Οι αποκαλύψεις -ένθεν κακείθεν- στην Προανακριτική και οι δύο υποθέσεις σχετικά με την ηχογραφημένη (παρανόμως…) συνομιλία Μιωνή-Παππά και την καταγγελία σχετικά με τα 2,6 εκατ. που υποτίθεται πως κατέληξαν στο Μέγαρο Μαξίμου επί Σαμαρά, έχουν εισάγει εκ των πραγμάτων τον πολιτικό βίο στον προθάλαμο της Κόλασης.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι συνειρμοί με το “βρώμικο ’89” και την στρατηγική του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να σύρει στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ανδρέα Παπανδρέου είναι προφανείς και διατρέχουν ήδη τον δημόσιο λόγο. Θέλει ο γιός του τότε πρωθυπουργού, πρωθυπουργός, πλέον, και ο ίδιος να επαναλάβει την μέθοδο του πατρός; Να σύρει, δηλαδή, τον Αλέξη Τσίπρα στο εδώλιο ενός νέου Ειδικού Δικαστηρίου ή, έστω, να τον θέσει σε κατάσταση μακράς πολιτικής ομηρείας με μια τέτοια απειλή;
Εάν αξιολογήσει κανείς την επιμονή των δηλώσεων κορυφαίων υπουργών (π.χ Άδωνις Γεωργιάδης από τη Βουλή), τις μάλλον ομολογημένες προθέσεις (“θα σας πάω αίμα”) του Αντώνη Σαμαρά, τις συντεταγμένες ερωτήσεις δημοσιογράφων (Mega,Ant1) προς τον Νίκο Παππά –σχετικά με το εάν είχε εντολή Τσίπρα να συναντήσει τον Σάμπυ Μιωνή, ή εάν ενημέρωσε τον τότε πρωθυπουργό για το αποτέλεσμα της συνάντησης στην Κύπρο-, και την ατμόσφαιρα που δημιουργείται, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης “παίζει” με αυτή την ιδέα. Τουλάχιστον δεν την απορρίπτει.
Το εάν θα το πράξει ή όχι θα εξαρτηθεί πιθανότατα από τον ευρύτερο πολιτικό και εκλογικό του σχεδιασμό και από παράπλευρα θέματα με ιδιαίτερη σημασία: πόσο καταστροφικές θα είναι οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία και πόσο πιεστικά θα επιδράσει η κλιμακούμενη ελληνοτουρκική κρίση.
Πρόκειται, ωστόσο, για ένα παιχνίδι με την φωτιά, μπροστά στο οποίο θα ωχριά κάθε άλλη περίοδος πόλωσης και διχασμού της τελευταίας 20αετίας, μηδέ εκείνης με την Συμφωνία των Πρεσπών εξαιρουμένης. Οτιδήποτε μετά το 1989 θα μοιάζει με πολιτική “παιδική χαρά” μπροστά στην πιθανότητα να οδηγηθεί ξανά στο εδώλιο ένας πρωθυπουργός.
Η υπόθεση διχάζει, όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, την ίδια τη Ν.Δ.
Οι της ευρύτερης ομάδας Σαμαρά θεωρούν πως το χάος που θα δημιουργηθεί θα αποβεί “δημιουργικό” για τον σχεδιασμό τους να εξοντώσουν πολιτικά τον Τσίπρα και να “τελειώσουν” με αυτό που επισταμένως αναφέρουν τα τελευταία χρόνια ως “ηγεμονία της Αριστεράς”.
Ο στόχος προφανής. Ένας εκλογικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ και ένα χαμένο “ηθικό πλεονέκτημα” θα προκαλέσουν, όπως πιστεύουν, την ριζική αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη και θα εξαλλείψουν κάθε πιθανότητα επιστροφής του στην διακυβέρνηση. Είναι επίσης προφανές πως με την ιδέα αυτή παίζει και ένα τμήμα του ΚΙΝ.ΑΛ (το οποίο αδιαφορεί για την ιστορική περιπέτεια του ’89), καθώς και ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων που επιδιώκουν να προσδιορίσουν προς όφελός τους το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον των επομένων αρκετών ετών.
Οι “καραμανλικοί” και γενικώς οι μετριοπαθείς θεωρούν πως κάτι τέτοιο θα ήταν μέγα λάθος. Συμπεριλάβετε σε αυτούς, όχι μόνο τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή αλλά και την Ντόρα Μπακογιάννη.
Υποτιμάται, ωστόσο, πως αυτό το χάος θα μπορούσε να αποβεί “δημιουργικό” ακόμα περισσότερο για τον Αλέξη Τσίπρα.
Ένας αρχηγός υπό τον πολιτικό εκβιασμό του αντιπάλου του να τον καθήσει στο εδώλιο ενός Ειδικού Δικαστηρίου προκαλεί τα αμυντικά αντανακλαστικά και την συσπείρωση του χώρου του. Αποκτά “πανοπλία”.
Δεν είναι μόνο το ιστορικό προηγούμενο του Ανδρέα Παπανδρέου που από κατηγορούμενος βρέθηκε νικητής στις επόμενες εκλογές (1993), είναι η ίδια η δυναμική των πραγμάτων. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον χώρο της εγχώριας κεντροαριστεράς, ο Τσίπρας είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να δράσει ως “αντίπαλο δέος” στην σκληρή έκφραση της Δεξιάς. Τα στερεότυπα και οι διαχωριστικές γραμμές επανακάμπτουν, οι μνήμες το ίδιο.
Η περίοδος 1989-93 δεν είναι πριν από 70 ή 80 χρόνια, είναι περίπου…προχθές. Οι νεότεροι ψηφοφόροι του τότε ΠΑΣΟΚ και εν ζωή είναι, και έχουν μετοικήσει –οι περισσότεροι εξ αυτών- στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και μια σειρά στελεχών του που έχουν γαλουχηθεί στην εικόνα “ενός Μητσοτάκη που έσυρε στο εδώλιο τον Ανδρέα”.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, μπορεί ορισμένα στελέχη της Κουμουνδούρου να συνθλίβουν στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους την “αφέλεια του Παππά” και τους χειρισμούς της τότε διακυβέρνησης, ακόμα και την υπερφίαλη διαχείριση του Παπαγγελόπουλου, δεν πρόκειται, ωστόσο, να βγάλουν άχνα εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να αγγίξει έστω και μια τρίχα στο κεφάλι του Τσίπρα.Το αντίθετο, θα μεταβληθούν σε εμπροσθοφυλακή υπεράσπισής του.
Είναι, απλώς, θέμα πολιτικής επιβίωσης. Όσοι γκρινιάζουν για τον μετασχηματισμό και την διεύρυνση, το κάνουν γιατί θέλουν να χειραγωγήσουν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί θέλουν να τον αντικαταστήσουν. Εύκολα αντιλαμβάνονται πως χωρίς αυτόν ουδείς θα ασχοληθεί μαζί τους μέχρι το πέρας του πολιτικού τους βίου. Πονηροί μπορεί να είναι, ανόητοι, όμως, όχι.
Τούτων δοθέντων ο Τσίπρας πρέπει να “προσεύχεται” να μεθοδεύσει η κυβέρνηση την παραπομπή του σε Ειδικό Δικαστήριο. Έστω και η προσπάθεια να τον βάλει στο κάδρο της προανακριτικής χρήσιμο θα ήταν γι αυτόν….