“Οι πανδημίες πάντοτε απειλούσαν την ανθρωπότητα περισσότερο κι από τους πολέμους”, επισημαίνει ο Ίαν Γκόλντιν, ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που είχε προειδοποιήσει ήδη από το 2015 στο βιβλίο του “The Butterfly defect” (To ελάττωμα/αποδήμηση της πεταλούδας) για τους συστημικούς κινδύνους που κυοφορούνται σε έναν αλληεξαρτώμενο κόσμο κι ιδίως γι’ αυτόν μίας πανδημίας.
Τα κράτη “δεν υπολόγισαν αυτόν τον κίνδυνο”, “ξοδεύουμε υπερβολικά για τους στρατούς μας σε σύγκριση με αυτά που δίνουμε στο σύστημα υγείας”, το οποίο στα χρόνια της λιτότητας υποχρηματοδοτήθηκε, τονίζει ο Γκόλντιν σε συνέντευξή του στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Η παγκοσμιοποίηση, ναι μεν έφερε ευημερία σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά στον τομέα της υγείας μεταφράσθηκε σε υπερσυγκέντρωση πληθυσμού σε γιγαντούμενα αστικά κέντρα, με ανθυγιεινές παραγκουπόλεις στις παρυφές τους, με αγορές ζώων, συχνά αγρίων, κοντά σε αεροδρόμια, μέσω των οποίων μεταδίδονται οι ιοί σε όλον τον πλανήτη, ενώ και η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά συνιστά εναν εξίσου μεγάλο κίνδυνο.
“Δεν είχαμε για πολύ καιρό μία πανδημία τέτοιας έκτασης” από το 1918 και την ισπανική γρίπη, που προσέβαλε το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού και σκότωσε περίπου 50 εκατ. ανθρώπους. Πρόσφατα οι επιδημίες του αιμορραγικού πυρετού Έμπολα και του Sars “αντιμετωπίσθηκαν, κάτι που μας ενέπνευσε εμπιστοσύνη”, επισημαίνει ο Νοτιοαφρικανός καθηγητής, πρώην σύμβουλος του Νέλσον Μαντέλα.
Μάλιστα μία τέτοια πανδημία ενσκήπτει σε μία χρονική στιγμή που ο κόσμος αποστρέφεται τους μεγάλους πολυεθνικούς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ, ή τις διασκέψεις για το κλίμα. “Τούτο επαληθεύεται πλήρως στις ΗΠΑ, ενώ η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στην κρίση του ευρώ και του Brexit και κανείς δεν εμπιστεύεται την Κίνα ως παγκόσμιο ηγέτη”, υπογραμμίζει ο Γκόλντιν.
Απεναντίας, οι χώρες θα πρέπει “να συνεργασθούν, για να βρουν ένα εμβόλιο, για να μοιράζονται ιατρικό υλικό, να παλιννοστήσουν κόσμο” στα σπίτια του.
Για τούτο, η οικονομική κρίση που θα προκληθεί από τη σοβούσα πανδημία θα είναι για τον ίδιο “πολύ χειρότερη” από εκείνην του 2008: “πιθανώς να δούμε έναν καταιγισμό από οικονομικά σοκ”, με χρεοκοπίες επιχειρήσεων, αλλά και χωρών, προβλέπει ο Νοτιοαφρικανός οικονομολόγος, παραθέτοντας το παράδειγμα της Ιταλίας, που κατ’ αυτόν έχει ανάγκη “από εντατική θεραπεία”.
“Η σοβαρότητα αυτού που πρόκειται να συμβεί εξαρτάται από τη δική μας ικανότητα να συνεργασθούμε: θα μπορέσει ο κόσμος να θέσει τις βάσεις για ένα συντονισμένο πρόγραμμα;” διερωτάται ο Γκόλντιν κι εκτιμά πως η απάντηση που δίνουν αρχικά οι κυβερνήσεις είναι ανεπαρκής, παρά τα δισεκατομμύρια που τάζουν οι ηγέτες και οι κεντρικές τράπεζες.
“Ήδη έχουμε σχεδόν μηδενικά επιτόκια, το πρόβλημα δεν είναι η ρευστότητα” κι οι πολιτικές ανάκαμψης κινδυνεύουν να μη λειτουργήσουν γιατί “καταστράφηκαν ταυτόχρονα και η ζήτηση κι η παραγωγή”, τονίζει.
Απόλυτη πρωταρχική ανάγκη είναι να εξασφαλίσουμε ένα βασικό εισόδημα σε εκείνους “που έχουν χαμηλά εισοδήματα, ή δεν διαθέτουν κοινωνική ασφάλιση”, ώστε ακόμη κι εάν προσβληθούν από τον κορονοϊό να μην αναγκάζονται να συνεχίσουν να δουλεύουν, με κίνδυνο να τον μεταδώσουν σε άλλους.
Κατά τον ίδιον θα πρέπει να προστατευθούν οι επιχειρήσεις “που δεν έχουν πλέον τόσους προμηθευτές, ή πελάτες”, καταργώντας φόρους, ή άλλα έξοδα για την περίοδο της κρίσης και της καραντίνας σε πολλές χώρες, που τελματώνει την οικονομία — ιδίως τις αεροπορικές εταιρείες, τον τουρισμό και τους χώρους του θεάματος. Χωρίς να διατηρούμε τεχνητά εν ζωή ήδη θνήσκουσες επιχειρήσεις, ωστόσο για την ώρα θα πρέπει “να ξαναεμπνεύσουμε εμπιστοσύνη” και να ασπασθούμε τα διδάγματα από την προηγούμενη κρίση, εκτιμά.
Μεταξύ 2007-2009, οι Κεντρικές Τράπεζες, οι διεθνείς οργανισμοί και οι κυβερνήσεις “ευνόησαν τις τράπεζες”, ή τις αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ εκατ. εργαζόμενοι έχαναν τις δουλειές τους, τα σπίτια και την κοινωνική τους ασφάλιση, υπενθυμίζει ο Ίαν Γκόλντιν.
“Βιώσαμε μία μαζική καθήλωση των μισθών”, μία διόγκωση του στρατού των ανέργων, ενώ ένα κλάσμα “του 1% (των πιο πλουσίων) κέρδιζε ασύλληπτα ποσά και κανείς δεν πήγε φυλακή. Και δεν υπήρξε ουδεμία ανάληψη ευθύνης για ό,τι συνέβη”, διαπιστώνει.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