Τα μοτίβα διαταραγμένου ύπνου δεν προκαλούν νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά οι άνθρωποι που διατρέχουν μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου μπορεί να έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι «πρωινοί» τύποι, δηλαδή να ξυπνούν πολύ νωρίς το πρωί, να έχουν μικρότερη διάρκεια ύπνου και άλλα σημάδια διαταραχής του ύπνου.
Επίσης, ενδεχομένως να έχουν και περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από αϋπνία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Neurology.
«Γνωρίζουμε ότι οι πάσχοντες από νόσο Αλτσχάιμερ συχνά αναφέρουν κατάθλιψη και διάφορα προβλήματα ύπνου, όπως η αϋπνία. Θελήσαμε, λοιπόν, να δούμε αν υπάρχουν αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα μοτίβα ύπνου, την κατάθλιψη και τη νόσο Αλτσχάιμερ», αναφέρει ο συγγραφέας της μελέτης, Abbas Dehgan από το Imperial College του Λονδίνου.
Για να αξιολογήσουν τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα μοτίβα ύπνου, τη σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή και τη νόσο Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές ανέλυσαν το αποτέλεσμα διαφορετικών γενετικών μελετών που συγκεντρώθηκαν από βάσεις δεδομένων.
Τα στοιχεία περιελάμβαναν 21.982 ανθρώπους με διάγνωση για νόσο Αλτσχάιμερ οι οποίοι συγκρίθηκαν με 41.944 άτομα χωρίς τη νόσο, 9.240 άτομα με σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή που συγκρίθηκαν με 9.519 υγιείς και 446.118 άτομα με μετρήσεις σχετικών με τον ύπνο χαρακτηριστικών.
Ο κίνδυνος για νόσο Αλτσχάιμερ προσδιορίστηκε βάσει γενετικών μελετών, όπου η νόσος είχε διαγνωσθεί μέσω αυτοψίας ή κλινικής εξέτασης.
Οι ερευνητές, όπως αναφέρει το ygeiamou.gr, ανέλυσαν τις γενετικές πληροφορίες χρησιμοποιώντας τη Μενδελιανή τυχαιοποίηση (σχεδιασμός μελέτης), η οποία μπορεί να προσδιορίσει αν υπάρχει αίτιο και αποτέλεσμα.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να δείχνουν ότι σχετικά με τον ύπνο χαρακτηριστικά προκαλούσαν τη νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά ούτε και σχέση αιτίου-αποτλέσματος μεταξύ της σοβαρής καταθλιπτικής διαταραχής και της νόσου.
Αυτό που βρήκαν οι ερευνητές ήταν ένας μικρός συσχετισμός ανάμεσα στα ακόλουθα: οι άνθρωποι με διπλάσιο γενετικό κίνδυνο για νόσο Αλτσχάιμερ ήταν 1% πιο πιθανό να χαρακτηρίζονται ως «πρωινοί» τύποι σε σύγκριση με όσους διέτρεχαν μικρότερο γενετικό κίνδυνο, ενώ είχαν και 1% χαμηλότερο κίνδυνο για άνοια. Ωστόσο, η επίδραση αυτού του συσχετισμού είναι μικρή και υποδεικνύει μόνο μία πιθανή σύνδεση και όχι αίτιο και αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις των επιστημόνων, η μελέτη αυτή ήταν περιορισμένη λόγω του γεγονότος ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες είχαν ευρωπαϊκή καταγωγή, επομένως τα αποτελέσματα ενδεχομένως να μην αφορούν ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων.