H συνέντευξη του πρωθυπουργού στα “Νέα” και τον Γιάννη Πρετεντέρη δημοσιεύτηκε στο φύλο της Δευτέρας (σήμερα). Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς πως η συνέντευξη δόθηκε το αργότερο το απόγευμα της Κυριακής, αν και είναι πιθανό η συνομιλία να έγινε νωρίτερα και να ακολούθησε εντός του σαββατοκύριακου η συνήθης (σε συνεντεύξεις) επικαιροποίηση και ανταλλαγή τροποποιήσεων.
Παρόλα αυτά, το πρωί της Δευτέρας που κυκλοφόρησε η εφημερίδα το σκέλος της που αφορά τα ελληνοτουρκικά αξιολογείται μάλλον ως ανεπίκαιρο και ευλόγως εγείρει αρκετά ερωτηματικά.
Κι αυτό διότι είχε προηγηθεί η νέα τουρκική Navtex και η ανακοίνωση για έξοδο του Oruc Reis, συνοδεία δύο πολεμικών πλοίων (Ataman και Cengizhan) σε θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου που συμπεριλαμβάνει ύδατα νότια του Καστελόριζου ως την 22η Οκτωβρίου, σύμφωνα με την ειδοποίηση.
Σύμφωνα με την φιλοκυβερνητική Sabah, το Oruc Reis θα ξεκινήσει το πρωί της Δευτέρας τις έρευνες και τις οποίες θα συνεχίσει έως τις 22 Οκτωβρίου νότια του Καστελόριζου.
Από το βράδυ της Κυριακής, μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες από το Πεντάγωνο, έχει κινητοποιηθεί μέρος του Ελληνικού Στόλου ενώ βρίσκεται σε επιφυλακή η Πολεμική Αεροπορία.
Βεβαίως, είχαν προηγηθεί η ακραία προκλητική ενέργεια με το άνοιγμα της παραλιακής οδού της Αμμοχώστου (Βαρώσια) κάτι που καταστρατηγεί απόφαση του ΟΗΕ αλλά και οι απειλές του εκλεκτού του Ταγίπ Ερντογάν (Ερσίν Τατάρ) για πλήρη εποικισμό της μαρτυρικής πόλης.
Δεν είναι τυχαίο πως μετά από τις νέες τουρκικές προκλήσεις, η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας στο ραδιόφωνο του “Πρώτου Θέματος”, έθεσε ευθέως θέμα κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
Ο δρόμος προς τις κυρώσεις στην Τουρκίας είναι μακρύς, έχουμε όμως διανύσει τον μισό. Οι ίδιες οι πρακτικές του Ερντογάν πείθουν σιγά-σιγά και εκείνους οι οποίοι, για τους δικούς τους λόγους, ήταν επιφυλακτικοί ως προς το ότι χρειάζονται κυρώσεις.
1/2 #ThemaRadio— Ντόρα Μπακογιάννη (@Dora_Bakoyannis) October 12, 2020
Η δε αιχμή της κατά εκείνων που δεν θέλουν ή αποφεύγουν τις κυρώσεις αναζητά αποδέκτες:
Όλοι όσοι ήταν κατά των κυρώσεων εκτίθενται με τις νέες προκλήσεις της Τουρκίας. Τα Βαρώσια και η νέα Navtex δείχνουν έλλειψη φερεγγυότητας εκ μέρους της Τουρκίας και όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι η φερεγγυότητα στην εξωτερική πολιτική. 2/2 #ThemaRadio
— Ντόρα Μπακογιάννη (@Dora_Bakoyannis) October 12, 2020
Οι παρεμβάσεις της κ. Μπακογιάννη δημιουργούν εύλογα ερωτήματα για ορισμένα σημεία όσων λέει στα “Νέα” ο πρωθυπουργός, ακόμα κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η συνέντευξη στον Γιάννη Πρετεντέρη προηγήθηκε των νέων τουρκικών προκλήσεων.
Διότι όταν η Ντόρα Μπακογιάννη αμφισβητεί ευθέως την φερεγγυότητα της Τουρκίας ενόψει των διερευνητικών επαφών, ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του το “νέο περιβάλλον”. Παραπέμπει δε στον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια που, όπως λέει, τον διαβεβαίωσε για τις προθέσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου υπέρ του διαλόγου.
