«Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε και τίποτα να κρύψουμε. Προχωράμε ανοιχτά στην αποτίμηση της κυβερνητικής μας θητείας και για τα επιτεύγματα και τις ιστορικές κατακτήσεις αλλά και για τις αστοχίες. Κανείς άλλος δεν το έχει τολμήσει», με αυτά τα λόγια ο Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα με πληροφορίες, στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ «έγραψε» το εισαγωγικό σημείωμα στις 32.129 λέξεις του κειμένου μέσα από το οποίο επιχειρείται μια σε βάθος αυτοκριτική και αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, τις εκλογικές νίκες του 2015 και το δημοψήφισμα, τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, το κυβερνητικό έργο, τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, τη λειτουργία του κόμματος, την εκλογική τακτική αλλά και τα μαθήματα.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των κομματικών στελεχών, επέδειξε πολιτική δύναμη και άνοιξε την πόρτα στην πλήρη αποτίμηση της κυβερνητικής του θητείας αλλά και της προετοιμασίας αυτής της προοπτικής.
Το Νewpost έχει τη συνολική εικόνα των 84ων σελίδων από το «Σχέδιο απολογισμού ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019», και μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι πρόκειται και παρά την κριτική που έχει διατυπωθεί για τη «μη αυτοκριτική» της προηγούμενης κυβέρνησης, για ένα τολμηρό με σφαιρική αποτίμηση και με ουσιαστική αυτοκριτική, κείμενο.
Το κείμενο τού απολογισμού το οποίο συνέταξαν οι κ. Γ. Δραγασάκης, Α. Μπαλτάς και Θ. Δρίτσας, που επιχειρεί έναν ολιστικό απολογισμό της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συζήτησε ενδελεχώς, χθες, η Πολιτική Γραμματεία και αφού εμπλουτιστεί μέσα από ευρύ διάλογο στην Κεντρική Επιτροπή, θα αποτελέσει ένα από τα κείμενα συζήτησης κατά τον προσυνεδριακό διάλογο στις Οργανώσεις Μελών του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα, ώστε, να κλείσει ένα κεφάλαιο εσωστρέφειας για τις ευθύνες που επιχείρησαν ομάδες και τάσεις να εργαλειοποιήσουν στον εσωκομματικό ανταγωνισμό. Ο διάλογος, πλέον, θα γίνει οργανωμένα και σε πλαίσιο που καθόρισε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στην πορεία προς το συνέδριο.
Ένα συνέδριο όπου το κόμμα σκοπεύει να αλλάξει, να μαζικοποιηθεί και να διευρυνθεί. Δεν είναι κάτι σύνηθες στην ελληνική πολιτική ζωή κατά την προσυνεδριακή πορεία να ανοίγει ένας διάλογος αυτοκριτικής, συνηθίζεται μόνο σε περιπτώσεις εκλογής νέου αρχηγού. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας δεν αμφισβητείται αλλά όπως ο ίδιος θεωρεί, στα δημοκρατικά κόμματα δεν είναι απαγορευτική η αυτοκριτική αλλά επιβεβλημένη για να καταλήξεις στο πώς θα αλλάξεις. Πρέπει να συζητήσεις γιατί έχασες, τι δεν έκανες καλά ώστε να χαράξεις την πορεία της επόμενης μέρας.
Και ακριβώς αυτό επιχειρεί το πολυσέλιδο κείμενο το οποίο «ζυγίζει» ευθύνες, δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε στον κ. Τσίπρα αλλά ούτε στους υπουργούς και στο κόμμα. Αναπτύσσει τα γεγονότα και καταλήγει σε συμπεράσματα πάντα με τον υποκειμενισμό και την ιδεολογική αφετηρία των συντακτών και όσο δεν επιτρέπει να αναπτυχθεί η εσωστρέφεια και οι άγονες αντιπαραθέσεις, άλλο τόσο δεν «κρύβει κάτω από το χαλί» τα λάθη και τις αδυναμίες.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανίζεται ως πορεία συνεχών επιτυχιών και αψεγάδιαστη αλλά με λάθη, καθυστερήσεις και αλαζονικές συμπεριφορές.
