Η Κομισιόν σημειώνει μεταξύ άλλων στην πρώτη έκθεση για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, ότι «η καταγραφή της εφαρμογής των μέτρων δείχνει ανάμεικτα αποτελέσματα και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης παραμένει αντιμέτωπο με προκλήσεις αναφορικά με την ποιότητα αλλά και την αποτελεσματικότητά του»
«Μια αναθεώρηση της ποινικής νομοθεσίας τον Ιούνιο του 2019 προκάλεσε σειρά ανησυχιών, ιδίως ως προς την ποινικοποίηση της δωροδοκίας (…) Τα λόμπυ στην Ελλάδα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτα και το πλαίσιο προστασίας του καταγγέλλοντος (whistleblower) είναι ελλιπές», καταγράφεται επίσης στην έκθεση της Κομισιόν, η οποία στη συνέχεια καυτηριάζει τα προβλήματα που εντοπίζονται όσον αφορά τα ΜΜΕ.
«Οι βασικές ανησυχίες αφορούν ανεπαρκείς μηχανισμούς για τη διασφάλιση του σεβασμού των επαγγελματικών προτύπων στην πρακτική της δημοσιογραφίας και των επισφαλών συνθηκών εργασίας για τους δημοσιογράφους που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση».
Σε σχέση με τη διαφθορά, η έκθεση τονίζει ότι «η Ελλάδα ξεκίνησε ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων κατά της διαφθοράς τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να εφαρμόζει ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο καταπολέμησης της διαφθοράς. Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τον εξορθολογισμό του θεσμικού πλαισίου και τη βελτίωση του συντονισμού διαφόρων οργανισμών και φορέων που είναι επιφορτισμένοι με την καταπολέμηση της διαφθοράς», ωστόσο αν και καταγράφεται ότι «υπάρχει ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο για δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων και χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων», τονίζεται ότι «η εφαρμογή εξακολουθεί να παρουσιάζει κάποια κενά».
«Ορισμένα εμπόδια στη δίωξη διαφθοράς υψηλού επιπέδου εξαλείφθηκαν μέσω συνταγματικής αναθεώρησης το 2019, καθώς τροποποιήθηκαν οι διαδικασίες σχετικά με τα καθεστώτα ασυλίας και το καταστατικό περιορισμού. Μια αναθεώρηση της ποινικής νομοθεσίας τον Ιούνιο του 2019 έθεσε ορισμένες ανησυχίες, ιδίως όσον αφορά την ποινικοποίηση της δωροδοκίας», αναφέρεται σε άλλο σημείο.
«Ενώ οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις αποκατέστησαν αυτήν την κατάσταση, οι τρέχουσες υποθέσεις παραμένουν επηρεασμένες. Τα λόμπυ στην Ελλάδα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτα και το πλαίσιο προστασίας του καταγγέλλοντος είναι ελλιπές» σημειώνεται επίσης.
Σε ό,τι αφορά τη ελευθερία της έκφρασης, σημειώνει ότι «υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ».
«Οι βασικές ανησυχίες αφορούν ανεπαρκείς μηχανισμούς για τη διασφάλιση του σεβασμού των επαγγελματικών προτύπων στην πρακτική της δημοσιογραφίας και των επισφαλών συνθηκών εργασίας για τους δημοσιογράφους που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση», αναφέρεται.