Λογικό, ως εκ τούτου, το ερώτημα: ισχύει ακόμα η “καλή πρόθεση” της Τουρκίας και θα προσέλθει η Ελλάδα σε διερευνητικές επαφές υπό το κλίμα της νέας εξόδου του Oruc Reis και του νέου τουρκικού εκβιασμού στην ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο;
Στην ίδια συνέντευξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει πως προτιμά την “απειλή κυρώσεων” από τις κυρώσεις αυτές καθ’ αυτές. Ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη θεωρεί πως οι πρακτικές του Ερντογάν πείθουν υπέρ των κυρώσεων ακόμα κι εκείνους που ήταν επιφυλακτικοί. Πιθανώς εννοεί τη Γερμανία, αλλά μόνο αυτή;
Από την άλλη ο πρωθυπουργός τονίζει πως “αν φτάσει στο σημείο κανείς να επιβάλει κυρώσεις, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ένταση μπορεί να συντηρηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα». Και το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε μια οικονομία με πολλά προβλήματα φαίνεται πως έπαιξε το ρόλο της: «Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο ότι τελικά υπήρξε μια -ας μη χρησιμοποιήσω τον όρο ‘αναδίπλωση’- προσαρμογή της τουρκικής θέσης».
Σημαίνει αυτό πως προτιμά την “απειλή κυρώσεων” επειδή πιστεύει πως οι ίδιες οι κυρώσεις θα αυξήσουν την ένταση; Μα δεν αυξάνεται η ένταση με τη νέα έξοδο του Oruc Reis, κατά παραβίαση της υποτιθέμενης συμφωνίας αποκλιμάκωσης τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στις συνομιλίες του Ταγίπ Ερντογάν με την Άγκελα Μέρκελ; Και τι είδους “αναδίπλωση-προσαρμογή της τουρκικής θέσης” είναι αυτή μετά τις νέες προκλητικές με τη νέα Navtex και στα Βαρώσια; Πόθεν προκύπτει πως υπήρξε αναδίπλωση της Τουρκίας;
Είναι σαφές πως όσα λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον Γιάννη Πρετεντέρη είναι ανεπίκαιρα, κι αυτό ίσως προδίδει έλλειψη πρόβλεψης της ελληνικής διπλωματίας για τις κινήσεις της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι μερίδα του τουρκικού Τύπου (Yeni Safak) είχαν περίπου προαναγγείλει τι θα ακολουθούσε,
Ερωτηματικά προκαλούν δύο ακόμα αναφορές του πρωθυπουργού:
–«Το συνολικό όφελος που θα αποκομίσει η χώρα από μια ειρηνική επίλυση της μίας διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, θα είναι πολλαπλάσιο του όποιου κόστους μπορεί να υπάρχει στην κοινή γνώμη από κάποια απόφαση».
–«Το γεγονός ότι η Ελλάδα έρχεται και συζητάει ένα ζήτημα που αφορά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου και η Τουρκία έχει διεκδικήσεις. Εάν δεν το αναγνωρίζαμε αυτό, δεν θα πηγαίναμε σε συζήτηση».
Γιατί, άραγε, να υπάρξει κόστος στην κοινή γνώμη από την επίλυση της μίας διαφοράς, όταν αυτό συνάδει απολύτως με την πάγια ελληνική θέση; Όταν, μάλιστα, επ΄ αυτού υπάρχει πλήρης συναίνεση της αντιπολίτευσης;
Και τι σημαίνει πως “αναγνωρίζουμε ότι (Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος) είναι μια περιοχή όπου αναγνωρίζουμε πως και η Τουρκία έχει διεκδικήσεις”; Αν μη τι άλλο χρειάζονται διευκρινίσεις.
