Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας» – το οποίο αποτελεί ουσιαστικά νέο πτωχευτικό κώδικα που φτωχοποιεί τους πολίτες, δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσμενές τοπίο για τους εργαζόμενους, τους υπερχρεωμένους οφειλέτες, τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, προς όφελος για άλλη μια φορά των τραπεζών και των επενδυτικών funds, ενώ στους «χαμένους» συγκαταλέγεται και το ίδιο το Δημόσιο.
Από την κυβέρνηση προβάλλεται ως ένα ευεργετικό για τα υπερχρεωμένα νοικοτοκυριά νομοθέτημα που θα τους δίνει «δεύτερη ευκαιρία» και θα τους προσφέρει τη δυνατότητα να παραμείνουν στο σπίτι τους, αν και ως… ενοικιαστές.
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι σημειώνοντας καταρχάς δύο σημαντικά σημεία, όπως επισημαίνονται και σε σχετική επιστολή της Ένωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ προς τα αρμόδια υπουργεία:
Πρώτον, το σχέδιο νόμου δεν περιλαμβάνει καμία νομοθετική προστασία της κύριας κατοικίας, ακόμα και για μεγάλες κατηγορίες ευάλωτων οφειλετών, παρά μόνο μια διαδικασία μεταβίβασης της κύριας κατοικίας σε κρατικό φορέα και μίσθωσης αυτής από τον οφειλέτη, με δικαίωμα επαναγοράς, η οποία περιλαμβάνει εξαιρετικά αόριστους όρους, με αμφίβολο αποτέλεσμα – ως προς τον σκοπό της προστασίας – και εξαιρετικά αυστηρά κριτήρια ένταξης σε αυτήν, αφήνοντας απροστάτευτα μεγάλα τμήματα πραγματικά ευάλωτων οφειλετών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την διεύρυνση του υποκειμένου της πτώχευσης σε όλα τα φυσικά πρόσωπα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μαζική απώλεια πρώτων κατοικιών προς όφελος τραπεζικών ιδρυμάτων και funds, που έρχεται σε σύγκρουση με τον πυρήνα του συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος στην κατοικία.
Δεύτερον, οι διατάξεις του σχεδίου νόμου, περιλαμβάνουν εξαιρετικά δυσμενείς τροποποιήσεις για τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που θα τεθούν στη διαδικασία της πτώχευσης και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι γίνεται εξαιρετικά εύκολη η θέση μιας επιχείρησης, αλλά και φυσικών προσώπων, σε πτώχευση, δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσμενές τοπίο για τους εργαζόμενους σαν σύνολο, που έχουν ήδη υποστεί βαριά πλήγματα από την οικονομική ύφεση και τις πολιτικές αντιμετώπισης της τα τελευταία χρόνια, ώστε να πλήττεται καίρια το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα στην εργασία.
Έξι σημαντικές ανατροπές
Η πρώτη σημαντική αλλαγή που επέρχεται, είναι η διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής της πτώχευσης σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αντί των προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Αυτό συνεπάγεται ότι όποιος έχει οφειλές, οποιουδήποτε είδους και δεν μπορεί να τις εξυπηρετήσει, ανεξαρτήτως αν είναι επιχείρηση, μισθωτός, συνταξιούχος ή άνεργος, θα υφίσταται και τις συνέπειες της πτώχευσης, δηλαδή απαλλαγή από τις οφειλές μεν, με προϋπόθεση όμως, την απώλεια και ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του.
Δεύτερη σημαντική αλλαγή, εισάγεται με την τεκμαιρόμενη αδυναμία πληρωμής. Ενώ με τα έως σήμερα ισχύοντα, η αντικειμενική προϋπόθεση της πτώχευσης, ήταν να τεκμαίρεται μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, η οποία κρινόταν από το Δικαστήριο, με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, οι πιστωτές θα μπορούν να επιδιώξουν την πτώχευση του οφειλέτη, με το αντικειμενικό τεκμήριο ότι δεν καταβάλει το 40% των ληξιπρόθεσμων οφειλών του επί έξι μήνες (όταν οι οφειλές που δεν εξυπηρετούνται ξεπερνούν τις 30.000 ευρώ). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μία Τράπεζα μόνο, μπορεί να οδηγήσει ένα φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση, αν δεν εξυπηρετεί κανονικά τις δόσεις του δανείου του για ένα εξάμηνο. Αν κάποιος λοιπόν, αδυνατεί πλέον (έστω και προσωρινά) να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, για έξι μήνες, επειδή π.χ. τέθηκε σε εκ περιτροπής εργασία, ή σε αναστολή εργασίας, με τα μέτρα που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και έχασε έτσι το μισό εισόδημα του, θα κινδυνεύει να οδηγηθεί σε πτώχευση από τους δανειστές του.
