Εντυπωσιακό ράλι καταγράφουν από χθες τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, μετά και τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ η οποία εμφανίστηκε αισιόδοξη ότι η Ελλάδα θα μπει στο QE. Οι αποδόσεις σε όλες τις διάρκειες καταγράφουν νέα ιστορικά χαμηλά με αυτήν του 10ετούς να οδεύει ακόμα και προς το 1%. Οι επενδυτές ξεκάθαρα τρέχουν να προλάβουν την περαιτέρω βελτίωση που βλέπουν να σημειώνουν οι ελληνικοί τίτλοι ενόψει και της επιβίβασης στο τρένο του QE, κεφαλαιοποιώντας έτσι την περαιτέρω αποκλιμάκωση που θα δεχτούν οι αποδόσεις.
Πιο αναλυτικά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου διαμορφώνεται στο 1,072% με πτώση της τάξης του 6,5% από χθες και σε νέα ιστορικά χαμηλά με το spread έναντι της Γερμανίας να διαμορφώνεται στις 146 μ.β, ενώ νέο χαμηλό καταγράφει και η απόδοση του 5ετούς η οποία υποχωρεί θεαματικά κατά… 18% και στο 0,32%.
Χθες, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στην επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της Ευρωβουλής σημείωσε πως αν η κατάσταση στην Ελλάδα συνεχίσει να βελτιώνεται και με βάση τα κριτήρια που εφαρμόζει η ΕΚΤ σε όλες αυτές τις αγορές, είναι αρκετά βέβαιη ότι τα ελληνικά ομόλογα θα γίνουν και αυτά επιλέξιμα για το QE.
Αν και η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη δύο βαθμίδες (με βάση την Fitch) μακριά από το ορόσημο του Investment grade κάτι που σημαίνει πως το QE είναι μεν πιο κοντά αλλά απέχει ακόμα, η αγορά είναι ξεκάθαρο πως θεωρεί μονόδρομο τις περαιτέρω αναβαθμίσεις.
Το πόσο γρήγορα θα έλθουν αυτές εξαρτάται φυσικά και από τις διαθέσεις των οίκων. Υπενθυμίζεται πως μετά την Fitch σειρά έχουν οι S&P και DBRS οι οποίοι στις 24 Απριλίου του 2020 δίνουν και αυτοί την πρώτη τους αξιολόγηση για την Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει ότι αυτή η ημέρα θα έχει ιδιαίτερο “βάρος” για την αγορά. Μάλιστα και οι δύο δίνουν θετικές προοπτικές, κάτι που σημαίνει ότι η αναβάθμιση είναι πολύ πιθανή. Η δεύτερη αξιολόγηση και των δύο έχει προγραμματιστεί και πάλι την ίδια ημερομηνία, στις 23 Οκτωβρίου.
Τέλος, η Moody’s ο πιο “αυστηρός” οίκος από τους τέσσερις, καθώς δίνει τη χαμηλότερη βαθμολογία στην Ελλάδα, αναμένεται να ανακοινώσει τη “γνώμη” του για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας στις 8 Μαΐου και στη συνέχεια στις 6 Νοεμβρίου.
Αν και δεν αποκλείεται να υπάρξουν έκτακτες αξιολογήσεις, όπως άλλωστε έχει συμβεί στο παρελθόν, ωστόσο αυτές οι ημερομηνίες θεωρούνται ιδιαίτερα κρίσιμες στον δρόμο της Ελλάδας προς τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας. Η πλειονότητα των αναλυτών επισημαίνουν πως το 2020 είναι πιθανό η Ελλάδα να ανέβει και άλλο σκαλοπάτι και να έρθει έτσι μία ανάσα πριν την επενδυτική βαθμίδα, με τον “τελικό στόχο” να είναι επιτεύξιμος το 2021.
Όπως σημείωσε πρόσφατα η Axia, οι αξιολογήσεις των οίκων απέναντι στην Ελλάδα θα συνεχίσουν να βελτιώνονται σταδιακά κατά την επόμενη περίοδο, καθώς η χώρα συνεχίζει στην οδό της βελτίωσης. Επιπλέον, υποστηρίζει πως είναι ιδιαίτερα εφικτό η Ελλάδα να μπει στην κατηγορία “επενδυτικού βαθμού” ακόμη και προς το τέλος του δεύτερου εξαμήνου του 2020. Εκτός από την ενίσχυση του κλίματος και την επίσημη επιβεβαίωση της ανάκαμψης της χώρας, η αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας θα επιτρέψει: i) στις τράπεζες να έχουν πρόσβαση στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, ii) στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο QE και iii) στην ελληνική αγορά να επιστρέψει σε (μερικούς) διεθνείς δείκτες.
Όλα αυτά είναι ξεκάθαρο πως ανοίγουν τον δρόμο για νέες εξόδους της Ελλάδας στις αγορές. Άλλωστε πριν μερικές μέρες, ο Γενικός Διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρης Τσάκωνας, αποκάλυψε το ότι η Ελλάδα στοχεύει να βγαίνει στις αγορές κάθε τρίμηνο φέτος. Όπως είπε μιλώντας στο Global Capital, “θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προσπαθήσουμε να καλύψουμε τα κενά στην καμπύλη”, ενώ πρόσθεσε πως “θέλουμε να έχουμε συνεχή παρουσία στις αγορές, και αν είναι δυνατόν, αυτό να γίνεται κάθε τρίμηνο, έστω και αν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια είναι καλυμμένες λόγω του υψηλού μαξιλαριού ρευστότητας”.
Όπως λοιπόν προκύπτει από τις δηλώσεις του κ. Τσάκωνα, στόχος είναι να βγει η Ελλάδα στις αγορές (τουλάχιστον) τέσσερις φορές φέτος – όπως άλλωστε εκτιμούν τόσο η Citi όσο και η Société Generale – κάτι που σημαίνει ότι το ποσό άντλησης θα κινηθεί στο ανώτερο εύρος του ποσού που έχει ανακοινώσει ο ΟΔΔΗΧ και στα 8 δισ. ευρώ, αν όχι υψηλότερα. Μετά το 15ετές, να σημειώσουμε, έχουν ήδη πέσει στο τραπέζι σενάρια για έκδοση νέου 10ετούς ομολόγου, ενώ η 7ετία και η 3ετία είναι επίσης υπό εξέταση.
Πηγή: capital.gr