Επτά στους δέκα Έλληνες ένιωσαν φόβο κατά τη διάρκεια της καραντίνας ότι το σύστημα υγείας θα καταρρεύσει ή ότι αν χρειαστεί βοήθεια αυτή μπορεί να μην τους παρασχεθεί. Την ίδια ώρα, σχεδόν πέντε στους δέκα συμπολίτες μας διατύπωσαν φόβους για τον περιορισμό των ατομικών τους ελευθεριών σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας με τίτλο «Οι Έλληνες και ο Κορονοϊός: Μια χώρα σε συνθήκες πρωτόγνωρες», η οποία πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Δημοσιογραφικών Σπουδών και Επικοινωνιακών Εφαρμογών του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σ΄ αυτήν συμμετείχαν 2.525 άτομα σε διάστημα τριών περίπου εβδομάδων (29 Μαρτίου – 23 Απριλίου 2020). Έντονοι κραδασμοί καταγράφηκαν και στην αξιοπιστία των θεσμών με τους Έλληνες να δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται την εκκλησία-μετά και τους τελευταίους χειρισμούς των κληρικών με τη Θεία Κοινωνία και την αντίστασή τους στο κλείσιμο των εκκλησιών. Παράλληλα, οι πολίτες αναπτύσσουν έντονο ευρωσκεπτικισμό μετά το ναυάγιο την Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έκδοση κορονοομολόγων. Η έλλειψη αλληλεγγύης και η τάση απροθυμίας πολλών να βοηθήσουν τον γείτονά τους εξαιτίας της μεταδοτικότητας του ιού είναι ακόμη ένα σημαντικό εύρημα.
Δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στους χειρισμούς της κυβέρνησης και ειδικά της αστυνομίας, επικροτούν την στάση της αντιπολίτευσης, υψηλή αποδοχή καταγράφει ο Σωτήρης Τσιόδρας, χαμηλότερη ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας ενώ, την ίδια ώρα, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους γιατρούς-ειδικούς που βγαίνουν στα παράθυρα. Τέλος, δείχνουν ότι κατανοούν τα μέτρα, καταλαβαίνουν την αυστηρότητά τους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούν με αυτά.
«Αυτό που προκύπτει συνολικά από την έρευνα, η οποία είναι μια φωτογραφική αποτύπωση της στιγμής που διενεργήθηκε, είναι ο υψηλός βαθμός ωριμότητας των πολιτών. Βέβαια αυτό ίσως να έχει επηρεαστεί και από το σημαντικό υψηλό επίπεδο μόρφωσης όσων συμμετείχαν σ΄αυτήν» είπε στο ethnos.gr ο καθηγητής οργάνωσης και πολιτικής των Μ.Μ.Ε. Στέλιος Παπαθανασόπουλος.
Οι φοβίες των Ελλήνων
Η μεταδοτικότητα της πανδημίας επηρέασε την αλληλεγγύη των Ελλήνων
Την ίδια ώρα σχεδόν έξι στους δέκα Έλληνες εκφράζουν φόβους για τον περιορισμό των ατομικών τους ελευθεριών (34% φοβάται πολύ, 14% φοβάται αρκετά και 13% φοβάται) ενώ δεν ισχύει κάτι παρόμοιο για το ενδεχόμενο εξάντλησης τροφίμων (41% δεν φοβάται καθόλου, 35% φοβάται λίγο). Ενδεικτικό του αισθήματος φοβίας που καταγράφεται στην έρευνα ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορονοϊού είναι η πιθανότητα θανάτου συγγενών (46%), ή άλλων άγνωστων συνανθρώπων (38%), η πιθανότητα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας ενός αγαπημένου προσώπου (45%) και η επίπτωση που θα χει αυτό στη ζωή τους.
Αυτή η συγκρατημένη στάση προς τον συνάνθρωπο στην εποχή της πανδημίας αντικατοπτρίζεται και στην αμφιβολία ή έστω συγκρατημένη αισιοδοξία που εκφράζει μεγάλο μέρος του κοινού για το εάν οι άνθρωποι στη γειτονιά είναι έτοιμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον (38% ούτε συμφωνεί, ούτε διαφωνεί, 22% διαφωνεί ή διαφωνεί πλήρως).
«Υπάρχει φόβος και καταγράφεται και ένας φόβος απέναντι στο διπλανό μας. Το περιμέναμε λίγο-πολύ αλλά βγήκε σε υψηλό βαθμό. Εμένα μου έκανε εντύπωση ότι δεν περιμένουν να βοηθηθούν οι πολίτες από το διπλανό τους. Και είμαστε μια ελληνική κοινωνία η οποία συνδράμει ο ένας στον άλλο- σε επίπεδο γειτονιάς. Υπάρχει αυτή η κουλτούρα. Αυτό οφείλεται στην εύκολη διάδοση του ιού. Ένας παράγοντας που κάνει τον κόσμο ακόμη πιο επιφυλακτικό. Από την άλλη υπάρχει και ένας φόβος για το κατά πόσον ο διπλανός μας τήρησε τα μέτρα προστασίας» είπε στο ethnos.gr ο καθηγητής οργάνωσης και πολιτικής των Μ.Μ.Ε. Στέλιος Παπαθανασόπουλος.
Έλλειψη εμπιστοσύνης στην ΕΕ και στην εκκλησία
Κόκκινη κάρτα βγάζει ένα 67% των ερωτηθέντων στην εκκλησία δηλώνοντας ότι δεν την εμπιστεύεται. Όπως τονίζει ο κ. Παπαθανασόπουλος οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την εκκλησία, μετά τα συμβάντα μη τήρησης των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας από κάποιους κληρικούς οι οποίοι θεώρησαν ότι θίγεται η πίστη. Από την άλλη πλευρά, έκδηλη είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους των συμμετεχόντων στην έρευνα προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (40% δεν τα εμπιστεύονται καθόλου) με ένα άλλο μέρος να εκφράζει απλά συγκρατημένη εμπιστοσύνη (19% τα εμπιστεύονται σχετικά και 27% έτσι κι έτσι).
«Εκείνη την περίοδο είχε ανάψει η συζήτηση γύρω από την έκδοση κορονοομολόγου και πολλοί Έλληνες διατύπωσαν το ερώτημα αν δεν δείξει τώρα η Ευρώπη αλληλεγγύη σε μια τόσο δύσκολη περίοδο τότε πότε θα επιδείξει και μήπως τελικά δεν θα πρέπει να συμμετέχουμε στις κόλπους της. Ήταν μερικά από τα ζητήματα που καταγράφηκαν» σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΚΠΑ στην έρευνα.
Ψήφο εμπιστοσύνης στην αστυνομία
Όσον αφορά την αστυνομία και τη συμβολή της στην εφαρμογή των μέτρων, πολύ μεγάλο μέρος των ερωτώμενων, που αθροιστικά αντιπροσωπεύει το 43% του δείγματος, απάντησε ότι την εμπιστεύεται (7% απόλυτα, 15% αρκετά και 21% την εμπιστεύεται), ενώ ένα υψηλό επίσης ποσοστό της τάξης του 37% δεν την εμπιστεύεται (24% καθόλου και 13% την εμπιστεύεται σχετικά).
Εμπιστεύονται κυβέρνηση-γιατρούς
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και στους χειρισμούς της. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα είναι αριστερής και κεντροαριστερής προέλευσης ή τοποθέτησης (64% αθροιστικά) και την ίδια ώρα ένα συνολικό ποσοστό της τάξης του 48% δηλώνει – με διάφορες διαβαθμίσεις – ότι εμπιστεύεται την κυβέρνηση (18% την εμπιστεύεται, 19% την εμπιστεύεται αρκετά και 11% την εμπιστεύεται απόλυτα) είναι μάλλον θετικό για ένα δεξιόστροφο κυβερνητικό σχήμα σχολιάζει ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος.
