Ο Αλέκος Αναστασίου, γνωστός άνθρωπος του θεάτρου, περιγράφει στην «Εφ.Συν.» την περιπέτεια που πέρασαν ο ίδιος και ο γιος του την 6η Δεκεμβρίου, όταν ο 15χρονος Άγγελος συνελήφθη μαζί με τη φίλη του χωρίς κανέναν λόγο και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Ασφάλεια, όπου οι αστυνομικοί ξέρουν μόνο να απαγγέλλουν ψεύτικες κατηγορίες αλλά όχι να εξηγούν βάσει ποιου νόμου ενεργούν.
«Ένας αστυνομικός ασχημόνησε με την ανθοδέσμη. Οι 4.999 έκαναν τη δουλειά τους. Η ηγεσία της Αστυνομίας αντέδρασε αμέσως, ελέγχει τον έναν με αίτημα διαθεσιμότητας και ΕΔΕ που θα ολοκληρωθεί σε 15 ημέρες. Είναι όμως καθαρή πολιτική επιλογή να διαλέγει κάποιος την αναφορά στον έναν και όχι στους 4.999».
Την ώρα που ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αναφερόταν στον «έναν» αστυνομικό που «ασχημόνησε», κάποιοι από τους 4.999 αστυνομικούς «έκαναν τη δουλειά τους», την ίδια και χειρότερη δουλειά από εκείνη του Ράμπο-καταστροφέα της ανθοδέσμης στο μνημείο του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Ο 15χρονος γιος του Αλέκου Αναστασίου και της Ελένης Μανωλοπούλου -γνωστοί άνθρωποι του θεάτρου και οι δύο- είπε να κάνει χρήση της μετακίνησης με νούμερο sms 6. Αλλά άλλα φρονούσαν οι φύλακες. Τον συνέλαβαν στην Κυψέλη την περασμένη Κυριακή καθώς ήταν μια μέρα ύποπτη: η επέτειος της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ο Αλέκος Αναστασίου περιγράφει μια τραγελαφική ιστορία που κράτησε έντεκα πυκνές σε γεγονότα ώρες, όσο το παιδί του βρισκόταν στα κρατητήρια της Ασφάλειας για να «ομολογήσει» ένα έγκλημα που αγνοούσε.
Ο Άγγελος και το κορίτσι του βγήκαν βόλτα. Με μάσκες και αποστολή sms. Αποφάσισαν να μην πάνε στο μνημείο του Αλ. Γρηγορόπουλου – οι καιροί δεν είναι για συνωστισμούς, είπαν. Θα τον τιμούσαν κατά μόνας. Κι όμως στη συμβολή Πατησίων και Κεφαλληνίας συλλαμβάνονται ενώ περπατούν. Γίνεται ο έλεγχος για τα μέτρα, αλλά: «Πρέπει να σας πάμε στην Ασφάλεια». «Γιατί; Τι κάναμε;». «Για εξακρίβωση στοιχείων». «Μα, εδώ είμαι, εδώ και η ταυτότητά μου». «Εμείς εντολές εκτελούμε». Και τους παίρνουν τα κινητά.
«Επί έξι ώρες δεν ξέραμε πού είναι το παιδί», λέει ο Αλέκος Αναστασίου, «από τη 1 το μεσημέρι ώς τις 7 το απόγευμα που μας τηλεφώνησαν από την Ασφάλεια για να πάμε, να υπογράψουμε και να τον αφήσουν. Τελικά φύγαμε στη 1 μετά τα μεσάνυχτα».
– Τι συνέβη στην Ασφάλεια;
Ε, λοιπόν θα σου διηγηθώ το χρονικό της ιλαροτραγωδίας όπως ακριβώς το έζησα. Είχαν στοιβάξει σ’ ένα κελί ελάχιστων τετραγωνικών εκατό παιδιά που είχαν συλληφθεί, υποτίθεται, για μη τήρηση μέτρων κατά της πανδημίας. Αρκετά από αυτά ανήλικα εκλιπαρούσαν επί 8 ώρες για επικοινωνία και λίγο νερό… Οι αστυνομικοί αδιαφορούσαν επιδεικτικά ακόμα και όταν ένας ανήλικος έπαθε επιληπτική κρίση μπροστά τους. Ακουσα τον αστυνομικό να λέει: «Δεν μπορώ να καλέσω ασθενοφόρο, τα τηλέφωνα τα έχουμε για υπηρεσιακούς λόγους»…
Βλέποντας τα παιδιά με τις χειροπέδες άρχισα να ουρλιάζω στον αστυνομικό που τα συνόδευε για να τους τις βγάλουν.