Βέβαια, ο «συνολικός ισολογισμός»-σύμφωνα με τους συγγραφείς- του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικός. Περιγράφεται μια δύσκολη πορεία-που δεν είχε εκτιμηθεί σωστά- απέναντι σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, μέρος των οποίων επιδίωκε την εκπαραθύρωσή της Ελλάδας από την Ευρώπη. Με τελική απόφαση, την υποχώρηση όταν η εναλλακτική ήταν ο τυχοδιωκτισμός του Grexit. Στη συνέχεια προσέφυγε και πάλι στον λαό και σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, οδήγησε τη χώρα στην έξοδο από τα μνημόνια.
Το πολυσέλιδο κείμενο των 10 ενοτήτων και των 32.129 λέξεων, προσφέρει τη δυνατότητα αποσπασματικά να βγάλεις τίτλους και συμπεράσματα μονοσήμαντα.
Ωστόσο, οι τίτλοι που αποδίδουν τις ευθύνες στον Βαρουφάκη ή στο 3ο μνημόνιο αδικούν το περιεχόμενο καθώς αναπτύσσεται το συνολικό πλαίσιο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που καταλήγει σε μια ολοκληρωμένη αποτίμηση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα που αναφέρεται στα αίτια της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 καθώς ως στρατηγικός παράγοντας για την απώλεια της διακυβέρνησης περιγράφεται η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Παράλληλα, ασκείται κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέδειξε αντανακλαστικά για να αντικρούσει το κεντρικό αφήγημα της ΝΔ περί ανάπτυξης, επενδύσεων και φορολογικής ελάφρυνσης, ενώ διαπιστώνεται ολιγωρία ως προς το τι σημαίνει για την Ελλάδα η «μεσαία τάξη» και ποια η θέση της σήμερα στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Επιπρόσθετα ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει ότι υποτιμήθηκε η απήχηση του αντιπολιτευτικού λόγου της Νέας Δημοκρατίας στα περί «τάξης και ασφάλειας», αλλά και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και την Μάνδρα ή ενάντια στην Συμφωνία των Πρεσπών.
Στο κείμενο απολογισμού οι συγγραφείς καταλήγουν στο ερώτημα: «Είναι η ήττα τακτική ή στρατηγική;» για να απαντήσουν ακολούθως με το εξής σκεπτικό: «…το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει μνημόνιο. Μπορεί να ήταν εμφανές σε όλους ότι αυτή είχε εξαναγκαστεί να το υπογράψει, χωρίς να συμφωνεί και χωρίς να το «υιοθετεί», μπορεί αυτό να είχε όντως ηπιότερες κοινωνικές επιπτώσεις από τα προηγούμενα, μπορεί η νέα κυβέρνηση όντως να προσπάθησε με νύχια και με δόντια να απαλύνει παλιά και νέα βάρη, μπορεί να σεβάστηκε απόλυτα τους δημοκρατικούς κανόνες και να προστάτευσε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να καλλιέργησε άλλες συμπεριφορές και άλλο δημόσιο ήθος, ή να προσέδωσε άλλο ύφος στους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά μολαταύτα υπέγραψε Μνημόνιο. Ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από τα μνημόνια».
Η αναγκαιότητα του απολογισμού
Στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η αναγκαιότητα τού απολογισμού. «Ο απολογισμός, η συλλογική αποτίμηση της δράσης μας, περιλαμβανομένης της κριτικής και της αυτοκριτικής όπου είναι αναγκαίες, οφείλει να είναι πάγιο συστατικό της λειτουργίας του κόμματος».
Αναλύονται οι παρούσες ιστορικές συνθήκες που υπερβαίνουν τη συνήθη κομματική λειτουργία και αποκτούν ευρύτερη και ιδιαίτερη σημασία. Και τούτο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, σε βραχύ χρονικό διάστημα, από μικρό αντιπολιτευτικό κόμμα της Αριστεράς εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστική δύναμη της κοινωνίας, επηρεάζοντας τις γενικότερες εξελίξεις.