Αντίστοιχα περίπου ποσοστά αξιοπιστίας (46%) συγκεντρώνει ο πρωθυπουργός (17% τον εμπιστεύονται, 16% τον εμπιστεύονται αρκετά και 13% Ως προς τα αισθήματα εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς τους θεσμούς, εμφανίζεται μια τάση εμπιστοσύνης σε πολιτικούς παράγοντες και θεσμούς που διαχειρίζονται την κρίση, αλλά όχι σε όλους ανεξαιρέτως. Μικρότερο βαθμό αξιοπιστίας, αλλά όχι αμελητέο (38%), συγκεντρώνει ο υπουργός υγείας Βασίλης Κικίλιας (18% τον εμπιστεύονται, 13% τον εμπιστεύονται αρκετά και 7% τον εμπιστεύονται απόλυτα).
Διαφαίνεται, ωστόσο, να υπερτερεί μια τάση συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων ως προς την θετική τελικά αξιολόγηση της στάσης της αντιπολίτευσης έστω κι αν αυτή η συμφωνία δεν εκφράζεται σε απόλυτο βαθμό (20% περίπου συμφωνεί, 16% εν πολλοίς συμφωνεί και 5% συμφωνεί απόλυτα). Αντιθέτως, σε πολύ υψηλά επίπεδα (89%) κυμαίνεται η εμπιστοσύνη προς τους πρωταγωνιστές της υγείας, ξεχωρίζοντας ιδιαίτερα το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας (24% το εμπιστεύεται, 36% το εμπιστεύεται αρκετά, 29% το εμπιστεύεται απόλυτα). Ωστόσο, δεν παραβλέπουν τα προβλήματα που παρουσιάζει το σύστημα υγείας.
Εμπιστεύονται τον Τσιόδρα-όχι τους γιατρούς των τηλεπαραθύρων
Αναμενόμενο είναι το πολύ υψηλό (67%) αίσθημα αποδοχής των Ελλήνων και προς το πρόσωπο του καθηγητή λοιμωξιολόγου κΣωτήρη Τσιόδρα (17% τον εμπιστεύεται, 22% τον εμπιστεύεται αρκετά, 28% τον εμπιστεύεται απόλυτα). Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους γιατρούς και λοιπούς ειδικούς που εμφανίζονται στα μέσα ενημέρωσης για να σχολιάσουν τις εξελίξεις γύρω από τη νόσο, για τους οποίους το κοινό εκφράζει ένα είδος πιο συγκρατημένης εμπιστοσύνης (28% τους εμπιστεύεται, 15% αρκετά και 5% τους εμπιστεύεται απόλυτα).
Χαμηλή αξιοπιστία των Μέσων Ενημέρωσης
Τα μέσα ενημέρωσης, αν και αποτελούν τον βασικό συνδετικό κρίκο των μελών του κοινού με τις εξελίξεις της πανδημίας, δεν φαίνεται να έχουν πείσει για την αξιόπιστη στάση τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος της έρευνας δηλώνει πως δεν τα εμπιστεύεται καθόλου (43%) ή τα εμπιστεύεται συγκρατημένα (25% έτσι κι έτσι, 21% τα εμπιστεύεται σχετικά).
Εξίσου χαμηλά αξιολογείται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα και η αξιοπιστία της διαχεόμενης πληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού οι περισσότεροι είτε δεν τα εμπιστεύονται καθόλου (35%) είτε τα εμπιστεύονται σχετικά (31%).
Τι έκαναν οι Έλληνες στην καραντίνα
Σχεδόν οχτώ στους δέκα Έλληνες- λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας και της καραντίνας- περιόρισαν τις επισκέψεις τους στους συγγενείς, επτά στους δέκα μείωσαν τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ ενώ τουλάχιστον πέντε στους δέκα μείωσαν τους περιπάτους.
