Την ανησυχία της για την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας δεν κρύβει η Αθηνά Λινού στη συνέντευξη που ακολουθεί. Ανησυχία που ερείδεται στους εξής λόγους:
· Αύξηση επιβεβαιωμένων κρουσμάτων
· Κρούσματα διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, όλες τις ηλικίες και τάξεις
· Μεγάλος αριθμός κρουσμάτων άγνωστης προέλευσης
Με αυτά τα δεδομένα, «είναι απολύτως σίγουρο ότι τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα από το επιβεβαιωμένα», τονίζει η καθηγήτρια επιδημιολογίας μιλώντας στο libre.gr., και τούτο γιατί, όπως σημειώνει, «δεν εξετάζεται ένα τυχαίο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού», επιπλέον «τα ασυμπτωματικά κρούσματα δεν συνυπολογίζονται στην πλειονότητά τους» ενώ «υπάρχει πιθανότητα ένα μέρος του πληθυσμού και να έχει ήπια κρούσματα και να αποφεύγει την επίσκεψη σε νοσοκομείο ή γιατρό από φόβο».
Συνέντευξη στον Νίκο Παπαδημητρίου
Για τα σχολεία ειδικότερα, η πρόεδρος του Ινστιτούτου Prolepsis kαι καθηγήτρια Eπιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ πιστεύει ότι «τα παιδιά, ιδιαίτερα τα μικρά, είναι εύκολο να προσαρμοστούν στην χρήση της μάσκας», αλλά θα απαιτηθεί σχετική ενημερωτική καμπάνια, επιμένει όμως ότι με τους υπάρχοντες αριθμούς μαθητών στα περισσότερα και ιδιωτικά σχολεία, «δεν είναι εφικτή η αποστασιοποίηση και δεν επαρκεί βεβαίως η χρήση της μάσκας». Άλλωστε, υπογραμμίζει, «ήδη βλέπουμε σε άλλες χώρες να γίνεται προσπάθεια για αξιοποίηση χώρων εντός και εκτός του σχολείου καθώς και προσπάθειες για αξιοποίηση υπαίθριων χώρων».
Η επέκταση του ωραρίου με εναλλαγή του προγράμματος σε πρωινό και απογευματινό είναι, κατά την άποψή της, πιθανή, από την άλλη, ωστόσο, «ο κύριος λόγος που δεν έγινε αποδεκτή η πρόταση του πρωινού – απογευματινού ωραρίου και η πρόταση της αξιοποίησης ελεύθερων χώρων είναι καθαρά οικονομικός». Εξηγεί δε, γιατί, σύμφωνα με την άποψη επιδημιολόγων κυρίως από το Χάρβαρντ αλλά κι άλλα πανεπιστήμια, την οποία ενστερνίστηκε ο dr Φάουτσι, η παρακολούθηση μαθημάτων μέρα παρά μέρα θεωρήθηκε «εξαιρετικά επικίνδυνη».
Στο πόλεμο κατά του κοροναϊού, η Αθηνά Λινού εκτιμά πως στην πορεία θα υπάρξουν μεγαλύτερα κενά στο υγειονομικό προσωπικό και βάζει τη διάσταση της πρόληψης, ενώ ως κύριο πρόβλημα της σημερινής έξαρσης αναφέρει το γεγονός ότι «δεν υπήρξε επαρκής σχεδιασμός τόσο για την επαναφορά μας στην εντός εισαγωγικών κανονικότητα όσο και για την υποδοχή των επισκεπτών – τουριστών στην χώρα μας». Εξάλλου, «όλοι νόμισαν ότι είχαμε λήξη συναγερμού και δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος», αναφέρει χαρακτηριστικά, επίσης θέτει και μια ακόμη παράμετρο, ότι ενώ «αρχικά έγινε προσπάθεια να ελεγχθούν οι επισκέπτες που έρχονται αεροπορικώς, δεν υπήρξε προσπάθεια προστασίας από τις οδικές εισόδους στη χώρα με συνέπεια να εισέλθουν κρούσματα χωρίς έλεγχο και να ακολουθήσουν σχετικά σπασμωδικές κινήσεις».
Ολόκληρη η συνέντευξη στο libre.gr