«Η Τουρκία θέλει τον διάλογο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Εφόσον, όμως, ο διάλογος γίνει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με όρους, δεν πρέπει να τον φοβόμαστε», δηλώνει στο iEidiseis.gr ο Κωνσταντίνος Φίλης.
Όπως, μάλιστα, σημειώνει σε περίπτωση που υπάρχουν προκλητικές ενέργειες από την Τουρκία, όπως δηλαδή έκδοση από την Τουρκία άλλων παράνομων NAVTEX, προκλήσεων στην θάλασσα ή στον αέρα και απόπειρας εφαρμογής του τουρκολιβυκού μνημονίου, είτε με χορήγηση αδειών για έρευνες στην τουρκική κρατική εταιρεία TPAO είτε με πρόσκληση της κυβέρνησης της Τρίπολης για έρευνες σε δήθεν λιβυκή υφαλοκρηπίδα, τότε οι διερευνητικές επαφές θα πρέπει να σταματήσουν αμέσα.
Υπό ποιες προϋποθέσεις κατά τη γνώμη σας η Ελλάδα δεν θα πρέπει να επιμείνει σε κυρώσεις κατά της Τουρκίας στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ; Με δεδομένο, μάλιστα, πως η Κύπρος πιέζει για αυστηρές κυρώσεις;
Οι κυρώσεις δεν έχουν τη λογική της τιμωρίας της Τουρκίας, πολλώ δε μάλλον των πολιτών της. Ο στόχος είναι η συμμόρφωση της Άγκυρας με κοινά αποδεκτούς κανόνες, σχετιζόμενους (και) με την καλή γειτονία. Η Ελλάδα πρέπει να πετύχει την υιοθέτηση μίας αυτοματοποιημένης διαδικασίας επιβολής κυρώσεων, σε περίπτωση που η Τουρκία αγνοήσει τις προϋποθέσεις που πρέπει οπωσδήποτε να της τεθούν. Αν πρόκειται κάθε φορά που η Τουρκία παραβιάζει ή αποπειράται να σφετεριστεί κυριαρχικά δικαιώματα κάποιου κράτους-μέλους να συγκαλούνται συσκέψεις ή σύνοδοι για να αποφασιστούν μέτρα σε βάρος της, είναι προφανές ότι δεν θα πτοείται. Δεν προβλέπεται βέβαια τέτοιος μηχανισμός, οπότε η μάχη δεν θα είναι εύκολη, ούτε βέβαιο ότι θα τελεσφορήσει.
Το έτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η αντίδραση της ΕΕ στις τουρκικές συστηματικές παραβιάσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, που δυστυχώς έχουν εδραιωθεί. Είναι δεδομένο ότι η Άγκυρα επιχειρεί να «σπάσει» το μέτωπο Αθήνας-Λευκωσίας και να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων, αποδίδοντας τις ενέργειες της στην προστασία των Τουρκοκυπρίων και τα νόμιμα δικαιώματά της στην υφαλοκρηπίδα της, όπως αυτή τα ορίζει (εκτός βέβαια νομικού πλαισίου). Επενδύει στην απροθυμία συγκεκριμένων κρατών-μελών να ληφθούν μέτρα σε βάρος της.
Η Αθήνα, συνεπώς, έχει απέναντί της ένα μέτωπο διόλου ευκαταφρόνητο, το οποίο αντιστέκεται, είτε λόγω του βαθμού έκθεσης στην τουρκική οικονομία, είτε εξαιτίας της ανησυχίας για πιθανή δραματική αύξηση των προσφυγομεταναστευτικών ροών ως αντίποινα στις κυρώσεις, είτε επειδή πιστεύει ότι οι τελευταίες δεν θα λειτουργήσουν. Η Κύπρος είναι ανεξάρτητη χώρα και η Ελλάδα δεν πρέπει να παρασυρθεί από την παρεμβατικότητα της Τουρκίας.
Ασφαλώς, η Λευκωσία θα στηριχθεί από την Αθήνα σε οποιαδήποτε απόφαση, αλλά οι τωρινές ενδείξεις δείχνουν ότι επιχειρείται να πιεστεί η Λευκωσία να μη θέσει βέτο για τη Λευκορωσία. Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη αξία είναι η ελληνική πλευρά να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο και συγκεκριμένο σχέδιο για ενδεχόμενη επανεκκίνηση των διαβουλεύσεων για το Κυπριακό, γιατί για ορισμένους κύκλους στη Δύση θεωρείται το κλειδί των εξελίξεων.
