Η ελληνική κοινωνία[1] αποδέχεται το δεύτερο lockdown – 7 στους 10 το θεωρούν επιβεβλημένη κίνηση – με την ίδια ανησυχία (76% – με άνοδο 18 μονάδων από τον Σεπτέμβριο) που βίωσε και εκείνο του Μαρτίου-Απριλίου. Η ανησυχία για τον κορωνοϊό και την κατάσταση της υγείας ξεπερνά τις αντίστοιχες για την οικονομία και τα εθνικά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι 76% εκφράζει ανησυχία για να προσβληθεί από τον κορωνοϊό Το ποσοστό αυτό προσεγγίζει το αντίστοιχο του Μαρτίου του 2020.
Των Χ. Φραγκονικολόπουλου – Ν. Παναγιώτου
Για να αντιληφθούμε την κατάσταση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το διάστημα 16-18 Σεπτέμβριου του ποσοστό αυτό ήταν 58%. Ο έκδηλος βαθμός ανησυχίας, οι θετικές ειδήσεις από το μέτωπο του εμβολίου, ενισχύουν την επιθυμία εμβολιασμού με το 72% να δηλώνει ότι θα εμβολιαστεί. Και το 25% ότι δεν θα το κάνει. Το αντίστοιχο ποσοστό 16-18 Σεπτέμβριου ήταν 63% και αντίστοιχα 35%.
Η ανησυχία για τον κορωνοϊό ξεπερνά τους φόβους για την οικονομία και αγγίζει τα επίπεδα του Μαρτίου-Απριλίου. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας – σαφώς πιο «απτό» και θανατηφόρο από το πρώτο–ορίζει εκ νέου τον τρόπο που οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την κρίση συνολικά: είναι, πλέον, μια κρίση πρωτίστως υγειονομική (52% από 13% τον Απρίλιο) και λιγότερο μια κρίση οικονομική (45% από 84%), ενώ, ταυτόχρονα, η υγειονομική της πλευρά (61% – με αύξηση 8 μονάδων) ξεπερνά κατά πολύ την οικονομική (46% – με πτώση 8 μονάδων) στην ιεράρχηση που κάνουν οι πολίτες στα θέματα που τους ανησυχούν. Έκδηλο της ανησυχίας των πολιτών είναι το ότι οι πολίτες κατά 59% υποστηρίζουν την άποψη ότι είναι προτιμότερη μια «υγειονομική υπερβολή» για να προστατευθεί η υγεία όλων ακόμη κι αν επιδεινωθεί η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και το βιοτικό μας επίπεδο.
To μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η κυβέρνηση διαθέτει τη στήριξη των Ελλήνων πολιτών ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, και ειδικότερα μέσα στο δεύτερο lockdown όπου οι διαμαρτυρίες και οι καταγγελίες από κόμματα της αντιπολίτευσης, κινήματα, συνδικαλιστικούς φορείς και ΜΜΕ έχουν αυξηθεί. Είναι σε αυτό το πεδίο, ωστόσο, και τη διαχείριση του, που θα κριθούν πολλά μέχρι και την άνοιξη του 2021. Και επειδή έχουμε να κάνουμε με κοινή γνώμη, καλό είναι να αναρωτηθούμε ποια θα είναι η αντίδραση της όταν και όποτε το τελειώσει το πρόβλημα της πανδημίας. Θα αντιδράσει για τις ζωές που χάθηκαν και για τις οικονομικές συνέπειες που θα έχει η πανδημία;
Το σίγουρο είναι ότι ο κορωνοϊός αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο δοκιμής της εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς εν γένει. Έτσι, και παρά τα υψηλά ποσοστά αποδοχή που απολαμβάνει το 2ο lockdown, οι ευθύνες για το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος βαρύνουν περισσότερο τους χειρισμούς και την προετοιμασία των αρχών (55%) και λιγότερο την ανυπακοή των πολιτών (37%), με επίκεντρο του καταμερισμού της ευθύνης να αποτελούν κατά σειρά: ο συνωστισμός των ΜΜΜ (93%), οι ελλείψεις του συστήματος υγείας (77%) και το άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι (72%).
Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την έρευνα της Kapa Research υπάρχει και έκδηλη ανησυχία των πολίτων με συναισθήματα φόβου, ανασφάλειας άγχους να αυξάνονται σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του Σεπτεμβρίου 2020: το 37% των πολιτών δηλώνει θυμό και οργή ενώ το 36% ότι κυριαρχούν συναισθήματα άγχους στρες και ανησυχίας.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η κυβέρνηση να βρει ένα άλλο αφήγημα, αναστοχαστικό, που αναγνωρίζει τα λάθη του παρελθόντος (υποβάθμιση της δημόσιας υγείας), κοιτάει κατάματα την έλλειψη της δικής της ευθύνης (όχι μόνο των πολιτών) και αφουγκράζεται τις ανησυχίες/ανασφάλειες των πολιτών. Είναι λάθος να υιοθετείς τα φαινόμενα δημαγωγικού εθνικολαϊκισμού, και συντηρητικές πολιτισμικές φανφάρες στο κτίριο της Βουλής σε περίοδο υγειονομικής (και οικονομικής κρίσης) που τρέφει τέτοιες αφηγήσεις, στα αριστερά και δεξιά.
Ο Χάρης Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ
Ο Νίκος Παναγιώτου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ
[1] Πανελλαδική Έρευνα καταγραφής αντιλήψεων και συμπεριφορών στην κρίση του κορωνοϊού, σε συνεργασία Kapa Research με το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 17-19 Νοεμβρίου 2020 και το δείγμα ήταν 1054 άτομα.