Η φιλοδοξία είναι ένα ανίκητο ελατήριο. Καθένας έχει δικαίωμα στο…όνειρο, ή όπως λένε οι αγγλοσάξονες “sky is the limit”. Προκαλεί, ωστόσο, απορία γιατί, εμφανώς ή κρυφίως, συνωθούνται τόσοι πολλοί στην κούρσα διεκδίκησης της ηγεσίας ενός κόμματος που εκλογικά και δημοσκοπικά κινείται σταθερά εδώ και χρόνια στην περιοχή του 6%; Ο λόγος για το ΚΙΝ.ΑΛ, μια πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να έχει ελπίδες να επιστρέψει στην χορία των κομμάτων εξουσίας μόνο εάν ο Αλέξης Τσίπρας απαχθεί από εξωγήϊνους και ο ΣΥΡΙΖΑ βυθιστεί σε μακρά περίοδο εσωστρέφειας και εχθροπάθειας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Παρά ταύτα είναι αρκετά εκείνα τα στελέχη που είτε το δηλώνουν, είτε φλερτάρουν με την ιδέα να αντικαταστήσουν την Φώφη Γεννηματά στην εσωκομματική διαδικασία που εκτός απροόπτου θα εκκινήσει τους επόμενους μήνες. Ακόμα και ο Νίκος Παπανδρέου φέρεται (αν και διέψευσε ότι έκανε σχετική δήλωση σε πατρινή εφημερίδα) να επιθυμεί να γίνει ο τρίτος Παπανδρέου που ηγείται κόμματος- πιθανώς να εκτιμά πως μπορεί να γίνει ακόμα και πρωθυπουργός, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του.
Το ίδιο φέρονται να επιθυμούν ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Νίκος Ανδρουλάκης, η Εύα Καϊλή, ο Παύλος Γερουλάνος, ενώ δεν αποκλείεται στην πορεία να προκύψουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Κανείς δεν πρέπει, άλλωστε, να υποτιμά την επιρροή που διαθέτει ακόμα στον χώρο αυτό ο “αναχωρητής” Γιώργος Παπανδρέου. Κάποια από τα ονόματα αυτά άρχισαν να εμφανίζονται και σε δημοσκοπήσεις και να …στέφονται διεκδικητές.
Καθένας εξ αυτών φαίνεται να εκκινεί από διαφορετική πολιτική αφετηρία, για ορισμένους, πάντως, η αιτία παραπέμπει στο βιβλίο του Τομ Γουλφ “Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας” (Bonfire of the Vanities) που μετέφερε επιτυχώς στον κινηματογράφο ο Μπράϊαν ντε Πάλμα.
Για να εξηγηθεί το φαινόμενο, αξίζει να σημειωθούν, ωστόσο, τα εξής:
–Στις δημοσκοπήσεις παρατηρείται το τελευταίο διάστημα μια αρκετά γρήγορη φθορά της κυβέρνησης, απότοκο της προβληματικής (επιεικώς) διαχείρισης του δεύτερου κύματος της πανδημίας, την οποία δεν καρπώνεται ακόμα σε ποσοστά (Πρόθεση Ψήφου) ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Θεωρητικά, δε, προκύπτει πως υπάρχει μια περιοχή στο κέντρο της πολιτικής γεωγραφίας που δεν καλύπτεται επαρκώς. Κάποιοι τολμούν να υποστηρίξουν πως δημιουργείται χώρος ακόμα και για νέο κόμμα στα αριστερά της Ν.Δ και στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ. Η παρατήρηση θα είχε ενδιαφέρον για επίδοξους δελφίνους του ΚΙΝ.ΑΛ εάν το κόμμα τους δεν βρισκόταν ακριβώς σε αυτή την περιοχή!!!