Η Αθήνα πώς θα εξασφαλίσει κ. καθηγητά ότι ο διάλογος με την Άγκυρα, εφόσον ξεκινήσει, θα είναι ειλικρινής και θα έχει συνέχεια και δεν θα αποτελεί απλώς «τέχνασμα», ώστε να κερδίσει η Τουρκία χρόνο και να ξαναρχίσει τις προκλήσεις και τις εντάσεις;
Η Τουρκία θέλει τον διάλογο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Εφόσον, όμως, ο διάλογος γίνει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με όρους, δεν πρέπει να τον φοβόμαστε. Δίχως δηλαδή έκδοση από την Τουρκία άλλων παράνομων NAVTEX, προκλήσεων στην θάλασσα ή στον αέρα, και απόπειρας εφαρμογής του τουρκολιβυκού μνημονίου, είτε με χορήγηση αδειών για έρευνες στην τουρκική κρατική εταιρεία TPAO είτε με πρόσκληση της κυβέρνησης της Τρίπολης για έρευνες σε δήθεν λιβυκή υφαλοκρηπίδα.
Οτιδήποτε από αυτά συμβεί, οι διερευνητικές θα πρέπει άμεσα να διακοπούν και η ελληνική πλευρά οφείλει να το διαμηνύσει σε εταίρους και Τουρκία και βέβαια η τελευταία να δέχεται τις συνέπειες των πράξεων της. Εξίσου, η διαβούλευση με ανοιχτή ατζέντα δεν είναι αποδεκτή, όταν η μία πλευρά διεκδικεί, αμφισβητεί και σφετερίζεται κυριαρχικά δικαιώματα της άλλης. Άλλωστε, οι διερευνητικές επαφές σηματοδοτούν την έναρξη του διαλόγου, όχι της διαπραγμάτευσης. Αυτό είναι το επόμενο βήμα.
Άλλο πράγμα οι διερευνητικές συνομιλίες, προκειμένου να βολιδοσκοπήσουμε τις προθέσεις της άλλης πλευράς και άλλο η έναρξη μιας διαπραγμάτευσης. Για να εκκινήσουν οι τελευταίες προϋπόθεση είναι να ευδοκιμήσουν οι συνομιλίες. Είναι σημαντικές, τόσο γιατί κατά την διάρκειά τους δεν μπορεί να υπάρχει η ένταση των τελευταίων μηνών, όσο και προκειμένου να διαπιστώσουμε στην πράξη τι απ’ όσα λέει δημόσια η Τουρκία εννοεί και τι όχι. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες και είμαστε ακόμη στην αρχή.
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ τι είδους απόφαση μπορεί να λάβει για τις ευρωτουρκικές σχέσεις; Μπορεί να υπάρξει μια νέα σχέση και σε τι προοπτική; Ή θα επικρατήσουν οι δυνάμεις που εκφράζουν τον αντιτουρκισμό στην Ένωση; Και το ρωτώ, γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται τα μέγιστα από τις ευρωτουρκικές…
Δεν πιστεύω ότι οι όποιες αποφάσεις τυχόν ληφθούν θα είναι οριστικές. Αυτή τη στιγμή χώρες που στηρίζουν τις ελληνικές θέσεις, όπως η Αυστρία, έχουν την πιο σκληρή στάση σχετικά με την Τουρκία και ζητούν την οριστική διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ακόμη και αν κάτι τέτοιο είναι λογικό στην παρούσα συγκυρία, η Ελλάδα εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να την υποστηρίξει δημόσια, παρά μόνο αν γίνει κοινός τόπος για το σύνολο της ΕΕ.
Από εκεί και πέρα, πρέπει με προωθημένο τρόπο να προσπαθήσουμε να προκαταλάβουμε την ατζέντα της εκκολαπτόμενης ειδικής σχέσης ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία. Πώς; Με μία διαδικασία τύπου Ελσίνκι, προσαρμοσμένη φυσικά στην τωρινή πραγματικότητα. Δηλαδή, με την παροχή κινήτρων προς την Άγκυρα μέσα όμως σε ένα αυστηρό πλαίσιο προϋποθέσεων. Τα κίνητρα είναι κυρίως οικονομικά και σχετίζονται με την επικαιροποίηση της Τελωνειακής Ένωσης αλλά και της δήλωσης για το προσφυγομεταναστευτικό συνδυαστικά με την αύξηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, όπως και με την προσέλκυση ευρωπαϊκών κεφαλαίων υπό τη μορφή επενδύσεων.
Όλα αυτά θα προχωρούν σε στάδια/κεφάλαια υπό την αίρεση της απαρέγκλιτης τήρησης των προδιαγραφών που η ΕΕ θα έχει ήδη θέσει στην Τουρκία και οι οποίες θα σχετίζονται και (όχι μόνο) με τις σχέσεις καλής γειτονίας έναντι Ελλάδας και Κύπρου. Η Άγκυρα δείχνει περιφρονητική απέναντι στην ΕΕ και τον ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή, ωστόσο, ο μεγάλος βαθμός αλληλεξάρτησης σε κομβικά πεδία (οικονομία- εμπόριο, ασφάλεια, ενέργεια) δεν της επιτρέπει να κλονίσει περαιτέρω τις σχέσεις τους ή να μην στέρξει σε μία πρόταση-πακέτο εκ μέρους της ΕΕ.
Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά είναι πώς θα εξασφαλιστεί ότι μετά και την κατάληξη τυχόν διαλόγου, η Τουρκία δεν θα επανέλθει σε διεκδικήσεις της για θέματα που η ίδια θεωρεί ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα, πχ για τη Θράκη ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να σκεφτεί…
Οι τρόποι επίλυσης διαφορών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας είναι πολύ συγκεκριμένοι. Είτε μέσω διαλόγου, ο οποίος οδηγεί σε διαπραγμάτευση και σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Είτε μέσω διαλόγου και μιας διαπραγμάτευσης η οποία οδηγεί σε αδιέξοδο, άρα αποδεχόμαστε την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης ως του μέσου που θα επιλύσει το πρόβλημα. Είτε μέσω ενός πολέμου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος διευθέτησης. Το πρόβλημα εδώ είναι αν η Τουρκία θα δεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ αλλά αν η ελληνική πλευρά πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, αν μη τι άλλο, θα δυσκολευθεί η Άγκυρα να εξηγήσει γιατί αρνείται. Εδώ το επιχείρημά μας είναι πως δεδομένου ότι το κύριο ζήτημα που παράγει εντάσεις μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας είναι οι θαλάσσιες ζώνες κυριαρχικών δικαιωμάτων (και ασφαλώς όχι τα υπόλοιπα θέματα που βάζει η Άγκυρα στο τραπέζι για να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα) και δεδομένου ότι οι διαφορές μας είναι χαώδεις, ας προσφύγουμε στη Χάγη -που είναι καθ’ ύλην αρμόδια- για να μας δώσει μία οριστική λύση, που θα τη σεβαστούμε.
Από εκεί και πέρα, διάλογος δεν σημαίνει και οριστική λύση. Αν η Ελλάδα αρνούνταν να μπει σε μια διαδικασία διαλόγου θα φαινόταν στην διεθνή κοινότητα ως ένα κράτος που κρύβεται μονίμως πίσω από άλλες δυνάμεις και ενώ επικαλείται το διεθνές δίκαιο φοβάται την εφαρμογή του. Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει εθνική αυτοπεποίθηση και να μην διακατέχεται από τις φοβίες του παρελθόντος. Διάλογος άνευ όρων δεν γίνεται αποδεκτός, ούτε διάλογος με όρους στα μέτρα της Τουρκίας. Η στρατηγική αξία της τελευταίας και η πολιτική κατευνασμού έναντί της είναι λογικό να μας ανησυχούν για τον ρόλο του διεθνούς παράγοντα. Αν είμαστε σταθεροί και προσηλωμένοι και έχουμε σχέδιο και αρραγές εθνικό μέτωπο, γιατί να μας επιβληθούν;
Η Τουρκία εννοείται πως δεν θα πάψει να είναι αναθεωρητική, να παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, επιδιώκοντας να κάνουμε εμείς το πρώτο λάθος, να διεξάγει υβριδικές επιχειρήσεις συνεχούς ψυχολογικής πίεσης, διανθισμένης με απειλές, ώστε να υποχρεωθούμε να συνθηκολογήσουμε και βέβαια να αποσκοπεί στη φινλανδοποίησή μας μέσω διαπραγματεύσεων, υπό καθεστώς πίεσης του διεθνούς παράγοντα προκειμένου να διευθετήσουμε επιτέλους τις διαφορές μας.
Η απάντησή μας είναι να γίνουμε πιο προδραστικοί σε όλα τα επίπεδα και fora, να εξηγούμε στους εταίρους μας σε κάθε στάδιο τις θέσεις μας, και η κυβέρνηση να ενημερώνει επαρκώς τόσο τα κόμματα (καθοριστική η εθνική ομοψυχία και συναίνεση) όσο και τους πολίτες, για να μην καλλιεργούνται προσδοκίες αλλά και να μην επενδύουν συγκεκριμένοι κύκλοι σε φοβικά σύνδρομα.
Γνωρίζουμε ότι πιθανόν να μην τελεσφορήσει ο διάλογος, πολλώ δε μάλλον οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Αλλά πρέπει πάσει θυσία να εξαντλήσουμε τα περιθώρια.