Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, στις 14.56, για 15 μόλις δευτερόλεπτα, η Αθήνα και όλο το λεκανοπέδιο σείονται και παγώνουν από τον τρόμο. Οταν ο τρόμος και η σκόνη του μεγάλου σεισμού υποχωρούν, εκατομμύρια άνθρωποι ταυτόχρονα προσπαθούν να επικοινωνήσουν ή να φτάσουν στους δικούς τους.
Οι τηλεπικοινωνίες νεκρώνουν, οι δρόμοι μποτιλιάρονται, οι άνθρωποι αγωνιούν, οι αρχές χάνουν τον έλεγχο. Η Σοφοκλέους, όπου η έδρα του τότε Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, ΧΑΑ, μετέπειτα απλώς Χ.Α., είναι ίσως το μόνο μέρος στην πρωτεύουσα που μοιάζει να είναι «θωρακισμένο» και απόλυτα προστατευμένο ακόμη και από τα καταστροφικά ξεσπάσματα της φύσης.
Αυτήν την εφιαλτική μέρα για την Αθήνα και όλη τη χώρα, που άφησε πίσω της 145 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και περίπου 2.000 αστέγους, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου έκλεισε με άνοδο 1,48% και έναν τζίρο 15 δισ. δραχμών, περίπου 44 εκατ. ευρώ.
Για τις επόμενες 10 μέρες, και μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου, ενώ το πανελλήνιο αγωνιούσε -έστω και μέσω τηλεόρασης- για ζωή κάτω από τα ερείπια, η «φυλή» του Χρηματιστηρίου ζούσε στο δικό της παράλληλο σύμπαν: ο γενικός δείκτης τιμών κέρδιζε κάθε μέρα από 0,5% έως 5%, για να φτάσει στις 17/9/1999 στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, στις 6.355 μονάδες. Ενδεχομένως είχε πάρει τοις μετρητοίς το δόγμα της απληστίας: «Οταν βλέπεις αίμα, αγόραζε, αγόραζε, αγόραζε!»
Ο κορονοϊός και τα συμπτώματά του δεν επιφυλάσσουν βέβαια αιματηρό θέαμα, ωστόσο το ξέσπασμα της επιδημίας έφερε για ακόμη μια φορά στο προσκήνιο την προβληματική σχέση των χρηματιστηριακών αγορών με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, την εξωφρενική αυτονόμησή τους απ’ αυτήν. Τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, μέσα σε δύο εβδομάδες, κατέρρευσαν ή εκτοξεύτηκαν αρκετές φορές, σε μια φρενίτιδα υπεραντίδρασης σε «ειδήσεις» ή απλούς «φόβους» για το ντόμινο παρενεργειών της επιδημίας.
Τη μια στιγμή η πληροφορία για την πρόθεση των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών και των μεγάλων διεθνών οργανισμών να δράσουν συντονισμένα ώστε να προστατέψουν τις οικονομίες επιδοκιμάζεται με ενθουσιώδη άνοδο των μετοχών. Την αμέσως επόμενη στιγμή, όταν η πρόθεση γίνεται πράξη και η FED, για παράδειγμα, μειώνει τα επιτόκια, ενώ το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα υπόσχονται δισεκατομμύρια φτηνού δανεισμού, η Wall Street καταρρέει, παίρνοντας κι άλλες αγορές στον λαιμό της.
Η σχέση αιτίου-αιτιατού κλονίζεται, ο ελάχιστος δεσμός με τον ορθολογισμό σπάει και το χρηματιστηριακό καζίνο λειτουργεί ως μεγεθυντής και επιταχυντής μιας νέας κρίσης, τροφοδοτούμενης από την επιδημία που είναι μεν πιθανή, αλλά όχι αναπόφευκτη και ανεξέλεγκτη.