Η αποτίμηση με βιωμένη την εμπειρία σε μια πυκνή διαδρομή έχει χαρακτηριστικά τομής, τομής που υπερβαίνει τα στενά κομματικά πλαίσια, καθώς αφορά, όχι μόνο το σύνολο της Αριστεράς, αλλά και ολόκληρη την πολιτική ζωή της χώρας. Αφορά επίσης και τη Διεθνή Αριστερά που προσβλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ και στην εμπειρία του για τους δικούς της σκοπούς. Γίνεται αναφορά στις συνθήκες διεθνούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, εθνικής οικονομικής χρεοκοπίας και αυτές που επέβαλε η διεθνή επιτροπεία από τους δανειστές. Επιτροπεία από την οποία απάλλαξε τη χώρα η δική μας κυβέρνηση της Αριστεράς.
Και καταλήγει ότι αυτή η αποτίμηση θα αποτελέσει γέφυρα του «πριν» με το «μετά», της συσσωρευμένης εμπειρίας και γνώσης με την προοπτική. Αποτελεί επομένως βάση για να σχεδιάσουμε την πορεία μας, να ανασυγκροτήσουμε σε ακόμη πιο στέρεες βάσεις τις κοινωνικές συμμαχίες μας στις νέες συνθήκες και να οργανώσουμε τη δράση μας για μια νέα νίκη του λαού μας και της Αριστεράς.
Τι απολογισμό χρειαζόμαστε
Η αυτοκριτική ή απολογισμός συζητήθηκε πολύ μετά τις εκλογές και μάλιστα έγινε και πεδίο σύγκρουσης. Στο ερώτημα, τι απολογισμό χρειαζόμαστε;
Η απάντηση που δίνεται, είναι ότι ο απολογισμός που χρειάζεται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αποτελεί ιστορικό αφήγημα δικαίωσης ή αφορισμών. Αντίθετα, απαιτείται ψύχραιμη συλλογική αποτίμηση με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Είναι συνεπώς αναγκαίος ένας σφαιρικός και πολυεπίπεδος απολογισμός που οφείλει να καλύπτει όλες τις διαστάσεις της εμπειρίας των τελευταίων χρόνων, δηλαδή:
– Απολογισμός του κυβερνητικού έργου και όσων συνδέονται με αυτό.
– Απολογισμός της δράσης του κόμματος, κυρίως από το ιδρυτικό συνέδριο (2013) μέχρι σήμερα.
– Απολογισμός από τη σκοπιά των όρων ηγεμονίας, δηλαδή της γενικότερης επιρροής των ιδεών και των θέσεων της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία.
Διεθνής περίγυρος 2012-2019: δυνατότητες και όρια
Στη συνέχεια γίνεται μια περιγραφή των διεθνών συνθηκών και της θέσης της Ελλάδας, μιας χώρας της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η πολιτική της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης είναι υποχρεωμένη να χαράσσεται και κινείται σε άμεση συνάρτηση με τις συνθήκες που διαμορφώνει αυτή η συμμετοχή. Ταυτόχρονα, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση εντάσσονται στο ευρύτατο γεωπολιτικό πλαίσιο του πλανήτη, πλαίσιο που χαρακτηρίζεται, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, όχι μόνον από την προϊούσα κλιματική κρίση, αλλά και από εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, τοπικούς πολέμους, πρωτόγνωρες προσφυγικές και μεταναστευστικές ροές και βεβαίως τις πολύμορφες αντιστάσεις των λαών.
Περιγράφονται οι κυρίαρχες δυνάμεις που διαμορφώνουν το πλαίσιο κατά την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε, αλλά και πριν και μετά. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης μορφής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ή καπιταλισμού, δηλαδή, μονολεκτικά, του νεοφιλελευθερισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιμετωπίσει ένα εξαιρετικά δυσμενές πεδίο πολιτικών συσχετισμών.
Αν και η νίκη του του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τη μόνη νίκη που έφερε την Αριστερά στην κυβέρνηση από την άλλη πλευρά, οι συντηρητικές δυνάμεις, καθώς και πολλές δυνάμεις της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, θορυβήθηκαν και βρέθηκαν απέναντι. Αντιμετωπίστηκε ως «ιός» μπορούσε να επεκταθεί ανεξέλεγκτα και να θέσει σε κίνδυνο την κυριαρχία τους. Κατά συνέπεια, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να αντιμετωπιστεί με μεγάλη επιφυλακτικότητα, αν όχι με απροσχημάτιστη εχθρότητα.
