Υπέρ της κοινής έκδοσης χρεογράφων στην ευρωζώνη, με την αξιοποίηση ολόκληρης της δύναμης πυρός των τριών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), τάχθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung υποστήριξε ότι οι αδύναμες χώρες του Νότου με υψηλό Δημόσιο Χρέος -όπως η Ελλάδα- οι οποίες δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν την πανδημία δεν θα πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους. Προειδοποίησε δε ότι εάν η δημοσιονομική επιβάρυνση για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη διατήρηση του παραγωγικού δυναμικού των οικονομιών των κρατών-μελών κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων και μετά από την άρση των μέτρων είναι εμπροσθοβαρής χωρίς κοινή δράση και κάποια αμοιβαιοποίηση του κόστους, τότε είναι δυνατόν να προκληθεί μια νέα κρίση δημόσιου χρέους, με απρόβλεπτες συνέπειες.
“Αυτό που χρειάζεται είναι κοινή δράση και ευελιξία χωρίς την επιβολή όρων (conditionality), παράλληλα με τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι χώρες” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για την Ελλάδα προέβλεψε ότι το success story της αγοράς ομολόγων του 2019 θα συνεχιστεί, καθώς όπως εκτίμησε “η αποφασιστική και πειθαρχημένη κυβέρνηση που ακολουθεί τις συμβουλές των ειδικών μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες και να δημιουργήσει αισιοδοξία. Η ίδια προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην οικονομική πολιτική μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων”.
Κάλεσε τις τράπεζες να αξιοποιήσουν πλήρως τη μεγάλη ευελιξία και τη ρευστότητα που τους παρέχει η ΕΚΤ ώστε να προσφέρουν χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις και με αυτό τον τρόπο να συμβάλουν στη διαφύλαξη του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας.
Τέλος, για τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει μέχρι στιγμής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι Οι αποφάσεις που έλαβε η ΕΚΤ από την αρχή της πανδημίας έχουν βοηθήσει πολύ στην αποτροπή του κατακερματισμού στη ζώνη του ευρώ, αλλά αυτό δεν αρκεί, καθώς απαιτούνται προσπάθειες και από την πλευρά των κυβερνήσεων.