Η τηλεφωνική επικοινωνία, το πρωί της Κυριακής, μεταξύ του Νίκου Παναγιωτόπουλου και του Χούλουσι Ακάρ, εστιάσθηκε -όπως μετέδιδαν κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα- στην αναζήτηση των κατάλληλων ημερομηνιών, προκειμένου να ξεκινήσουν οι συζητήσεις των τεχνικών κλιμακίων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Αυτό θα συμβεί πιθανότατα, μεταξύ 16 και 20 Φεβρουαρίου, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι ίδιες πηγές διαμήνυαν πως πρόθεση του πρωθυπουργού είναι να διατηρθούν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας με την τουρκική πλευρά ώστε:
– Να τηρηθεί το ίδιο πλαίσιο ως προς το μορατόριουμ στρατιωτικών ασκήσεων,
– Να διατηρηθεί ο ανοικτός δίαυλος επικοινωνίας των δύο πλευρών και
– Να συνεχιστεί η πολιτική αντιμετώπιση γεγονότων στρατιωτικής έντασης
Δεν έγινε γνωστό –και μάλλον δεν συνέβη– εάν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έθεσε στον ομόλογό του όσα ο τελευταίες είπε σε συνέντευξή του στη “Χουριέτ” που κυκλοφορούσε εκείνες τις ώρες. Ό,τι, δηλαδή, η Ελλάδα παραβιάζει τις συνθήκες (!) διατηρώντας στρατεύματα σε 16 νησιά του Αιγαίου.
Ούτε, φυσικά, το νέο τουρκικό σχέδιο που αποκάλυψε ο “Φιλελεύθερος” της Κύπρου για ένα κωδικοποιημένο το σενάριο οδικού χάρτη, το οποίο αναμένεται να προωθήσει η κατοχική Τουρκία μετά τις λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα, που χρονικά τοποθετούνται τον Απρίλιο.
Σενάριο που προβλέπει το “πάγωμα” των γεωτρήσεων εκατέρωθεν (!) και την σύγκληση Πενταμερούς για την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό. Επ΄ αυτού ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης απάντησε έμμεσα αλλά με σαφήνεια πως “το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου προχωρά κανονικά χωρίς προαπαιτούμενα”.
Διπλωματικές πηγές “διαβάζουν” τον τουρκικό σχεδιασμό ως μια βήμα- βήμα προσέγγιση προς μια μελλοντική “μεγάλη διαπραγμάτευση” για την ανατολική Μεσόγειο, η οποία εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει και στην συμπερίληψη και αιτιάσεων και διεκδικήσεων της Τουρκίας για το Αιγαίο.
Πέρα από το “μπάχαλο” στην κυβερνητική διαχείριση, άλλωστε, η προκλητική παρουσία του “Oruz Reis” προ ημερών στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Καστελορίζου, Κρήτης και Κύπρου αποτελεί κίνηση στο πλαίσιο του προαναφερθέντος σχεδιασμού της Άγκυρας.
Οι ίδιες πηγές θέτουν το ερώτημα εάν αρκεί η εκδήλωση της ελληνικής πρόθεσης σχετικά με την έναρξη του διαλόγου για τα ΜΟΕ, την ώρα που η Τουρκία επιχειρεί επίδειξη ισχύος και θέτει ζητήματα, όπως αυτό της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου.
Ή όταν ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν εδραιώνει την στρατηγική του “γκριζαρίσματος” αμφισβητώντας ευθέως την δυνατότητα ελληνικής παρουσίας στα Ίμια. Κάτι για το οποίο, πλην της διάψευσης του Νίκου Δένδια σε τηλεοπτική εκπομπή, καμία επίσημη ελληνική τοποθέτηση δεν υπήρξε και κανένα διάβημα προς την τουρκική πλευρά.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας τόνισε πως “η υπόθεση Χάγη είναι μακριά”. Και προφανώς έχει δίκιο. Όμως, η τακτική των “ανοικτών διαύλων” τείνει να καταλήξει σε έναν διπλωματικό “στρουθοκαμηλισμό” εάν η Ελλάδα τους επιδιώκει και η Τουρκία προσποιείται πως συζητά προς αυτή την κατεύθυνση αλλά την ίδια ώρα “επισημοποιεί” μια προκλητική ατζέντα συνεχών διεκδικήσεων και δημιουργίας τετελεσμένων.
Το τουρκολιβυκό σύμφωνο υπήρξε αναμφίβολα ένα σημείο καμπής. Απέναντι στο ετεροβαρές για την Τουρκία γεωπολιτικό σκηνικό με τη συμφωνία 3+1 και τον EastMed, η Άγκυρα έχει βάλει την επιδίωξή της να προχωρήσει σε έρευνες και γεωτρήσεις εντός ελληνικών θαλασσίων ζωνών. Η παράταση της κρίσης στη Λιβύη μετά την αποτυχία της πρώτης Διάσκεψης του Βερολίνου και η άρνηση της Γερμανίας και άλλων εταίρων να θέσουν ως προαπαιτούμενο δια οποιαδήποτε πολιτική λύση της απόρριψη της νομικά άκυρης συμφωνίας (Ερντογάν- Αλ Σάρατζ) κρατούν σε σιωπηρή ισχύ τα μνημόνια.
Η δε ανακοινωθείσα αμερικανική πρωτοβουλία για την αποκλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας δεν φαίνεται να έχει αποδόσει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ή δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί (;), ή η Τουρκία την παρακάμπτει.
Το μείζον ερώτημα είναι εάν στην παρούσα φάση η ελληνική διπλωματία διαθέτει συγκεκριμένο σχεδιασμό, τεκμηριωμένη προσέγγιση και σαφή γεωπολιτικό στόχο.
Οι “ανοικτοί δίαυλοι” επικοινωνίας είναι ένας ορθός και λογικός στόχος αλλά καταλήγει “ευχή” εφόσον το επόμενο διάστημα δεν οδηγήσουν σε ραγδαία αποκλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας. Για την ιστορία και μόνο αξίζει κανείς να υπενθυμίσει πως όταν η προηγούμενη κυβέρνηση διατηρούσε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με την τουρκική πλευρά, ήταν η Ν.Δ ως αξιωματική αντιπολίτευση που την κατηγορούσε για προχειρότητα.
Το γεγονός δε πως η κυβέρνηση δεν ενημερώνει ολοκληρωμένα τις πολιτικές δυνάμεις και δείχνει ενίοτε να “τσαλαβουτά” σε επικοινωνιακούς χειρισμούς εσωτερικής κατανάλωσης που καταλήγουν σε γκάφες προκαλεί εύλογες ανησυχίες στους πολίτες.