Ωστόσο μετά το δημοψήφισμα, την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, την αποχώρηση ενός τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αρκετά από τα μέχρι τότε δεδομένα μεταβλήθηκαν. Ο επώδυνος συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε ευλόγως μορφές σύγχυσης στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή Αριστερά. Οι περισσότερες οργανωμένες δυνάμεις της προσπάθησαν να κατανοήσουν τους όρους, τις ανάγκες και τους συσχετισμούς που είχαν οδηγήσει εκεί και συνέχισαν να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τη νέα κυβέρνησή του.
Μέσα σε αυτήν τη δύσκολη πορεία και σε ένα εχθρικό διεθνές περιβάλλον που περιγράφεται στο κείμενο αναφέρονται ολιγωρίες και σφάλματα. Αυτά εντοπίζονται κυρίως σε θέματα εκτίμησης και θέματα συντονισμού:
Πρώτον, ιδιαίτερα κατά την πορεία της διαπραγμάτευσης, δεν αποτιμήθηκαν σωστά ούτε έτυχαν επαρκούς επεξεργασίας οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.
Δεύτερον, δεν εκτιμήθηκε επακριβώς ότι, κυρίως μετά το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί αποτελεσματικά για την περίπτωση «πιστωτικού επεισοδίου» σε βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεωκοπίας της.
Τρίτον, από κάποιες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι η Ρωσία ίσως και η Κίνα θα συνέβαλαν και πολιτικά και οικονομικά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να απεμπλέξει τη χώρα από τα δεσμά των μνημονίων και κατ’ επέκτασιν από το ευρώ. Ούτε η μία ούτε η άλλη ήταν διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν στρατηγικά συμφέροντα προχωρώντας σε αποφασιστικές πράξεις συμπαράστασης. Έτσι ή αλλιώς πάντως, αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν σχετικά γρήγορα, έχοντας μολαταύτα συμβάλει στην εκπομπή ενός διφορούμενου στίγματος από την πλευρά της χώρας.
Τέταρτον, είχαν επίσης καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν μοντέλα και πρακτικές απεμπλοκής από οικονομικούς καταναγκασμούς που φαίνονταν να είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά σε άλλες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Όμως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες είναι ριζικά διαφορετικές σε πολλά επίπεδα.
Πέμπτον, η εμπλοκή με τους ΑΝΕΛ μετά τη συμφωνία των Πρεσπών απέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του από το να εκλαϊκεύσει πλατιά, να εξηγήσει και να υπερασπίσει τη συμφωνία σε σχέση με την αναγκαία βαλκανική και ευρύτερα ευρωπαϊκή πολιτική κυβέρνησης και κόμματος και κυρίως απέναντι στις εθνικιστικές επιθέσεις εναντίον της. Ο χρόνος που χάθηκε ήταν πολύτιμος και πληρώθηκε με τον τρόπο του στις τελευταίες εκλογές. Ο συντονισμός κυβέρνησης και κόμματος σε συνάρτηση με τους διακριτούς ρόλους των δύο υπήρξε εδώ σχεδόν ανύπαρκτος.
Γιατί νικήσαμε -Τι κερδίσαμε και τι όχι
Η διαπίστωση είναι ότι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία μπορεί άρχισε να αυξάνει δυναμικά κυρίως από τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται οι κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στις επιταγές των μνημονίων, ωστόσο, «η τολμηρή δήλωση του προέδρου του τις παραμονές των εκλογών του 2012, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος και πρόθυμος να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες», πόλωσε την ψήφο και εκτίναξε τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ από το περίπου 4% στο περίπου 17%, αναδεικνύοντάς τον σε αξιωματική αντιπολίτευση. Οι δυνάμεις του παραδοσιακού δικομματισμού υπέστησαν βαριά ήττα ενώ οι δυνάμεις της άλλης Αριστεράς κατέγραψαν επίσης σημαντική άνοδο.
