Η Τουρκία επιδιώκει τον αφοπλισμό των ελληνικών νησιών ώστε να προετοιμάσει την (ως συνήθως) εκ του ασφαλούς εισβολή της σε αυτά με αφορμή κάποιο πρόσχημα, όπως π.χ. μια προβοκάτσια στο πεδίο του εργαλειοποιημένου από την τουρκική πολιτική Μεταναστευτικού.
Τον Νοέμβριο του 1967, μετά από διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο, η Τουρκία απαίτησε την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στη μεγαλόνησο (τη μεραρχία είχε στείλει εκεί το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, για να προστατεύει την Κυπριακή Δημοκρατία από τυχόν τουρκική εισβολή). Η Τουρκία απείλησε την Ελλάδα με πόλεμο εάν η μεραρχία δεν αποσυρόταν άμεσα. Προκειμένου να αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ δύο κρατών μελών του ΝΑΤΟ μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε τον έμπειρο νομικό Σάιρους Βανς ως διαμεσολαβητή. Ο Βανς επισκέφθηκε και τις δύο πρωτεύουσες. Οι Τούρκοι ήταν αδιάλλακτοι, ενώ η στρατιωτική χούντα (που είχε καταλάβει την εξουσία δια της βίας από τον Απρίλιο) κάμφθηκε. Τυπικά πρωθυπουργός ήταν ο πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κόλλιας, αλλά την πραγματική εξουσία ασκούσε η τριανδρία Παπαδόπουλος – Μακαρέζος – Παττακός.
Σύμφωνα με μία ανέκδοτη πρωτογενή αφήγηση, ο Βανς επισκέπτεται τον Παπαδόπουλο στο γραφείο του και του ζητά επιτακτικά να αποσύρει τη μεραρχία από την Κύπρο. Ο Παπαδόπουλος προβάλλει διάφορες δικαιολογίες και ο Βανς σηκώνεται να φύγει. Ο Παπαδόπουλος τρέχει από πίσω του, ο Βανς στρίβει και τον ρωτά: «Θα αποσύρετε τη μεραρχία;». Ο Παπαδόπουλος δεν είχε το σθένος να ορθώσει μία κατηγορηματική άρνηση, που θα οδηγούσε τον Βανς ξανά στην Αγκυρα προκειμένου να ασκήσει εκ νέου πίεση στην τουρκική κυβέρνηση (διότι φυσικά δεν επρόκειτο οι ΗΠΑ να επιτρέψουν ενδονατοϊκή σύρραξη). Τελικώς η μεραρχία απεσύρθη και το κύριο εμπόδιο για μία τουρκική εισβολή στην Κύπρο εξαλείφθηκε. Οι Τούρκοι, που παραβιάζουν κατά κανόνα ανοιχτές θύρες, πραγματοποίησαν τελικώς την εισβολή τους εξήμισι χρόνια αργότερα στην αποστρατιωτικοποιημένη πλέον Κύπρο.
Το σενάριο επαναλαμβάνεται σήμερα στο Ανατολικό Αιγαίο. Οι Τούρκοι υψώνουν το φάσμα του πολέμου απαιτώντας την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων, η οποία προβλέπεται από τη συνθήκη παραχώρησης των νήσων αυτών από την Ιταλία στην Ελλάδα το 1947 (Συνθήκη των Παρισίων, άρθρο 14). Στη συνθήκη αυτή η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και ως εκ τούτου δεν έχει ιδιότητα εγγυήτριας δύναμης.
Οπότε οι αιτιάσεις της νομικά είναι άτοπες. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι το 1947, όταν υπεγράφη η Συνθήκη, η Τουρκία δεν επεδίωκε όπως σήμερα (και μάλιστα απροκάλυπτα) την κατάληψη του Αιγαίου. Δεν προέβαλε τον ιμπεριαλιστικό στόχο της «γαλάζιας πατρίδας». Δεν απαιτούσε την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Δεν είχε συγκροτήσει ολόκληρη αποβατική στρατιά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μόνον ένα κράτος με αυτοκτονικές τάσεις δεν θα προσάρμοζε την άμυνά του μπροστά σε μία τόσο ξεκάθαρη απειλή. Και ορθώς η Ελλάδα μετά το 1974 το έπραξε.
Η Τουρκία επιδιώκει τον αφοπλισμό των ελληνικών νησιών ώστε να προετοιμάσει την (ως συνήθως) εκ του ασφαλούς εισβολή της σε αυτά με αφορμή κάποιο πρόσχημα, όπως π.χ. μια προβοκάτσια στο πεδίο του εργαλειοποιημένου από την τουρκική πολιτική Μεταναστευτικού.
Η ελληνική κυβέρνηση ορθώς έχει αποκλείσει οιαδήποτε σχετική συζήτηση. Τα Δωδεκάνησα, όπως και ολόκληρο το Αιγαίο, είναι μέρος της ελληνικής επικράτειας όσο η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Τυχόν αποδοχή παρεμβατικού ρόλου ή έστω νύξη της Τουρκίας σε αυτά (όπως η απαράδεκτη τουρκική μομφή για την επίσκεψη της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Καστελλόριζο) αποτελεί φινλανδοποίηση, μετατροπή της Ελλάδας σε υποτελές κράτος και ριζική αποκοπή της από τον ευρωπαϊκό πυρήνα. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει αντιθέτως να αυξήσει περαιτέρω τη στρατιωτική θωράκιση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης. Από τις εκδόσεις Καπόν κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ο Αρχοντας με τα πολλά πρόσωπα»
Πηγή: in.gr