Στη Γαλλία, όπως στη Γερμανία και στις περισσότερες άλλες χώρες, η Αριστερά είναι διχασμένη στο ευρωπαϊκό ζήτημα, και γενικότερα στη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και τον έλεγχο του καπιταλισμού.
του Thomas Piketty (*)
Ενώ οι ημερομηνίες για τις μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις πλησιάζουν με γοργά βήματα (2021 στη Γερμανία, 2022 στη Γαλλία), πολλαπλασιάζονται οι φωνές υπέρ της ένωσης αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Στη Γερμανία, βέβαια, οι Πράσινοι διατηρούν μεγάλες διαφωνίες με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους και πολλοί προβλέπουν ότι τελικά θα συμμαχήσουν με τους Χριστιανοδημοκράτες. Και στη Γαλλία, τίποτα δεν εγγυάται ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς θα ενωθούν.
Το πρόβλημα είναι ότι το κάθε στρατόπεδο θεωρεί πως έχει δίκιο. Στην «Ανυπόταχτη Γαλλία», υπενθυμίζουν ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι οικολόγοι σύμμαχοί του είχαν υποσχεθεί πριν από τις εκλογές του 2012 ότι θα επαναδιαπραγματεύονταν τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Μετά τις εκλογές, όμως, η πλειοψηφία της εποχής βιάστηκε να επικυρώσει τη νέα δημοσιονομική συνθήκη χωρίς να αλλάξει τίποτα. Και τίποτα δεν δείχνει ότι έκτοτε έχουν αλλάξει στόχους και στρατηγική.
Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, πάλι, επισημαίνουν ότι το σχέδιο των «Ανυπόταχτων» για την αλλαγή της Ευρώπης δεν είναι ούτε ακριβές ούτε πειστικό και ότι ο Ζαν-Λικ Μελανσόν ενδιαφέρεται περισσότερο να ασκεί κριτική στη σημερινή ΕΕ (αν όχι να υποστηρίζει την έξοδο της χώρας από αυτήν) παρά να εργαστεί για κάποιες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Δυστυχώς και οι δύο έχουν δίκιο. Θεωρητικά, η στρατηγική των «Ανυπόταχτων» είναι να προσπαθήσουν να πείσουν τις άλλες χώρες να επαναδιαπραγματευθούν τις ευρωπαϊκές συνθήκες (plan A) και, αν δεν το καταφέρουν, να αποχωρήσουν από τις συνθήκες αυτές και να τις ξαναχτίσουν με έναν μικρότερο αριθμό χωρών (plan B). Η ιδέα δεν είναι κακή. Αλλά οι «Ανυπόταχτοι» περνούν περισσότερο χρόνο επισείοντας την απειλή της αποχώρησης, παρά περιγράφοντας τις νέες συνθήκες που θα ήθελαν να προτείνουν στις άλλες χώρες.
Το κόμμα του Μελανσόν υποστηρίζει επίσης την ιδέα της κοινωνικής, φορολογικής και περιβαλλοντικής εναρμόνισης της Ευρώπης, κάτι που προϋποθέτει το τέλος του κανόνα της ομοφωνίας. Δεν λέει όμως ποιος δημοκρατικός θεσμός είναι εκείνος που θα λαμβάνει αποφάσεις με πλειοψηφία.
Μια λύση θα ήταν να έχει την τελευταία λέξη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτό όμως έχει τον κίνδυνο της οριστικής αποκοπής του από τα εθνικά κοινοβούλια. Μια πραγματικά ριζοσπαστική καινοτομία θα ήταν έτσι η συγκρότηση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής Εθνοσυνέλευσης που θα στηρίζεται στους εθνικούς βουλευτές, κατ’αναλογία με τους πληθυσμούς και τις πολιτικές ομάδες.
Αυτά είναι σύνθετα θέματα, για τα οποία κανείς δεν έχει την τέλεια λύση. Ενας λόγος παραπάνω λοιπόν να μιλούν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις μεταξύ τους και να συμφωνούν σε μια στρατηγική. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό μάλιστα να γίνονται συγκεκριμένες προτάσεις σε άλλες χώρες. Γιατί παρόλο που είναι απίθανο οι «27» να συμφωνήσουν να δοθεί τέλος στον κανόνα της ομοφωνίας, θα ήταν περίεργο η γαλλική Αριστερά, αναλαμβάνοντας την εξουσία, να μην μπορεί να πείσει ορισμένες τουλάχιστον χώρες (και ιδιαίτερα την Ιταλία και την Ισπανία) για την ανάγκη να πορευθούν μαζί σε αυτή την κατεύθυνση.
Η γαλλική Αριστερά, όπως και η γερμανική, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η Ευρώπη του 2022 δεν θα είναι εκείνη του 2012. Θα πρέπει λοιπόν να λάβουν σαφή θέση σε σχέση με το σχέδιο ανάκαμψης που υιοθετήθηκε αυτό το καλοκαίρι και που, παρά τους περιορισμούς του, αποτελεί ένα πραγματικό βήμα προς τα εμπρός.
Το σχέδιο αυτό θα πρέπει βέβαια να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια. Κι εδώ, όμως, θα πρέπει να εξεταστεί η ιδέα της πλειοψηφίας, να προχωρήσουν δηλαδή τουλάχιστον ορισμένες χώρες. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να ξεπεραστούν οι παλιές διαμάχες και οι ψευδείς βεβαιότητες και να πάψει κάθε κομμάτι της Αριστεράς να πιστεύει ότι έχει την αποκλειστικότητα των ορθών απόψεων για την Ευρώπη.
(*) Ο Τομά Πικετί είναι γάλλος οικονομολόγος
(Πηγή: Le Monde)