Οι συντάκτες απαντούν και για τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ που συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. «Το μεν ΚΚΕ για δικούς του λόγους, οι δε ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ μέσω της συγκρότησης, με την καθοριστική και πάλι συνδρομή των ΜΜΕ, ενός άτυπου αλλά εξαιρετικά σκληρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου».
Αναφορικά με το δημοψήφισμα και την κριτική που ασκείται σχετικά με τη «κωλοτούμπα» η απάντηση που διατυπώνεται είναι ότι δεν έθετε το ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ». Αλλά ζητούσε τη λαϊκή αποδοκιμασία του απαράδεκτου σχεδίου που οι δανειστές είχαν θέσει στην κυβέρνηση. Άρα δημοψήφισμα για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης. Η νίκη του «Όχι» με ποσοστό μεγαλύτερο του 61% λειτούργησε ως διαπραγματευτικό όπλο. Παρά την σχεδόν ανεξέλεγκτη οργή που δημιούργησε σε πολλούς τόσο η διεξαγωγή όσο και το αποτέλεσμά του. Ενώ η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό –αφού όχι μόνο το μνημόνιο δεν καταργήθηκε αλλά υπογράφηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό– αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 με το ίδιο σχεδόν ποσοστό. Οι ψήφοι ήταν λιγότεροι, η αποχή μεγαλύτερη και ίσως η σύνθεση των ψηφοφόρων ελαφρά διαφορετική, αλλά ωστόσο νίκησε.
Γιατί ηττηθήκαμε -Τι κάναμε λάθος – Είναι η ήττα τακτική ή στρατηγική;
Στο πιο κρίσιμο κεφάλαιο αναζητούνται οι ευθύνες και τα λάθη αλλά γίνεται και διάκριση μιας πολιτικής ήττας που μπορεί να αποδοθεί σε αίτια αφενός στρατηγικού και αφ’ ετέρου τακτικού χαρακτήρα. Η αναφορά για το στρατηγικό αίτιο της ήττας γίνεται με ιδιαίτερα προσεχτική διατύπωση: «Τα αίτια στρατηγικού χαρακτήρα συνιστούν το πλαίσιο όπου αναφύονται τα αίτια τακτικού χαρακτήρα με τα δύο να αλληλοεπιδρούν και να αλληλοενισχύονται. Εν προκειμένω, το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει μνημόνιο».
Σε άλλο σημείο ασκείται κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέδειξε αντανακλαστικά για να αντικρούσει το κεντρικό αφήγημα της ΝΔ, «Επίσης, το κεντρικό «αφήγημα» της ΝΔ περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική». Ενώ διαπιστώνεται ολιγωρία ως προς το τί σημαίνει για την Ελλάδα η «μεσαία τάξη», «Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η σχετική ολιγωρία που επιδείξαμε ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη», ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιες είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιες οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Τονίζεται ότι υποτιμήθηκε η απήχηση του αντιπολιτευτικού λόγου της Νέας Δημοκρατίας στα περί «τάξης και ασφάλειας», αλλά και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και την Μάνδρα ή ενάντια στην Συμφωνία των Πρεσπών: «Επιπρόσθετα, υποτιμήσαμε την απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων».
Εκτός από του στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές που οδήγησαν στην πολιτική ήττα του Ιουλίου 2019, υπήρξαν και οι λανθασμένες τακτικές κινήσεις, «Έτσι, οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων». Με αποτέλεσμα, «όχι απλώς να δημιουργήσει σύγχυση κριτηρίων, αλλά κυρίως να συνενώσει στις τρεις κάλπες την έκφραση γενικότερης αποδοκιμασίας της κυβέρνησης».
Παράλληλα, διατυπώνονται αιχμές για τη λειτουργία του κόμματος, «Η ήττα στις δημοτικές εκλογές ανέδειξε ανεπάρκειες κυρίως του κόμματος. Σε συνδυασμό με μια γενικότερη τάση υποτίμησης της σημασίας των δημοτικών εκλογών και με μορφές προχειρότητας ως προς τους τρόπους επιλογής –και την καθαυτή επιλογή– των υποψηφίων».
