Έχει αποφασίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να προσέλθει σε απευθείας διάλογο με την Τουρκία; Οι ενδείξεις συνηγορούν, το μορατόριουμ σχετικά με την έρευνες του Oruc Reis νοτίως του Καστελορίζου που ανακοίνωσε η Άγκυρα ήρθε προς επίρρωση. Είναι σαφές πως η γερμανική διαμεσολάβηση -την οποία ασμένως αποδέχθηκαν και η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση– δεν αποτελεί απλώς μια κίνηση διπλωματικού “μπιζιμποντισμού” της Άγκελα Μέρκελ. Αποσκοπεί σε μια ουσιαστική “διευθέτηση”, στο κενό που αφήνει η απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω της στενής σχέσης του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν και το γεγονός πως τους επόμενους μήνες θα υπάρξει “κενό πρωτοβουλιών” λόγω των προεδρικών εκλογών (Νοέμβριος) και έως την εγκατάσταση της (όποιας) νέας διοίκησης στην Ουάσιγκτον( Ιανουάριος 2021).
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το Βερολίνο, λοιπόν, πιέζει και επισπεύδει. Σοβαρό μειονέκτημα, αναμφίβολα, είναι το γεγονός πως η Γερμανία δεν διαθέτει γνώση και εμπειρία (και “ευαισθησία”) στην επίλυση τόσο σοβαρών γεωπολιτικών προβλημάτων όπως η ελληνοτουρκική κρίση. Το διμερές –κατά ορισμένους– πρόβλημα δεν είναι, τελικά, καθόλου διμερές. Εμπλέκει άμεσα την ίδια την υπόσταση των ευρωτουρκικών σχέσεων, το Κυπριακό ζήτημα, και μια σειρά άλλες γεωπολιτικές παραμέτρους που δεν πρέπει να υποτιμώνται (Συρία, Λιβύη, ανατολική Μεσόγειος, σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας κ.ά) και στις οποίες ο Ταγίπ Ερντογάν διαθέτει ουσιώδη και πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μπορεί, όμως, πράγματι να εκκινήσει σοβαρά ένας τέτοιος διάλογος; Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται από την πάγια θέση της χώρας πως “μοναδικό θέμα προς διευθέτηση με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ”. Το επανέλαβε ο υπουργός Εξωτερικών στις τελευταίες εμφανίσεις του.
Παραδέχθηκε, δε, πως έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις με την Τουρκία, υποβοηθούμενες προφανώς από την αναβολή για ένα μήνα της δραστηριότητας της Τουρκίας στην θαλάσσια περιοχή του Καστελορίζου.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, ο στενότερος συνεργάτης -και “αντ’ αυτού”- του Τούρκου προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν επιβεβαιώνει πως βρισκόμαστε σε διαδικασία συνομιλιών Ελλάδας- Τουρκίας υπό γερμανική αιγίδα.
«Η κ. Merkel είχε εποικοδομητικό ρόλο, αλλά όπως ισχυρίστηκε ο γερμανικός Τύπος, δεν βρεθήκαμε στο χείλος του πολέμου. Η Ελλάδα είναι σημαντικός μας γείτονας. Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε όλα αυτά τα θέματα με την Ελλάδα. Όλοι πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται στη δική τους υφαλοκρηπίδα, και θα πραγματοποιηθούν κοινές μελέτες σε αμφιλεγόμενες περιοχές», τόνισε χαρακτηριστικά.
«Ας είμαστε εποικοδομητικοί, ας περιμένουμε λίγο, είπε ο Πρόεδρος μας. Ας λύσουμε τα διμερή μας ζητήματα διμερώς. Δεν θα μπορούν να λάβουν αποτελέσματα χρησιμοποιώντας την ένταξη στην ΕΕ ως παράγοντα πίεσης.Εμείς είμαστε έτοιμοι να συνομιλήσουμε χωρίς προϋποθέσεις και όρους”, κατέληξε.
