Τα αυξημένα ποσοστά κρουσμάτων του κοροναϊού σε συνδυασμό με τα φαινόμενα συνωστισμού σε νυχτερινά μαγαζιά και μπιτς-μπαρ, προκαλούν ανησυχία για τυχόν δεύτερο κύμα της επιδημίας.
Οι ειδικοί τονίζουν τα τελευταία 24ωρα πως η κατάσταση είναι ελεγχόμενη, αλλά και πως παρακολουθείται στενά, με τον Ηλία Μόσιαλο να τονίζει για άλλη μία φορά πως δεν μπορεί να υπάρχει χαλάρωση από κανέναν. Μιλώντας στην ΕΡΤ, ο καθηγητής ανέφερε πως η άνοδος των κρουσμάτων ήταν κάτι το αναμενόμενο με βάση τις εικόνες των τελευταίων εβδομάδων, ενώ επεσήμανε πως περιμένει αύξηση και με το άνοιγμα του τουρισμού. Ωστόσο, για τα 97 κρούσματα των τελευταίων ημερών, αλλά και τον συνολικό αριθμό, είπε χαρακτηριστικά: «Πάλι καλά που έχουμε τέτοιο αριθμό κρουσμάτων, με το σκεπτικό ότι δεν εφαρμόσαμε τα μέτρα αποκλιμάκωσης με την ευλάβεια που τα εφάρμοσαν οι Σκανδιναβοί και οι Αυστριακοί».
Ο κ. Μόσιαλος σημείωσε πως όλοι «ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και εννοώ όλοι. Δεν πρέπει να δοθεί αίσθηση χαλάρωσης κυρίως από δημόσια πρόσωπα». «Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και από την άλλη να περιμένουμε τον αριθμό κρουσμάτων που είχαμε την περίοδο του lockdown. Τα περισσότερα κρούσματα είναι αναμενόμενα αλλά το ερώτημα είναι η ποιοτική και δημογραφική δομή αυτών των κρουσμάτων», συμπλήρωσε. Όσον αφορά το ενδεχόμενο να υπάρξει μεγαλύτερος αριθμός κρουσμάτων σε 24ωρη βάση, ο κ. Μόσιαλος απάντησε πως δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρξει lockdown, εκτός κι αν μιλάμε για ευπαθείς ομάδες.
«Αν έχουμε 50 κρούσματα σε μια μέρα δεν πρέπει αναγκαστικά να ανησυχήσουμε. Αν όμως έχουμε 50 κρούσματα σε ευπαθείς ομάδες, εκεί πρέπει να ανησυχήσουμε πολύ. Δεν είμαστε πάντως ακόμα σε ανησυχητικά επίπεδα για να κάνουμε τοπικά lockdown», ανέφερε. «Είναι διαφορετικό να έχεις κρούσματα σε νέους, διαφορετικό αν έχεις επέκταση της λοίμωξης σε ένα νοσοκομείο ή σε ένα οίκο ευγηρίας, σε στρατόπεδα ή σε φυλακές», συνέχισε.
Επίσης, αναφορικά με την επανεκκίνηση του τουρισμού, είπε πως το αναμενόμενο είναι να αυξηθούν τα κρούσματα γιατί «στην Ελλάδα έχουμε μικρότερο επιπολασμό της νόσου σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες».