Με το ξέσπασμα της πανδημίας του νέου κοροναϊού έρχονται στην επικαιρότητα βιβλία όπως «Η πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ και «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Βιβλία, που μαζί με αυτά άλλων συγγραφέων που περιγράφουν δύσκολες καταστάσεις και επιδημίες ανά τους αιώνες ή γράφτηκαν σε τέτοιους καιρούς, βοηθούν πολλούς να αντιμετωπίσουν δίχως περισσό πανικό τη σημερινή κατάσταση.
Όπως στην Αγγλία οι μαθητές διδάσκονται στο σχολείο ότι κατά τη διάρκεια της καραντίνας για την επιδημία της πανούκλας του 1606, ο Σαίξπηρ έγραψε τον «Βασιλιά Ληρ», έτσι και στη Ρωσία, οι μαθητές διδάσκονται ότι το φθινόπωρο του 1830, ο «αρχιτέκτονας» της σύγχρονης ρωσικής γλώσσας και μεγάλος ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν αναγκάστηκε να μείνει για τρεις μήνες στο χωριό Μπόλντιν, λόγω της καραντίνας εξαιτίας επιδημίας χολέρας στη Μόσχα κα την Αγία Πετρούπολη. Ο Πούσκιν είχε πάει για λίγες ημέρες στο χωριό του προκειμένου να τακτοποιήσει κάποια θέματα με το κτήμα του και αποκλείστηκε εκεί. Ήταν ένας άνθρωπος κοσμικός με πολλούς φίλους και ήταν έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του Ναταλία Γκοντσαρόβα. Αποκλεισμένος στο Μπόλντιν, έμεινε μακριά από τη γεμάτη δραστηριότητες και ταξίδια ζωή που ζούσε μέχρι τότε. Μέσα στη φοβερή πλήξη που ένιωθε, κατάφερε να στραφεί στο γράψιμο και έγραψε τα μισά από τα έργα του, όλα τα παραμύθια, τριάντα δύο «μικρά» ποιήματα, πέντε μυθιστορήματα και το μεγαλύτερο μέρος του παγκοσμίως γνωστού έργου του, με τίτλο «Ευγένιος Ονέγκιν».
Στη διάρκεια της αναγκαστικής απομόνωσης, περνούσε τον καιρό του γράφοντας γράμματα στην αγαπημένη του Ναταλία, ο γάμος με την οποία αναβλήθηκε για έξι μήνες λόγω της καραντίνας. Αυτές οι γεμάτες αγάπη επιστολές είναι ένα παράδειγμα για το πώς η καραντίνα μπορεί να ξεπερνιέται δημιουργικά και ευχάριστα. Η καραντίνα στο χωριό Μπόλντιν το 1830 θεωρείται ο πιο παραγωγικός και δημιουργικός χρόνος στη ζωή του ποιητή!
Ο Πούσκιν δεν φοβόταν πολύ τη λοίμωξη: «Τι, έχετε χολέρα; Μη φοβάστε. Αυτή είναι η ίδια ιστορία με την πανούκλα. Οι αξιοπρεπείς άνθρωποι δεν πεθαίνουν από αυτήν, όπως είπε η μικρή Ελληνίδα [σ.σ. πιθανόν αναφέρεται στην Ελληνίδα Καλυψώ Πολυχρόνη (1804-1827), με την οποία, πριν από τρία χρόνια, είχε σχέση στην Οδησσό). Ελπίζουμε ότι η επιδημία δεν θα είναι πολύ ισχυρή, ακόμη και μεταξύ των απλών ανθρώπων. Η Πετρούπολη έχει πολύ αέρα και τη θάλασσα…», έγραφε.
Στη ρωσική λογοτεχνία συναντά κανείς πολλές καραντίνες, που καταγράφηκαν από συγγραφείς. Ανάμεσά σε αυτούς τους συγγραφείς ήταν και ο διπλωμάτης, συγγραφέας, ποιητής και πιανίστας Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ (1795-1830). Στην Ανατολή (Ιράν), όπου υπηρετούσε το 1920, είχε αποκλειστεί από καραντίνες τύφου, πανώλης και χολέρας και συνέχεια κήδευε φίλους που πέθαναν από τη λοίμωξη.
Οι τακτικές καραντίνες είχαν κουράσει τους Ρώσους συγγραφείς, που στο τέλος έφτασαν σε σημείο να τις αγνοούν. Ο ποιητής και φιλόσοφος Φιόντορ Τιούτσεφ (1803-1873) παραπονέθηκε για την καραντίνα του Μονάχου, γιατί «στερήθηκε τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία». Ο λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας Ιβάν Γκοντσαρόφ (1812-1891) απολάμβανε μόνος του τα λουτρά στη διάρκεια της «καραντίνας της Μπολόνια» και μόνο ο Αντόν Τσέχωφ (1860-1904) πέρασε ηρωικά από μια τέτοια κατάσταση, εργαζόμενος ως γιατρός, ενώ δεν είχε γράψει σχεδόν τίποτα δημιουργικό.
Ο ήδη γνωστός στη Ρωσία συγγραφέας, το φθινόπωρο του 1892 επιστρατεύτηκε από τις αρχές της χώρας ως «γιατρός χολέρας» χωρίς αμοιβή. Ο Τσέχωφ, ο οποίος ήταν γιατρός στο επάγγελμα, υπέστη όλη την ταλαιπωρία την καραντίνας. Έγραφε ότι ευτυχώς έβρισκε λίγο χρόνο μόνο για επιστολογραφία. Ήταν η ανακούφισή του, γιατί υπέφερε από έλλειψη αποδοχών και χρόνου για συγγραφή.
«Η ψυχή μου είναι κουρασμένη», γράφει σε ένα γράμμα σε φίλο του ο Τσέχωφ. «Πλήξη. Να μην ανήκεις στον εαυτό σου, να σκέπτεσαι μόνο για διάρροιες και τη νύχτα να τινάζεσαι από το γάβγισμα ενός σκυλιού ή από το χτύπημα της καγκελόπορτας (μήπως έρχονται για μένα!), να ταξιδεύεις (από χωριό σε χωριό) με αδύναμα άλογα σε άγνωστους χαλασμένους δρόμους, να διαβάζεις μόνο για τη χολέρα και να περιμένεις μόνο τη χολέρα και να είσαι συγχρόνως εντελώς αδιάφορος σε αυτή την ασθένεια και σε εκείνους τους ανθρώπους τους οποίους υπηρετείς -αυτό, κύριέ μου, είναι μια τέτοια “σαλάτα”, από την οποία δεν γλυτώνεις», έγραφε από την πόλη Σέρπουχοφ, κοντά στη Μόσχα, που ξέσπασε η επιδημία.
Παρά την έλλειψη βοηθών, την απίστευτη κούραση στους κακοτράχαλους δρόμους του νομού Σέρπουχοφ, όπου κινούνταν με αδύναμα άλογα, την κακή υγεία (ο ίδιος πέθανε από φυματίωση) και την έλλειψη χρημάτων, έγραφε: «Δεν έχω περάσει ούτε ένα καλοκαίρι τόσο καλό όσο αυτό… Μου άρεσε και ήθελα να το ζήσω… Νέες γνωριμίες και νέες σχέσεις. Οι πρώην φόβοι μας για τους χωρικούς φαίνονται τώρα παράλογοι, υπηρετούσα και από το υγειονομικό συμβούλιο, πήγαινα στα εργοστάσια. Όλο αυτό μου άρεσε, έγινε δικό μου…».
Όπως «δικό τους» θεωρούσαν τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα οι ντόπιοι γιατροί και οι γύρω χωρικοί, μετά τη θυσία που έκανε ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ στην καταπολέμηση της επιδημίας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