Ευλόγως δημιουργείται η απορία: τι είδους διάλογος μπορεί να γίνει μεταξύ της Ελλάδας που παγίως δηλώνει πως συζητά μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της Τουρκίας που –κατά τον Καλίν– επιθυμεί απευθείας διαπραγματεύσεις “χωρίς όρους και προϋποθέσεις”;
Ιδιαίτερα όταν η τουρκική πλευρά έχει καταστήσει σαφές πως στην ατζέντα τέτοιων συνομιλιών θέτει τα πάντα. Από την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, τις “γκρίζες” ζώνες στο Αιγαίο, τον διαμοιρασμό των φυσικών πόρων, την επήρεια του Καστελορίζου, μέχρι το ίδιο το Κυπριακό;
Το Βερολίνο φαίνεται να έχει αποδεχθεί σε μεγάλο βαθμό αυτή την τουρκική ατζέντα. Δεν υπάρχει έως τώρα καμία ξεκάθαρη δήλωση γερμανού αξιωματούχου που να επισημαίνει πως οι απευθείας διαπραγματεύσεις Ελλάδας- Τουρκίας θα έχουν ως μοναδικό αντικείμενο την υφαλοκρηπίδα. Τουναντίον, οι εισηγήσεις προς την καγκελαρία από το Ινστιτούτο του Κιέλου κάνουν λόγο ευθέως για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιέζεται από την Άγκελα Μέρκελ για την εκκίνηση ενός τέτοιου διαλόγου και οι πληροφορίες συγκλίνουν πως η διαδικασία θα μεθοδευτεί από τον Σεπτέμβριο με στόχο να εξελιχθεί έντονα εντός του διαστήματος της γερμανικής προεδρίας μέχρι το τέλος του έτους. Το θέμα συζητήθηκε και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο δε κ. Δένδιας εξαίρεσε την μείζονα τουρκική πρόκληση με την Αγία Σοφία από τα “διμερή” θέματα, γεγονός που σημαίνει πως η Αθήνα δεν την θεωρεί στοιχείο αναστολής του διαλόγου, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει το αντίθετο προ περίπου 15 ημερών, πριν πραγματοποιηθεί η μυστική συνάντηση στο Βερολίνο- εκεί πολλά άλλαξαν. Και, φυσικά, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την “γραμμή Σαμαρά” ότι “διάλογος με πειρατές δεν γίνεται”.
Τα ελληνοτουρκικά, όμως, δεν είναι ζήτημα ίσης γεωπολιτικής αξίας με το Μακεδονικό που επέλυσε η προηγούμενη κυβέρνηση με την Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι πολλαπλώς δυσκολότερο και αγγίζει το εθνικό DNA. Διαθέτει τεράστιο ιστορικό, γεωπολιτικό και συναισθηματικό φορτίο.
*Εκτός εάν εξαντλήσαμε το εθνικό μας “εγώ” απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία που θεωρούσαμε “του χεριού μας” και αντιμετωπίζουμε τώρα φοβικά και υποχωρητικά (ως λαός) τον εξ Ανατολών γείτονα.Δεν θέλω να το πιστέψω…
Μπορεί, ως εκ τούτου, μια κυβέρνηση μόνη της να εκκινήσει την διαδικασία ενός τέτοιου διαλόγου; Διαθέτει ο πρωθυπουργός λαϊκή εντολή για οιαδήποτε διευθέτηση που θα απέχει έστω και λίγο από την πάγια εθνική θέση; Διαθέτει την συναίνεση και συνηγορία των πολιτικών δυνάμεων; Προφανώς όχι.
Εάν για το σχετικά ήπιας γεωπολιτικής έντασης Μακεδονικό, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση υποδαύλιζε την τεράστια κοινωνική αναταραχή που όλοι γνωρίσαμε και απαιτούσε είτε προκήρυξη εκλογών, είτε δημοψήφισμα, για τα ελληνοτουρκικά θα προσέλθουμε ως χώρα σε έναν διάλογο δίχως συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και ενημέρωση του λαού;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να αισθάνεται (και είναι) ισχυρός πολιτικά, και ακόμα ισχυρότερος, ίσως, επειδή ο Αλέξης Τσίπρας του προσφέρει διάθεση συνεννόησης στα εθνικά θέματα, αλλά και διότι δεν έχει βρει ακόμα τον αντιπολιτευτικό βηματισμό του, βυθίζεται συχνά στην εσωκομματική εσωστρέφεια και πλήττεται από την σκανδαλολογία και τα μιντιακά πυρά.
Είναι, όμως, πολιτικά “έντιμο” -για να χρησιμοποιήσουμε έναν δικό του όρο- να προχωρήσει ο πρωθυπουργός ερήμην της αντιπολίτευσης και του λαού σε ένα τόσο σοβαρό θέμα που ίσως λάβει ιστορικές διαστάσεις;
Εκ των πραγμάτων προκύπτει η δυνατότητα τριών βασικών επιλογών: Ή να απορρίψει την γερμανική διαμεσολάβηση λέγοντας πως ο διάλογος με την Τουρκία μπορεί να εξελιχθεί ΜΟΝΟ για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και για τίποτε άλλο, ή να ενημερώσει την αντιπολίτευση και να λάβει εξουσιοδότηση από ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών (με πλήρη ενημέρωση του λαού) στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής στρατηγικής (;), ή να περιγράψει το γεωπολιτικό περιβάλλον και τους στόχους και να ζητήσει την έγκριση του εκλογικού σώματος με επίκληση “σπουδαίου εθνικού θέματος”…
Οτιδήποτε άλλο που θα αποκλίνει από την πάγια εθνική θέση εκφεύγει από την εντολή που έλαβε η παρούσα κυβέρνηση.