Οι επισημάνσεις του πρωθυπουργού στα “Νέα”
Για τις σχέσεις του με τον Ρ. Τ. Ερντογάν, λέει πως ξεκίνησε με καλή διάθεση, εξάλλου «εγώ δεν ψάχνομαι για καβγά χωρίς λόγο» κι αναφέρεται στη, βήμα βήμα, κλιμάκωση από την άλλη πλευρά (τουρκολιβυκό μνημόνιο, Έβρος, τα γεγονότα του καλοκαιριού). Για τις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υποστηρίζει πως το κέρδος είναι ότι η Ευρώπη δεν αντιλαμβάνεται πλέον τις σχέσεις Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου «ως μια ιδιαιτερότητα κάποιων περιφερειακών γειτόνων (…) αλλά τις ανάγει σε γεωπολιτικό ζήτημα που αφορά την ίδια την Ευρώπη». Και αναγνωρίζει «με ξεκάθαρο τρόπο ότι σε αυτήν την ένταση υπάρχει κάποιος ο οποίος την προκαλεί –και αυτός είναι η Τουρκία».
Στο θέμα των κυρώσεων ειδικότερα, ο πρωθυπουργός δηλώνει πως πιστεύει «στην απειλή των κυρώσεων. Αν φτάσει στο σημείο κανείς να επιβάλει κυρώσεις, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ένταση μπορεί να συντηρηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα». Και το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε μια οικονομία με πολλά προβλήματα φαίνεται πως έπαιξε το ρόλο της: «Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο ότι τελικά υπήρξε μια -ας μη χρησιμοποιήσω τον όρο ‘αναδίπλωση’- προσαρμογή της τουρκικής θέσης».
«Πιστεύω πως θα ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές», λέει ακόμη, «αυτή τουλάχιστον είναι και η διαβεβαίωση που είχα από τον υπουργό Εξωτερικών», συμπληρώνει. Με μοναδικό θέμα, τις θαλάσσιες ζώνες, ενώ αποκαλύπτει ότι κάτι τέτοιο είχε συμφωνηθεί και στην τριμερή συνάντηση του Βερολίνου. «Βεβαίως, έχουμε πολλά θέματα να συζητήσουμε αλλά…», σημειώνει και διευκρινίζει ότι το συγκεκριμένο μοναδικό ζήτημα «είναι το θέμα το οποίο έχει νομική διάσταση».
Στην περίπτωση εξάλλου που η Τουρκία δεν προσέλθει στις διερευνητικές, «θα είναι μία ακόμα ένδειξη για τους Ευρωπαίους ότι η Τουρκία συνεχίζει την προκλητική της συμπεριφορά». Χαρακτηρίζει δε, «κατεξοχήν προκλητική κίνηση» όσα έκανε η Τουρκία στα Βαρώσια. Διαψεύδει εξάλλου ότι κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής υπήρξε ένταση με την Α. Μέρκελ, άλλωστε «δεν είμαι και άνθρωπος, ο οποίος εύκολα ανεβάζω τους τόνους», εξηγεί όμως πως το τελικό κείμενο δεν έχει σχέση με το αρχικό προσχέδιο. Δηλώνει δε, πως αναγνωρίζει τις «ειλικρινείς προσπάθειες» της καγκελαρίου, επίσης ότι εκτιμά την εν γένει στάση του Ε. Μακρόν.
Προσφυγή στη Χάγη
«Η κυβέρνηση μπορεί να αντέξει πολιτικά την όποια απόφαση της Χάγης;», είναι το τελευταίο ερώτημα και σε αυτό ο πρωθυπουργός απαντά: «Πιστεύω ότι έχουμε δίκιο». Παρά ταύτα, «ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο πολύ δύσκολα θα σου δώσει το 100% όσων διεκδικείς» κι αυτό είναι κάτι που το λαμβάνει υπόψη του.
Αλλά, «το συνολικό όφελος που θα αποκομίσει η χώρα από μια ειρηνική επίλυση της μίας διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, θα είναι πολλαπλάσιο του όποιου κόστους μπορεί να υπάρχει στην κοινή γνώμη από κάποια απόφαση». Και, μιλώντας έξω από τα δόντια, όπως λέει, «το γεγονός ότι η Ελλάδα έρχεται και συζητάει ένα ζήτημα που αφορά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου και η Τουρκία έχει διεκδικήσεις. Εάν δεν το αναγνωρίζαμε αυτό, δεν θα πηγαίναμε σε συζήτηση».
Σ.Κ