Τρίτη σημαντική αλλαγή, εισάγεται στην έννοια της πτωχευτικής περιουσίας, στην οποία εντάσσεται όλη η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, ακόμα και η κύρια κατοικία, ενώ θα περιλαμβάνεται επίσης, «το μέρος του ετησίου εισοδήματός που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.». Δηλαδή, όταν πτωχεύουν φυσικά πρόσωπα, θα εντάσσονται δυνητικά στην πτωχευτική περιουσία και τα εισοδήματά τους, όπως μισθοί και συντάξεις, κατά το μέρος που υπερβαίνουν ένα ποσό, το οποίο σημειωτέον αντιστοιχεί σήμερα περίπου σε 540 ευρώ ανά άτομο και 900 ευρώ ανά ζευγάρι, ενώ μέχρι σήμερα ο μισθός και οι συντάξεις ήταν ακατάσχετα στο σύνολο τους για οφειλές προς ιδιώτες (όχι για το Δημόσιο).
Τέταρτη σημαντική αλλαγή είναι η έμμεση επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων, των μικρότερων πιστωτών (πχ προμηθευτών), αλλά και του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων και των λοιπών πιστωτών, προς όφελος των Τραπεζών. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 167 εισάγεται ρύθμιση εξαιρετικά προβληματική ιδίως για τους εργαζόμενους, καθώς ήδη, στο σήμερα ισχύον νομικό πλαίσιο, η ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων, είχε αποδυναμωθεί σημαντικά. Με την νέα διάταξη, η ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων δυσχεραίνεται περαιτέρω, και οι οφειλές προς τους εργαζόμενους και από άλλες αμοιβές εργασίας θα ικανοποιούνται με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία, εφόσον θα προηγούνται οι Τράπεζες που παρείχαν δανειοδότηση στην επιχείρηση, στη διάρκεια της εξυγίανσης.
Πέμπτο, μία από τις προβληματικότερες αλλαγές, αποτελεί η πρόβλεψη για αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας, σε αντίθεση με τα σήμερα ισχύοντα. Συγκεκριμένα, ενώ στον ισχύον πτωχευτικό κώδικα, η διατήρηση της ισχύος των συμβάσεων ήταν ο κανόνας και η λύση τους προβλεπόταν μόνο με καταγγελία από τον σύνδικο, στις νέες διατάξεις προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων (και των συμβάσεων εργασίας) και συνέχιση τους, κατ΄ εξαίρεση, μόνο με απόφαση του συνδίκου και εισηγητή. Ουσιαστικά λοιπόν έχουμε αντιστροφή όσων ισχύουν έως σήμερα. Οι συμβάσεις εργασίας, φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ένα περιττό βάρος για τις υπό πτώχευση επιχειρήσεις.
Όσον αφορά τις αποζημιώσεις απόλυσης, ναι μεν δεν θίγεται το δικαίωμα της αποζημίωσης, ωστόσο η καταβολή τους δεν αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της απόλυσης (όπως ίσχυε και με τον ισχύοντα κώδικα). Συνεπώς, αν δεν καταβληθεί η αποζημίωση, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αξιώσεων τους ως πτωχευτικοί πιστωτές (όπως επίσης ίσχυε μέχρι τώρα). Αυτό, όμως σημαίνει στην πράξη ότι, υπάρχουν εξαιρετικά μειωμένες πιθανότητες να ικανοποιηθούν πλήρως οι εργαζόμενοι για τις αποζημιώσεις τους .