Εκείνος σε κατάσταση ζεν: «Καταλαβαίνω, έχετε μια οργή, θα σας περάσει»…
Συνέχιζα να ουρλιάζω: «Φέρε το κλειδί για τις χειροπέδες».
«Δεν μπορώ, δεν έχω το κλειδί, δεν είναι αρμοδιότητά μου». «Συνοδεύεις δυο παιδιά και δεν είσαι αρμόδιος; Βρες τον αρμόδιο».
Στο τέλος κι αφού είχα κάνει τον τρελό πήγε μόνος του, έφερε το κλειδί κι έβγαλε τις χειροπέδες.
Ξαφνικά και εντελώς εκβιαστικά ζητούν να υπογράψουμε την κατηγορία που τους απαγγέλθηκε: παραβίαση των μέτρων προστασίας για Covid! Μου δίνουν ένα χαρτί, μια ψευδή έκθεση που έλεγε πως ο Άγγελος ήταν σε «γκρουπ» μαζί με άλλους πέντε και ότι συνελήφθησαν λόγω παραβίασης του νόμου περί μετάδοσης λοιμωδών νόσων.
«Μα δεν ισχύει αυτό, ο Άγγελος ήταν μόνο με το κορίτσι».
Η απάντηση: «Δεν ξέρω εγώ. Αυτό αφορά άλλη υπηρεσία»… «Δεν το υπογράφω», τους λέω.
«Αν δεν το υπογράψετε, δεν φεύγει και το παιδί».
Αναγκάζομαι να το υπογράψω με την επιφύλαξη ότι το κείμενο είναι ψευδές.
Και μετά το χειρότερο: «Θα τον πάμε για αποτυπώματα και φωτογραφίες». Ως εγκληματία; «Οχι, κύριε, έτσι είναι ο νόμος». Ποιος είναι ο νόμος; «Δεν ξέρω, κύριε, δεν είναι δική μου αρμοδιότητα». Να με πάτε στον διοικητή. Πηγαίνω. Και βρίσκομαι μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που δεν δείχνει καμιά διάθεση να μου εξηγήσει, ούτε θυμάται να μας πει ποιος είναι ο νόμος. Ωστόσο τηλεφωνεί σε κάποιον Νίκο να μάθει περί του νόμου κι εκείνος του λέει πως θα ενημερωθεί και θα του απαντήσει.
Στο μεταξύ παρατηρώ πως ο διοικητής φοράει λάθος τη μάσκα, η μύτη είναι απέξω. «Μιλάω συνεχώς και μου πέφτει», λέει. «Μα τη φοράτε ανάποδα. Τα ελασματάκια πρέπει να είναι στην επάνω πλευρά». «Εντάξει, τώρα δεν μπορώ να τη βγάλω για να τη φορέσω σωστά επειδή είστε εσείς εδώ». Και συνεχίζει: «Έχω να φάω από χτες το μεσημέρι με όλα αυτά»… Τον ρωτάω αν θέλει ένα σάντουιτς από αυτά που είχαμε αγοράσει για τα παιδιά… Δεν θέλει. Κι εγώ δεν θέλω να υπογράψω για αποτυπώματα και φωτογραφίες γιατί το παιδί δεν έχει κάνει τίποτα. «Ε, τότε θα κατηγορηθείτε για απείθεια κατά της αρχής. Έτσι είναι ο νόμος». Αλλά κανένας δεν μου λέει στο όνομα ποιου νόμου συνέλαβαν τον Άγγελο.
Κι απ’ έξω 100 πιτσιρίκια ο ένας πάνω στον άλλον, φρικαρισμένα απ’ αυτή την τρέλα. Είχαν συλλάβει 400 ανθρώπους από το Περιστέρι, την Κυψέλη και αλλού – τους μισούς τούς είχαν πάει στην Ασφάλεια και τους άλλους μισούς στο Μεταγωγών στην Π. Ράλλη. Τους είχαν μαζέψει κατά εξάδες ώστε να μην κάνουν τριπλά δρομολόγια, ότι δηλαδή ήταν «γκρουπ».
