που ανεξαρτήτως από πού προέρχεται, προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή βλέπουν ένα κόμμα που θέλει να συγκρουστεί, βλέπουν έντιμους πολιτικούς και μια προσπάθεια που πρέπει να στηριχθεί. Αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει να τον αφήσουμε έξω απ’ το “ιερό”».
Αναφορικά με το όνομα, υπογράμμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «πολύ δυνατό brand που δεν πρέπει να αλλάξει” και πως “το αν θα προστεθεί δίπλα και κάτι που να δίνει και μια άλλη προοπτική είναι ανοικτό και είναι συζητήσιμο, όλη αυτή η συζήτηση όμως θέλουμε να τη διεξαγάγουμε όχι σε κλειστές πόρτες, αλλά πλατιά, με τον κόσμο που μας στηρίζει».
Για την περίοδο του δημοψηφίσματος
Ο κ. Τσίπρας μίλησε εκτενώς και για την περίοδο του δημοψηφίσματος και τον «αναγκαστικό συμβιβασμό», που «μας προσγείωσε σε μια πραγματικότητα δύσκολη αλλά όχι αδιέξοδη, γιατί βγήκαμε από την κρίση, τελειώσαμε τα μνημόνια». Χαρακτήρισε «μεγάλο σφάλμα των Ευρωπαίων ότι μας έδιναν μια προοπτική πολιτικής αυτοχειρίας: μια συμφωνία με πολύ βαριά μέτρα χωρίς χρήματα». Ανέφερε πως όταν αυτό το εξήγησε στην κ. Μέρκελ, στην τελευταία επίσκεψη της στην Ελλάδα, του είπε ότι εκείνη δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει τότε γιατί όταν στην Ελλάδα μιλούσαν για μνημόνιο αυτό σήμαινε κάτι καταστροφικό, ενώ όταν μίλαγαν στη Ευρώπη για μνημόνιο σήμαινε κάτι αρνητικό για τους ίδιους γιατί θα έδιναν χρήματα.
Πρόσθεσε πως το αποτέλεσμα θα κριθεί από την ιστορία και πως η συμφωνία που κατέληξε ήταν «η δυνατότητα να φτάσουμε στο τέλος με ένα πρόγραμμα με δυσκολίες μεν αλλά με 20 δισ. λιγότερα βάρη από αυτά που πρότειναν χωρίς χρηματοδότηση πριν από το δημοψήφισμα». Είπε πως η έξοδος από το ευρώ δεν ήταν ούτε στόχος, ούτε σχέδιο, ούτε στρατηγική.
Μιλώντας σε προσωπικό τόνο για το πώς κατέληξε στην απόφαση για δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι την πήρε το βράδυ προς το ξημέρωμα της 26η Ιουνίου -ημέρα των γενεθλίων του γιου του, Ορφέα -, όταν συνειδητοποίησε εκείνο το βράδυ, μετά από μια πολύωρη διαπραγμάτευση, ότι είχαν επικρατήσει «οι ακραίοι» της άλλης πλευράς και το μόνο που έδιναν ήταν «μια εξευτελιστική προοπτική». “Δεν κοιμήθηκα το βράδυ, την πήρα την απόφαση το πρωί», είπε, προσθέτοντας ότι έγινε κυβερνητική σύσκεψη στις Βρυξέλλες και επέστρεψαν το βράδυ στην Αθήνα για να συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο. Ανέφερε ότι είχε ξεκινήσει η συνεδρίαση, δεν υπήρχαν κινητά μέσα στην αίθουσα και η σύντροφός του, Μπέττυ, είχε έρθει στο Μαξίμου, χτύπησε την πόρτα στην αίθουσα της συνεδρίασης και απευθυνόμενη στον ίδιο σχημάτισε τον αριθμό τρία με τα δάκτυλα της, εννοώντας ότι ήταν τα τρίτα γενέθλια του παιδιού τους. «Το συνειδητοποίησα μετά όταν είχε αφήσει πάνω στο γραφείο μου τρία κεράκια. Μετά συνειδητοποίησα ότι όταν βρίσκεται κανείς στην πιο δύσκολη στιγμή της ευθύνης πρέπει να βάζει ως προτεραιότητα και το προσωπικό στοιχείο», είπε ο κ. Τσίπρας.
Για τον Αρχιεπίσκοπο
Στο ερώτημα πώς κατάφερε να είναι φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο παρότι ήταν ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που ορκίστηκε με πολιτικό όρκο και δεν έχει κάνει ούτε θρησκευτικό ούτε πολιτικό γάμο, είπε μεταξύ άλλων ότι πιστεύει στη δύναμη που έχει η πίστη των ανθρώπων και ότι σέβεται και τη θρησκεία και τους θρησκευόμενους και την Εκκλησία και την ορθοδοξία. «Πρέπει να σας ξαφνιάζει ότι κάποιοι που δείχνουν ότι είναι καλοί χριστιανοί και από πίσω κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ορίζει η θρησκεία», σχολίασε. Σημείωσε ότι η σχέση του με τον Αρχιεπίσκοπο “είναι αληθινή και τον εκτιμά πάρα πολύ» και πως «έχει κι εκείνος θετικά αισθήματα για εμένα, που βασίζονται στην ειλικρίνεια και στην κοινή αντίληψη ότι οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους πρέπει να προχωρήσουν σε ριζοσπαστκές μεταρρυθμίσεις μέσα απ’ τον διάλογο».