–Η Φώφη Γεννηματά, με όλες τις αδυναμίες που μπορεί να επισημάνει κανείς, εμφανίζεται εδώ και κάμποσο καιρό να ισορροπεί στο τεντωμένο σχοινί της αντιπολίτευσης. Κάποιες φορές συμμετέχει στο αντιπολιτευτικό μέτωπο, άλλες πάλι διολισθαίνει προς το κυβερνητικό αφήγημα ως “συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση”- πρόταση και σύσταση του Κώστα Σημίτη. Δεν κατορθώνει, βεβαίως, να κερδίσει ούτε ψήφο από την ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου που εξακολουθεί να διατηρεί εν μέσω απογοήτευσης φιλοσυριζαϊκό πρόσημο.
–Εάν, όμως, στόχος του ΚΙΝ.ΑΛ είναι να προσελκύσει αυτούς ακριβώς τους ψηφοφόρους μάλλον είναι απίθανο να το κάνει με ηγεσία του Λοβέρδου ή της Καϊλή. Με τον Ανδρουλάκη και τον Γερουλάνο ίσως θα είχε περισσότερες ελπίδες αλλά, ας μη γελιόμαστε, κανενός το ειδικό πολιτικό βάρος δεν είναι αρκετό, παρα μόνο ως συνομιλητές μιας πιθανής σύγκλισης με τον Αλέξη Τσίπρα. Ανταγωνιστικά, ελάχιστα θα μπορούσαν να καταφέρουν.
–Εάν, από την άλλη, στόχος και…πόθος (μύχιος) είναι να επισημοποιηθεί ως “γκενσερικό” πρότυπο το σημιτικό αφήγημα της “συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης”, τότε, όντως, ο Λοβέρδος και η Καϊλή (ίσως και με τις ευλογίες του Ευάγγελου Βενιζέλου) θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγήσουν το ΚΙΝ.ΑΛ στην περιφέρεια πολιτικής επιρροής του Κυριάκου Μητσοτάκη και να παίξουν τον ρόλο του “συνδεδεμένου” κόμματος σε διακυβερνήσεις του μέλλοντος. Μέχρι εκεί όμως.
–Προκύπτει, βεβαίως, το ερώτημα: γιατί θα επιβίωνε πολιτικά το συγκεκριμένο κόμμα εάν επαναλάμβανε αυτό που έπραξε ο Βενιζέλος το 2012 (ως ΠΑΣΟΚ) και το οποίο το οδήγησε στην πολιτική κόλαση του μικρότερου ποσοστού στην μακρά ιστορία του και εν τέλει στην πλήρη περιθωριοποίησή του; Επειδή ουδείς εκ των διεκδικητών είναι αφελής ώστε να πιστεύει πως οι ίδιες επιλογές μπορεί να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα, μάλλον καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως τα κίνητρα είναι ιδιοτελή και, πιθανώς, στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδιασμού του ευρύτερου συστήματος εξουσίας. Οι συγκεκριμένοι διεκδικητές ελάχιστα ενδιαφέρονται για την ενίσχυση του ΚΙΝ.ΑΛ, περισσότερο νοιάζονται για την πολιτική του επανατοποθέτηση (και την “αξία” της δικής τους μετοχής) ώστε ακόμα και με ποσοστά μικρότερα από αυτό των τελευταίων εκλογών να μπορεί να παίζει τον ρόλο του βολικού κυβερνητικού συμμάχου της Ν.Δ.
Εν κατακλείδι, η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ έχει αξία μόνο στο πλαίσιο της αυτονομίας του ΚΙΝ.ΑΛ, χωρίς να δηλώνει έμμεσα ή άμεσα την “προθυμία” του να ενταχθεί σε σενάρια συμφωνιών κορυφής και χωρίς να προσβάλλει την αντιπροωπευτικότητα της ψήφου που υποδέχεται αλλά και τις ιστορικές πολιτικές καταβολές του.
Το ερώτημα, λοιπόν, επιστρέφει ως προς το ποια ηγεσία μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο. Προς το παρόν, αυτή της Φώφης Γεννηματά επιχειρεί να συγκεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις, παρότι δεν μπορεί να παρουσιάσει ακόμα αφήγημα επόμενης μέρας. Οτιδήποτε άλλο μοιάζει να φέρνει πιο κοντά και πιο γρήγορα αυτό που κάποιοι προεξοφλούν: τη διάσπαση...