Σ’ αυτήν την παγκόσμια αγορά αδρεναλίνης, όπου τα πιο εμπορεύσιμα αγαθά δεν είναι οι μετοχές, τα ομόλογα ή τα παράγωγα, αλλά ο φόβος κι η ανακούφιση, το ελληνικό Χρηματιστήριο βρίσκεται πιο ευάλωτο από οποιοδήποτε άλλο. Παρά το γεγονός ότι το 2019 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής αποδόσεων, με άνοδο του Γενικού Δείκτη κατά 48% σε έναν χρόνο, παραμένει μια αδύναμη και περιφερειακή αγορά που δεν έχει συνέλθει ούτε από τη συντριβή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Ούτε πολύ περισσότερο από το εκκωφαντικό σκάσιμο της φούσκας του 1999, που όσο εντυπωσιακά προσέλκυσε κατά εκατοντάδες χιλιάδες τους επενδυτικά αδαείς Νεοέλληνες στο ελληνικό «παρταόλα», τόσο δραματικά, μαζικά και μάλλον οριστικά τους απώθησε, καθιστώντας το χρηματιστηριακό παίγνιο συνώνυμο του σκανδάλου. Η προσπάθεια του Χ.Α. να απαλλαγεί απ’ αυτή τη «ρετσινιά» με μηχανισμούς διαφάνειας και στοιχειώδους ανάκτησης της εμπιστοσύνης ενός ευρύτερου επενδυτικού κοινού για ακόμη μια φορά προσκρούει στον μυστικισμό των απρόβλεπτων αγορών…
«Αναμενόμενη η υπερευαισθησία των επενδυτών του Χ.Α.»
● Μέσα σε μία εβδομάδα το Χ.Α. έχασε το 20% της αξίας του, σχεδόν το μισό της ανόδου μιας ολόκληρης χρονιάς που το ανάδειξε στην κορυφή των παγκόσμιων αποδόσεων. Πού αποδίδετε την υπερευαισθησία του ελληνικού Χρηματιστηρίου;
● Είναι ανεπανόρθωτο το τραύμα του 1999; Τι κρατά μακριά από το Χ.Α. την τεράστια πλειονότητα των πολιτών;
● Από τις ακραίες αντιδράσεις των αγορών στην επιδημία του κορονοϊού δίνεται η εντύπωση ότι τα μαθήματα της κρίσης του 2008 δεν έχουν αφήσει κανένα δίχτυ ασφαλείας, η οικονομία παραμένει εκτεθειμένη στις ακραίες διακυμάνσεις του χρηματιστηριακού καζίνου. Ισχύει ή πιστεύετε ότι υπάρχουν πια επαρκείς μηχανισμοί και θεσμοί προστασίας των ανυποψίαστων επενδυτών;
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η συνθετική απάντηση του κ. Λαζαρίδη στα ερωτήματά μας:
Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Χ.Α. και οι περαιτέρω εκτιμήσεις γίνονται υπό το πρίσμα των διεθνών και εγχώριων εξελίξεων. Η περυσινή άνοδος ήταν απόρροια της έντονης συμπίεσης κατά την περίοδο της κρίσης, κρίση που δικαιολογεί ευθέως μεγαλύτερη μεταβλητότητα, δηλαδή εντονότερες θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις σε γεγονότα που επηρεάζουν άμεσα την παγκόσμια οικονομία.
Κατά συνέπεια, θα ήταν άδικο να μη χαρακτηρίσουμε ως λογική –και σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη– την «υπερευαισθησία» που πρόσφατα επέδειξε το επενδυτικό κοινό. Σημειώνεται εμφατικά, πάντως, ότι τη Δευτέρα 24/2 –ημέρα της μεγάλης πτώσης– οι ξένοι επενδυτές ήσαν αγοραστές, όπως και ότι την Τρίτη η ελληνική αγορά αντέδρασε θετικά, σε αντίθεση με τις άλλες αγορές.
Το Χρηματιστήριο αποτελεί βασικό όχημα για τις ανάγκες άντλησης κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και την τοποθέτηση αποταμιευτών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σημαντικές δομικές αλλαγές, αποτέλεσμα τόσο της τεχνολογικής επανάστασης όσο και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, τόσο οι εξάρσεις όσο και η αυξημένη μεταβλητότητα είναι αναπόφευκτες.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, την τελευταία εικοσαετία ζήσαμε σε παγκόσμιο επίπεδο τρεις έντονες φάσεις εξάρσεων και αντίστοιχων κρίσεων, όλες στη διαδικασία αφομοίωσης από την παγκόσμια οικονομία των δομικών εξελίξεων: η πρώτη ήταν το 1999 με το dot.com, ακολούθησε η επόμενη, το 2007, που κορυφώθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, και σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη άλλη μια έντονη περίοδος, με τον γνωστό-άγνωστο ακόμα κορονοϊό να διαταράσσει το παγκόσμιο οικονομικό –και όχι μόνο– κλίμα. Είναι κρίσιμο να απεγκλωβιστούμε από τις τοπικές εκφάνσεις αυτών των εξάρσεων, εστιάζοντας στις ευχέρειες επαναπροσδιορισμού του μέλλοντος της ελληνικής οικονομίας.
