Αν θελήσει κανείς να αποτιμήσει συνολικά και απροκατάληπτα τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης, με κριτήριο την θεσμική αξιοπιστία της, θα διαπιστώσει ευχερώς ότι η εικόνα που έχει επιμελώς καλλιεργηθεί, από ποικίλους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν και θετικά σημεία. Ωστόσο, το ισοζύγιο είναι εν τέλει αρνητικό, καθώς τα «συν» περιορίζονται κυρίως στα της διαχείρισης της πανδημίας, ενώ τα «πλην» αφορούν μια ολόκληρη σειρά τραυματικών για τους θεσμούς κυβερνητικών πρακτικών και μεθοδεύσεων, που αποπνέουν, δυστυχώς, μια βαθιά ριζωμένη μικροπολιτική, πελατειακή και αυταρχική νοοτροπία.
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΩΤΗΡΕΛΛΗ
Ειδικότερα:
1. Το πλέον θετικό σημείο (που πιστώνεται και προσωπικά ο πρωθυπουργός), είναι προδήλως η θεσμική διαχείριση της πανδημίας. Όπως ανέπτυξα αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο, περιθώρια για κριτική υπάρχουν σε αρκετά σημεία. Ωστόσο κανείς νομίζω δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά το ότι σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση κινήθηκε έως τώρα έγκαιρα, συντεταγμένα, ανθρωποκεντρικά και -κατά κανόνα- εντός του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου: χωρίς σοβαρές αντικοινοβουλευτικές πρακτικές και χωρίς υπέρμετρη συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων. Απομένει βέβαια ανοιχτό το ζήτημα της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, ως προς το οποίο όμως, παρά τις κάποιες αρνητικές ενδείξεις, είναι μάλλον νωρίς για αποτίμηση.
2. Από εκεί και πέρα, και παρά τις στομφώδεις σχετικές εξαγγελίες, η όλη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών ήταν εν πολλοίς προβληματική (και αυτό βεβαίως το χρεώνεται προεχόντως ο πρωθυπουργός, όχι γιατί είναι «ακροδεξιός» ή «νεοφιλελεύθερος» αλλά γιατί δείχνει ολοένα και πιο πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό της «επικοινωνίας»…). Ας θυμηθούμε εν τάχει τους βασικούς αρνητικούς σταθμούς αυτής της πορείας:
Α. Η συνταγματική αναθεώρηση καθηλώθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία σε περιορισμένες, άτολμες και εν πολλοίς άστοχες αλλαγές, με χαρακτηριστικότερες α)την δυνατότητα να εκλέγεται ο Πρόεδρος ακόμη και από κυβέρνηση με σχετική πλειοψηφία (που ευτυχώς δεν αξιοποιήθηκε για την πρώτη μετά την αναθεώρηση εκλογή…), β) την διατήρηση της αρμοδιότητας της -μεροληπτικής κατά κανόνα- Βουλής να ασκεί δίωξη κατά υπουργών και γ) την πολιτικά μίζερη και συνταγματικά προβληματική ρύθμιση της ψήφου των εκτός επικρατείας πολιτών.
Αξίζει να επισημανθεί, επίσης, πρώτον ότι η μη αναθεώρηση των σχέσεων κράτους εκκλησίας απέδειξε και πάλι τον «γιαλαντζί» φιλελευθερισμό της κυβέρνησης και δεύτερον ότι η μη αναθεώρηση του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης -λόγω των ιδεοληψιών του ΣΥΡΙΖΑ- επιχειρήθηκε να υποκατασταθεί με ένα απροκάλυπτο παραθεσμικό bypass, εξίσου ανερμάτιστο με την απόπειρα να «καταργηθεί» διά νόμου ο συνταγματικός θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου.
Β. Το περίφημο «επιτελικό κράτος» αποδείχθηκε μια απλή ανακατανομή εξουσίας στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με υπέρμετρη ενίσχυση του πρωθυπουργού και του στενού επιτελείου του και με παράλληλη -δραματική συχνά- υποβάθμιση τόσο της κυβέρνησης, ως συλλογικού οργάνου, όσο και των υπουργών ατομικά. Έτσι, ακόμη και αν δεχθούμε κάποια μερική βελτίωση της αποτελεσματικότητας -που δεν απέτρεψε πάντως το φιάσκο των vouchers…- το θεσμικό κόστος είναι εντέλει εξαιρετικά δυσανάλογο. Και βεβαίως αυτό το νέο κυβερνητικό μόρφωμα δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό επιτελικό κράτος, το οποίο σημαίνει ανακατανομή εξουσίας μεταξύ κεντρικής διοίκησης, αποκεντρωμένης -καθ’ύλην και κατά τόπον- διοίκησης και αυτοδιοίκησης και όχι απλές ενδοκυβερνητικές διευθετήσεις.
