Η επιστημονική κοινότητα, αλλά και η κοινωνία γενικότερα, πρέπει να ενεργοποιηθούν και να δεσμευθούν ότι θα βοηθήσουν, ώστε να δοθεί ένα τέλος στον στιγματισμό των παχύσαρκων ανθρώπων. Τη σχετική έκκληση απευθύνουν περισσότεροι από 100 ειδικοί, καθώς επίσης ιατρικοί και επιστημονικοί οργανισμοί από όλο τον κόσμο, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Παχυσαρκίας. Όπως αναφέρουν, οι αντιεπιστημονικές δημόσιες προσεγγίσεις της παχυσαρκίας αποτελούν βασική αιτία για το στίγμα που τη συνοδεύει, γι’ αυτό ζητούν κατάλληλες πολιτικές και νομοθετικές επεμβάσεις που θα αποτρέπουν τις διακρίσεις σε βάρος των ανθρώπων με βάση το βάρος τους.
Η κοινή δήλωση, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», με επικεφαλής τον καθηγητή βαριατρικής και μεταβολικής χειρουργικής Φρανσέσκο Ρουμπίνο του Βασιλικού Κολλεγίου (King’s) του Λονδίνου, επισημαίνει ότι το στίγμα της παχυσαρκίας μπορεί να προκαλέσει τόσο σωματική όσο και ψυχική βλάβη, καθώς οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζονται ως μαλθακοί, άπληστοι, άβουλοι και χωρίς αυτοπειθαρχία άνθρωποι, με συνέπεια να υφίστανται διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον, στη μόρφωση τους και στην παροχή υπηρεσιών υγείας.
«Το στίγμα του βάρους συνιστά πρόβλημα δημόσιας υγείας, υποσκάπτει τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα και αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη μάχη κατά της επιδημίας της παχυσαρκίας. Ο στόχος της πρωτοβουλίας μας ήταν να συγκεντρώσουμε μια ευρεία ομάδα ειδικών και επιστημονικών οργανισμών, ώστε για πρώτη φορά να μιλήσουμε με μία φωνή και να καταδικάσουμε απερίφραστα το στίγμα του βάρους, εκθέτοντας τις παρανοήσεις που συμβάλλουν σε αυτό», δήλωσε ο δρ Ρουμπίνο.
Η κοινή επιστημονική έκκληση τονίζει ότι «το κοινωνικό στίγμα βασίζεται σε μια τυπικά αναπόδεικτη υπόθεση πως η παχυσαρκία πηγάζει πρωτίστως από μια έλλειψη αυτοπειθαρχίας και προσωπικής ευθύνης. Αυτό όμως δεν συνάδει με τις τρέχουσες επιστημονικές ενδείξεις ότι η ρύθμιση του βάρους του σώματος δεν βρίσκεται πλήρως στον εθελοντικό έλεγχο (του ανθρώπου) και ότι βιολογικοί, γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην παχυσαρκία».
Οι ειδικοί ζητούν επίσης από τα μέσα ενημέρωσης να παρουσιάζουν την παχυσαρκία με ισορροπημένο και επιστημονικά ακριβή τρόπο, χωρίς να προάγουν το στίγμα. «Η ιστορία μας δείχνει παραδείγματα όπως η πανώλη, η χολέρα και το HIV/AIDS ότι το στίγμα μπορεί να δυσκολέψει τις προσπάθειες δημόσιας υγείας να τεθεί υπό έλεγχο μια επιδημία», ανέφερε ο Ρουμπίνο.
Από τη δική του πλευρά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) επισημαίνει ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1975 έως σήμερα, ενώ η αύξηση ειδικά στα παιδιά και στους εφήβους είναι ακόμη μεγαλύτερη (σχεδόν πενταπλασιασμός). Τονίζει ότι η παχυσαρκία αφορά όλες τις ηλικίες και όλες τις κοινωνικές ομάδες σε όλες τις χώρες, πλούσιες και φτωχές, αποτελώντας παράγοντα κινδύνου για διάφορες παθήσεις, όπως διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακή νόσο, υπέρταση, καρκίνο κ.α.
Ο ΠΟΥ υπογραμμίζει ότι «οι άνθρωποι με παχυσαρκία συνεχώς κατηγορούνται και ντροπιάζονται επειδή πολλοί -μεταξύ άλλων γιατροί και δημόσιοι λειτουργοί- δεν κατανοούν πλήρως τις ριζικές αιτίες της παχυσαρκίας, που συχνά είναι ένα πολύπλοκο μίγμα παραγόντων σχετικών με τη διατροφή, τον τρόπο ζωής, το γενετικό υπόβαθρο, καθώς επίσης κοινωνικοπολιτισμικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Είναι η ώρα να σπάσουμε τον κύκλο της ντροπής και της κατηγορίας και να επαναξιολογήσουμε την προσέγγιση μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πολύπλοκο παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας».
Ο ΠΟΥ προτείνει, μεταξύ άλλων, να περιοριστεί το μάρκετινγκ με στόχο τα παιδιά τροφών και ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη, ζάχαρη και αλάτι, καθώς επίσης να βελτιωθεί η πρόσβαση σε φθηνό υγιεινό φαγητό. Παράλληλα, στις πόλεις πρέπει να δημιουργηθούν περισσότεροι χώροι για ασφαλές περπάτημα, ποδήλατο και αναψυχή, ενώ τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο από μικρή ηλικία τις υγιεινές συνήθειες.