Επισημαίνονται τα λάθη στην προεκλογική εκστρατεία στις εθνικής εκλογές: «επικεντρώθηκε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής μας. Έλειπε, με άλλα λόγια, η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος». Και για τις προεκλογικές παροχές: «Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων».
Σχετικά με το αποτέλεσμα καταλήγει στο συμπέρασμα: «Μια τέτοια στάση καθιστά πασιφανές ότι το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα».
Απολογισμός προετοιμασίας: τομείς και επίπεδο προετοιμασίας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο που αφιερώνεται στην προετοιμασία και στην επεξεργασία «σεναρίων», σε πολιτικό χρόνο που με ταχύτατους ρυθμούς. Κατά την πυκνή περίοδο μεταξύ 2012 και 2015.
«Ενώ κατά την προετοιμασία του προγράμματος με την παράλληλη αξιοποίηση στελεχών και υπήρξε σημαντική κινητοποίηση κομματικών και ευρύτερων δυνάμεων και παρήχθη σημαντικό έργο –ακόμη και βασική προετοιμασία για τον έγκαιρο σχηματισμό κυβέρνησης– μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, δεν υπήρξε ανάλογη προετοιμασία στο πεδίο της διαπραγμάτευσης ή στη χάραξη συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής ανά τομέα κυβερνητικής ευθύνης. Ούτε προετοιμασία για την ενίσχυση του κόμματος στις νέες συνθήκες ή για τους τρόπους οικοδόμησης κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών εντός και εκτός της χώρας». Ενώ υπήρξαν και σημάδια κυβερνητισμού: «Την περίοδο της προετοιμασίας, αλλά και κατά τα πρώτα στάδια της διακυβέρνησης, δεν αντιμετωπίστηκαν συλλογικά και αποφασιστικά απόψεις που υποτιμούσαν την ανάγκη προετοιμασίας, χαρακτηρίζοντάς την συχνά ως «κυβερνητισμό». Ακόμη και εμπεριστατωμένη προεργασία σε μερικούς τομείς κυβερνητικού έργου δεν αξιοποιήθηκε λόγω μιας τέτοιας λογικής».
Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε σωστή εκτίμηση των συσχετισμών με την Ευρώπη και τους δανειστές, οι τελευταίοι δεν αποτιμήθηκαν σωστά κατά τη συγκεκριμένη στιγμή της εκλογικής νίκης. Ενώ διαψευστήκαν οι προσδοκίες για παράλληλες νίκες αριστερών δυνάμεων σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης δεν επιβεβαιώθηκαν στο συγκεκριμένο χρόνο, δηλαδή όταν για μας ήταν αναγκαίες.
Παράλληλα, δεν είχαν αξιολογηθεί επαρκώς τα μέτρα και οι σχετικές προσαρμογές σε ό,τι αφορά τη θωράκιση του ευρωσυστήματος που έλαβαν χώρα μετά το 2012 ούτε η δήλωση Ντράγκι ότι θα πράξει «ό,τι χρειαστεί» για τη διάσωση του ευρώ. Το έλλειμμα μιας τέτοιας αξιολόγησης επέτρεψε να καλλιεργηθεί σε ορισμένα τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ η αυταπάτη περί της αποτελεσματικότητας ενός «εκβιασμού», με όπλο την απειλή κατά της σταθερότητας του ευρώ και της ευρωζώνης.
Στη συνέχεια γίνεται περιγραφή των συνθηκών μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όταν και κλήθηκε να διαπραγματευθεί με τους δανειστές.
Γίνεται καταγραφή των λαθών: «Λάθη βεβαίως συλλογικά, αλλά ως προς τα οποία, και σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο της αρχικής διαπραγμάτευσης, δεν δικαιούμαστε να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε υπουργό Οικονομικών. Υπό το φως μιας ειδικού τύπου δικής του υπερεπένδυσης στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, φάνηκε τότε σαν να υποτιμούσαμε όλοι μαζί την ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα, να ανοίγαμε μέτωπα εκεί που δεν χρειάζονταν, να υπερτιμούσαμε την ισχύ σχετικά αφηρημένων ιδεών ή γενικών θεωρητικών σχημάτων έναντι επεξεργασμένων επιχειρημάτων επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, υποτιμώντας έτσι την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά, να μη συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη –και κάποτε καυγά– μεταξύ αφηρημένων ιδεών.