Καταγράφεται ωστόσο σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΚΠΑ η ανάγκη για επικοινωνία με τους συναθρώπους μας. Πλέον η επικοινωνία έχει αλλάξει μορφή και αυξήθηκαν κατά 70% οι τηλεδιασκέψεις και κατά 51% οι συνομιλίες μέσω τηλεφώνου.
«Αυτή η τάση του κοινού προς την εξ αποστάσεως επικοινωνία αξίζει να ιδωθεί αλληλένδετα με την επιφυλακτική στάση που εκφράζουν οι μισοί σχεδόν ερωτώμενοι (48%) για τις δια ζώσης συναντήσεις με άλλους ανθρώπους, όπου θεωρούν ότι το να είναι κάποιος προσεκτικός αποτελεί ενδεδειγμένη στάση» εξηγεί ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος.
Παράλληλα, κατά 60% αυξήθηκε η παρακολούθηση ψυχαγωγικού περιεχομένου (ταινιών, σειρών) εντός της οικίας σύμφωνα με την ίδια έρευνα.
Τέλος, η ανάγνωση βιβλίων στο σπίτι φαίνεται να αποτελεί μία πιο σταθερή συνήθεια, αφού ένα μεγάλο ποσοστό του κοινού (47%) εξακολουθεί να έχει την ίδια συχνότητα ανάγνωσης σε σύγκριση με το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα για μια αξιόλογη μερίδα του κοινού (35%) η συνήθεια αυτή εντατικοποιήθηκε και η επίσκεψη σε γιατρό ή φαρμακείο (44%).
Τα στοιχεία της έρευνας
Για τη διερεύνηση των παραπάνω ερευνητικών ερωτημάτων, υλοποιήθηκε μία διαδικτυακή έρευνα με εφαρμογή δομημένου online ερωτηματολογίου σε δείγμα διαθεσιμότητας, που περιελάβανε 38 ερωτήσεις, ως επί το πλείστον κλειστού τύπου και ελάχιστες ανοικτού.
Λόγω του θέματος και του τρόπου έρευνας, στόχος μας ήταν η προσέλκυση ενός μεγάλου αριθμού συμμετεχόντων. Στην έρευνα συμμετείχαν τελικά 2.525 άτομα σε διάστημα τριών περίπου εβδομάδων (29 Μαρτίου – 23 Απριλίου 2020).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Δημοσιογραφικών Σπουδών και Επικοινωνιακών Εφαρμογών του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ερευνητική ομάδα αποτελείτο από τον Διευθυντή του Εργαστηρίου Καθηγητή Στέλιο Παπαθανασόπουλο, τον Επίκουρο Καθηγητή Αντώνη Αρμενάκη και τον διδάσκοντα του Τμήματος και ερευνητή του Εργαστηρίου Δρ. Αχιλλέα Καραδημητρίου.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα είναι κατά κύριο λόγο άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου που κατέχουν είτε βασικό τίτλο σπουδών (32%) είτε μεταπτυχιακό (38%).
Αρκετοί στο δείγμα είναι ακόμα και κάτοχοι διδακτορικού (9%). Συγκριτικά με το συνολικό κοινό πανεπιστημιακής μόρφωσης, πολύ λιγότεροι είναι οι ερωτώμενοι που έχουν ολοκληρώσει σπουδές μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (10%) ή έχουν απολυτήριο λυκείου (9%), ενώ ελάχιστοι είναι οι απόφοιτοι γυμνασίου (1%).
Το κοινό που ανταποκρίθηκε στην έρευνα κατά κύριο λόγο κατοικεί στην Αθήνα (66%), ένα μικρό ποσοστό στη Θεσσαλονίκη (7%) ή σε άλλα αστικά κέντρα (8%), ενώ ένα σημαντικό μέρος (13%) διαμένει στην περιφέρεια. Ελάχιστοι στο δείγμα
είναι κάτοικοι ημιαγροτικών περιοχών (3%) ή Έλληνες με μόνιμη κατοικία στο εξωτερικό (3%).