Γ. Υποκριτική αποδείχθηκε η στάση της κυβέρνησης και στο πεδίο της αξιοκρατίας, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις. Όχι μόνον δεν τόλμησε να καταργήσει τον κομματικό χαρακτήρα θέσεων που πρέπει να καλύπτονται με δημόσιο διαγωνισμό -διότι βεβαίως έπρεπε να βολέψει τα «δικά της παιδιά», ακόμη και της τρίτης ηλικίας…- αλλά και εκεί που δικαιολογούνται όντως πολιτικά κριτήρια, έκανε επιλογές που προκαλούν θυμηδία (με ενδεικτικό πρόσφατο παράδειγμα, τόσο ως προς τις -φτηνές- μεθοδεύσεις όσο και ως προς τα -ανύπαρκτα- προσόντα, το Εθνικό Ίδρυμα Πολιτισμού…).
Δ. Αλλά και απέναντι στο εκλογικό σύστημα, που αποτελεί βαρόμετρο δημοκρατικής ευαισθησίας και αξιοπιστίας, η στάση της κυβέρνησης είναι άκρως απογοητευτική. Παρότι είχε να αντικαταστήσει, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, εκλογικά συστήματα απλής αναλογικής, τα οποία (όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένα) δεν έπειθαν ούτε για την προσφορότητα ούτε για τις προθέσεις τους, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες ήταν τόσο κυνικές και αδίστακτες που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο θετική αξιολόγησης:
Για τις βουλευτικές εκλογές επιλέχθηκε ένα σύστημα ευθέως αντισυνταγματικό και σε κάθε περίπτωση αντιδημοκρατικό, με σκανδαλώδη διάκριση αυτοτελών κομμάτων και συνασπισμών και με υπέρμετρη εύνοια προς το πρώτο κόμμα, ακόμη και αν η απόστασή του από την αυτοδυναμία είναι τέτοια που να μην δικαιολογεί επ’ουδενί μια λελογισμένη σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου. Και για να μην μείνει καμία αμφιβολία ως προς τις μακιαβελικές προθέσεις της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα φροντίσει να «κάψει» την απλή αναλογική με νέες εκλογές, δηλαδή να αχρηστεύσει επιτηδευμένα την σχετική εγγύηση του Συντάγματος ότι εκλογικό σύστημα που δεν συγκέντρωσε 200 τουλάχιστον ψήφους θα ισχύει για τις μεθεπόμενες εκλογές…
Όσο δε για το εκλογικό σύστημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η κυβέρνησή δεν έχει ακόμη ανοίξει τα χαρτιά της. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να σπεύσει, αμέσως μετά τις τελευταίες εκλογές, σε απροκάλυπτες αλλοιώσεις του ισχύοντος αντιπροσωπευτικού συστήματος των ΟΤΑ, πιθανολογώντας απλώς, πριν καν δοκιμασθεί, τις δυσλειτουργίες του… Αγνόησε έτσι προκλητικά το ότι τέτοιες μεθοδεύσεις, που αλλάζουν αυθαίρετα και εκ των υστέρων τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού (και μάλιστα εις βάρος των -υπέρτερων θεσμικά- συλλογικών οργάνων…) βρίσκονται σε καταφανή αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας…
Ε. Η τελευταία αλλά και η πλέον ανησυχητική ίσως θεσμική παρεκτροπή αφορά την ασφυκτική χειραγώγηση -μέσω ενορχηστρωμένων κινήσεων και ποικίλων ανταλλαγμάτων- της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, η οποία αγνοεί, ολοένα και προκλητικότερα (καθώς το ΕΣΡ περί άλλα τυρβάζει…), την συνταγματική επιταγή για «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ είναι ίδια ή ότι δεν υπάρχουν τιμητικές εξαιρέσεις δημοσιογράφων που σέβονται την αμεροληψία και την πολυφωνία (και άρα δεν πρέπει να «τσουβαλιάζονται» μαζί με τους ιδιοκτήτες ή με όσους ταυτίζονται μονίμως μαζί τους…). Ωστόσο, η γενική εικόνα δεν αλλάζει. Διανύουμε μια περίοδο δραματικής συρρίκνωσης του ραδιοτηλεοπτικού πλουραλισμού, η οποία όχι μόνον νοθεύει κατάφωρα τον πολιτικό ανταγωνισμό αλλά και υπονομεύει εν τέλει πλήρως την λογική μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας…
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