Επιπλέον, δεν διαγνώσαμε με επάρκεια τους όρους που συνδέουν τα διαφορετικά επίπεδα της διαπραγμάτευσης: ούτε όλα τα προβλήματα μπορούσαν να λυθούν απευθείας στο πολιτικό επίπεδο, όπως κάποιες φορές επιδιώξαμε, ούτε η «τεχνοκρατική» συζήτηση στα κλιμάκια είναι μικρής σημασίας ούτε τα δύο είναι αυτονομημένα μεταξύ τους».
Το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το κείμενο παρά τα λάθη, είναι θετικό:
1. Ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή
Το 3ο μνημόνιο προέβλεπε σημαντική μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε σχέση με το 2ο μνημόνιο και την πρόταση Γιούνκερ που το συμπύκνωνε. Συγκεκριμένα, η νέα συμφωνία προέβλεπε ότι οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο 2015 – 2018 (0,25% το 2015, 0,50% το 2016, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018 και εξής, μέχρι να επανεξεταστεί το θέμα) είναι αθροιστικά μικρότεροι κατά περίπου 11% του ΑΕΠ σε σχέση με εκείνους που προέβλεπε το 2ο μνημόνιο. Με την αποδοχή του μέιλ Χαρδούβελη που λέγαμε, το 2ο μνημόνιο έθετε στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων 3% για το 2015, 4,5% για το 2016 και το 2017 και 4,2% για το 2018). Έτσι, για την τετραετία 2015 – 2018, ο συνολικός στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα κατά τη νέα συμφωνία διαμορφωνόταν περίπου στα 10 δισ. ευρώ ενώ, κατά το 2ο μνημόνιο, ο στόχος διαμορφωνόταν για το ίδιο διάστημα σε πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 30 δισ. Καθώς τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν ανακυκλώνονται στην οικονομία, αλλά προορίζονται για την αποπληρωμή τόκων και χρέους, τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία διέσωσε από αφαίμαξη περίπου 20 δισ. ευρώ. Ποσόν καθόλου ευκαταφρόνητο.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε την κεφαλαιουχική ενίσχυση των τραπεζών, διασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα και την αποκατάσταση της τραπεζικής πίστης. Ταυτόχρονα απομακρυνόταν οριστικά ο κίνδυνος για «κούρεμα» καταθέσεων, όπως προέβλεπε η κοινοτική οδηγία για ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών μετά την 01.01.2016.
2. Ρύθμιση του χρέους
Μολονότι δεν επιτεύχθηκε μια βασική επιδίωξή μας, δηλαδή η συνάρτηση της αποπληρωμής του χρέους με θεσμοθέτηση ρήτρας ανάπτυξης –λόγω άρνησης της Γερμανίας και παρά τη στήριξη της Γαλλίας– στο 3ο μνημόνιο διατυπώνεται ρητά η εκτίμηση ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και καταγράφεται ο οδικός χάρτης για τις χρονικά προσδιορισμένες παρεμβάσεις που θα το ρυθμίσουν. Τα βήματα που προβλέπονταν υλοποιήθηκαν κατά γράμμα μέχρι τη λήξη της δανειακής σύμβασης τον Αύγουστο του 2018, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους τουλάχιστον μέχρι και το 2032.
3. Στήριξη της κοινωνίας και τερματισμός της «εσωτερικής υποτίμησης»
Σε αρκετά σημεία, η διαπραγμάτευση της συμφωνίας οδήγησε στην ενσωμάτωση στο κείμενό της σημαντικών μέτρων ανακούφισης της κοινωνίας από τις συνέπειες της κρίσης.
4. Ενσωμάτωση προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ
Σε αρκετά σημεία, οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν στην ενσωμάτωση στο κείμενο της συμφωνίας διαχρονικών προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: newpost.gr