Μια μητέρα έξαλλη ζητούσε από κάποιον βαθμοφόρο να της πει γιατί συνέλαβαν την κόρη της. «Δεν ξέρω, κυρία μου», της απάντησε. «Είναι άλλη υπηρεσία. Αλλά, να σας πω κάτι, δεν βάλαμε εμείς σκουλαρίκι στη μύτη της κόρης σας»… Και τότε αναρωτιέσαι: Αν δεν είναι αυτό καφκικό σύμπαν, ποιο είναι; Όλοι είμαστε υποψιασμένοι, ξέρουμε πώς λειτουργεί το σύστημα, όμως όταν το ζεις τρελαίνεσαι.
Τα παιδιά αφέθηκαν μετά από 11 ώρες. Θα ακολουθήσει τακτική δικάσιμος. Έτσι, χωρίς λόγο… Αν αυτό δεν είναι κατάχρηση εξουσίας, τι είναι; Γιατί συμβαίνει; Γιατί μπορούν, θα μου πεις. Αλλά εγώ λέω: Στ’ αλήθεια μπορούν;…
● Ο Αλέκος Αναστασίου δεν θέλει να χωνέψει αυτό που συνέβη, δεν θέλει η περιπέτειά του να μείνει ως μια ακόμα ιστορία αστυνομικής αυθαιρεσίας που θα ξεχαστεί:
«Δεν θα αφήσω την ιστορία να σβήσει, να ξεχαστεί. Θα ακολουθήσουν μηνύσεις, θα συνεννοηθώ με άλλους γονείς, ήδη συζητάμε με τον δικηγόρο μου για να κινηθούμε δικαστικά. Θα ζητήσω μέχρι και την άρση βουλευτικής ασυλίας του Χρυσοχοΐδη».
«Είναι σχέδιο για να φοβηθούν οι νέοι»
Έχω να κοιμηθώ δυο μέρες από τα νεύρα μου. Έζησα μια σουρεαλιστική εμπειρία με ανευθυνοϋπεύθυνους αστυνομικούς που συνεχώς έλεγαν «δεν ξέρω, εκτελώ εντολές». Σαν δασκαλεμένοι να απαντούν το τίποτα σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, σαν να τους έχουν μοντάρει: Αυτό θα λες, εσύ μόνο να υπακούς.
Όλες αυτές τις ώρες που έμεινα στην Ασφάλεια μίλησα με 15 αστυνομικούς διαφόρων βαθμών και κανένας δεν γνώριζε, δεν είχε απάντηση για τίποτα, ούτε για το πού υπάρχει ψύκτης: «Δεν είναι δική μου δουλειά». Με δήθεν ευγένεια, αλλά αν σε βρουν μπόσικο σε πλακώνουν στο ξύλο. Θα μπορούσε να είχε συμβεί και σ’ εμένα αν δεν υπήρχε τόσος κόσμος εκεί. Και μετά θα έλεγαν: «Έπεσε και χτύπησε. Ήταν «άτυχος», όπως ο Γρηγορόπουλος»…
Το σχέδιο είχε προετοιμαστεί προτού γίνουν κυβέρνηση, το ομολόγησε άλλωστε και ο ίδιος ο Χρυσοχοΐδης. Σε βάζουν σε περιπέτειες, έτσι, για τον τσαμπουκά, για να τρομοκρατηθεί ο κόσμος. Να φοβηθούν οι νέοι, να κουρνιάσουν. Η πανδημία είναι βούτυρο στο ψωμί τους. Στη ζυγαριά τους κοστίζει περισσότερο η αστυνομική βία και ο τραμπουκισμός από το να εξοπλιστεί το ΕΣΥ με προσωπικό.
Αυτό που με τρελαίνει είναι πως όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι. Απαυδισμένοι, χωρίς αντοχές, δεν αντιδρούμε. Λέμε: «Έτσι ήταν πάντα, από την εποχή των ταγματασφαλιτών μέχρι και σήμερα πόσους νεκρούς μετράμε από αστυνομική βία; Τι να κάνουμε;». Το χειρότερο είναι πως η ανοχή έγινε πια επιδερμίδα. Συνηθίσαμε… «Θα συνηθίσεις, ρε φίλε», σου λέει ο ένστολος. «Θα συνηθίσεις». Ε, όχι, εγώ δεν θα συνηθίσω – κι άλλοι, ευτυχώς.
Πηγή: ΕΦΣΥΝ