Έκτο, αντί για προστασία της κύριας κατοικίας, όπως είχε εξαγγελθεί, προβλέπεται μια διαδικασία αντίστοιχη με την διαδικασία «Leasing», ωστόσο με άγνωστη αξία επαναγοράς. Προβλέπεται η λειτουργία ενός κρατικού φορέα απόκτησης – επαναμίσθωσης για τις πρώτες κατοικίες των φυσικών προσώπων που θα πτωχεύσουν, ο οποίος θα αποκτά την ιδιοκτησία αυτών των κατοικιών, αποπληρώνοντας την αξία τους στους πιστωτές και στη συνέχεια θα μισθώνει τις κατοικίες στους οφειλέτες. Συγκεκριμένα, «Σε περίπτωση που ευάλωτος κηρυχθεί σε πτώχευση ή σε περίπτωση που επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας του αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, δύναται να υποβάλει αίτημα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και την μίσθωσή της από αυτόν.»
Τι σημαίνει όμως «ευάλωτος»;
Στο σχέδιο Νόμου, η έννοια του ευάλωτου περιλαμβάνει ένα πολύ περιορισμένο εύρος δικαιούχων. Συγκεκριμένα, «φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα» και «στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λοιπά κριτήρια που εκάστοτε ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4472/2017.». Δηλαδή ευάλωτοι θεωρούνται μόνο οι εκάστοτε δικαιούχοι του «επιδόματος στέγασης» όπως αυτοί προσδιορίζονται κάθε φορά με Υπουργική Απόφαση και με ανώτατο ατομικό εισοδηματικό όριο το εξαιρετικά χαμηλό ποσό των 9.600 ευρώ, (685 ευρώ μηνιαίως). Η όποια προστασία λοιπόν περιλαμβάνεται στις κρίσιμες αυτές διατάξεις, παρέχεται σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο εύρος οφειλετών, πολύ περιορισμένο σε σύγκριση με το προγενέστερο νομικό πλαίσιο για την προστασία της κύριας κατοικίας (Ν. 3869/2010, Ν. 4605/2019) το οποίο πλέον καταργείται και κυρίως πολύ περιορισμένο σε σχέση με το πλήθος των πολιτών που έχουν πραγματικά ανάγκη την προστασία της κύριας κατοικίας τους από την πολιτεία.
Τι προβλέπει για τη μίσθωση;
Η μίσθωση θα γίνεται για 12 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης ή με την λήξη αυτής, ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει επέκταση της μίσθωσης για 20 χρόνια, με επαναπόκτηση της κύριας κατοικίας, πληρώνοντας ένα τίμημα επαναγοράς -εκτός από τα μισθώματα- που θα καθορίζεται με Υπουργικές Αποφάσεις (Υπουργείου Οικονομικών). Μετά τη λήξη της 20ετίας αποκτά την κυριότητα (σύμβαση τύπου leasing). Συνεπώς το τίμημα της επαναγοράς παραμένει αόριστο για τον οφειλέτη.
Η Πολιτεία εγγυείται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπέρ των τραπεζών
Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι η πολιτεία αναλαμβάνει για άλλη μια φορά να εγγυηθεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπέρ των τραπεζών ως εξής: Θα αποκτά την ιδιοκτησία των βεβαρυμένων ακινήτων – η οποία πολλές φορές θα είναι δύσκολο να ρευστοποιηθεί ή αξιοποιηθεί- με την υποχρέωση να αποπληρώσει τους πιστωτές του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο ύψος της εμπορικής αξίας των ακινήτων κατά τον χρόνο της πτώχευσης. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές θα έχουν εισπράξει τις απαιτήσεις τους, πιθανά σε ύψος μεγαλύτερο από ότι αν κινούσαν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν θα κινδυνεύουν έτσι από άγονους πλειστηριασμούς, ενώ ο κρατικός φορέας θα αναλαμβάνει να εισπράξει το αντίτιμο από τον οφειλέτη, ως ενοίκιο για μακροχρόνια μίσθωση. Και εάν ο ευάλωτος οφειλέτης καταφέρει να ανταποκριθεί, αποπληρώνοντας τόσο τα μισθώματα, όσο και το όπως ελέχθη αόριστο τίμημα επαναγοράς, τότε θα μπορέσει να επαναποκτήσει την κατοικία του. Αν όμως αυτό δεν καταστεί δυνατό, οι κατοικίες θα απομένουν στο Δημόσιο, το οποίο προκειμένου να επαναεισπράξει τα ποσά που θα έχει δαπανήσει, ίσως αναγκάζεται να τα πουλήσει, με εξαιρετικά χαμηλό αντίτιμο και πάλι στις Τράπεζες και τα fund για να τα αξιοποιήσουν.