Οι κρίσιμες περίοδοι των δομικών αλλαγών, με σημαντική επίπτωση στον παραγωγικό ιστό των οικονομιών, προκαλούν πάντα σοβαρές αναταράξεις, δημιουργώντας όμως ταυτόχρονα και εξίσου σημαντικές ευκαιρίες.
Αντί λοιπόν να εστιάσουμε πάνω από την καρδάρα με το μισοχυμένο γάλα, ας δούμε την ευκαιρία να στοχοπροσηλωθούμε στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών.
Η παλινόρθωση της παγκόσμιας φούσκας και η ελληνική εξαίρεση
Στη διάρκεια της αναταραχής που προκάλεσε η επιδημία του κορονοϊού υπολογίζεται ότι χάθηκε αξία τουλάχιστον 5 τρισ. δολαρίων από μετοχές, εταιρικά ομόλογα και παράγωγα προϊόντα.
Παρότι το «ταξίδι» του χρήματος από τη μια αγορά στην άλλη -από τις μετοχές στα ομόλογα ή τα νομίσματα, από τις άυλες αξίες στον χρυσό και τα εμπορεύματα- είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματικό και κινείται στα συγκοινωνούντα δοχεία του διεθνούς «καζίνου», η απώλεια 5 τρισ. σε λίγες μέρες είναι τεράστια για την παγκόσμια αγορά μετοχών, με συνολική κεφαλαιοποίηση 74 τρισ. δολαρίων, που τη μοιράζονται περίπου 51.000 τίτλοι σε 250 αγορές στις πέντε ηπείρους.
Η νέα διαταραχή υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να συμβαίνει. Γιατί -υποτίθεται πάντα- έχει προηγηθεί η κρίση του 2008, γιατί έχουμε δει ή διαβάσει το «Μεγάλο σορτάρισμα», γιατί οι ηγεσίες της προηγούμενης δεκαετίας υποσχέθηκαν να βάλουν φραγμούς στη χρηματιστική κερδοσκοπία.
Πλην όμως η φούσκα είναι πάλι εδώ και γενναιόδωρα χρηματοδοτημένη από τις κεντρικές τράπεζες. Μεγάλο μέρος των τρισ. ποσοτικής χαλάρωσης για να ξεπεραστεί η ύφεση όχι μόνο δεν επενδύθηκε, αλλά «παρκαρίστηκε» στα αποθεματικά μεγάλων επιχειρήσεων ή «παίχτηκε» στον τζόγο.
Απόδειξη η κραυγαλέα αναντιστοιχία ανάμεσα στη μέτρια πορεία των μεγαλύτερων οικονομιών, με πρώτη την αμερικανική, και την εκρηκτική άνοδο των χρηματιστηρίων τους. Στη Wall Street, ο Dow Jones έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί από το χαμηλό των 8.300 μονάδων του 2009, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση του αμερικανικού χρηματιστηρίου έφτασε τα 30 τρισ. δολάρια, 50% πάνω από το αμερικανικό ΑΕΠ, το οποίο ανέκαμψε μεν, αλλά δεν αυξήθηκε πάνω από 20% στα 11 χρόνια που μεσολάβησαν.
Ανάλογη αναντιστοιχία υπάρχει στις επιδόσεις του γερμανικού, του γαλλικού, του βρετανικού και του ιαπωνικού χρηματιστηρίου. Οι βασικοί τους δείκτες διπλασιάστηκαν ή τριπλασιάστηκαν από το 2009, ενώ οι οικονομίες τους μεγεθύνθηκαν το πολύ κατά 20% το ίδιο διάστημα. Και το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες αναδυόμενες αγορές, στις οποίες συγκαταλέγεται από το 2013 και η ελληνική, εν είδει «τιμωρίας» για την κρίση χρέους.
Πηγή: Efsyn.gr Γιάννης Κιμπουρόπουλος