«Χρειαζόμαστε επειγόντως σχέδιο απεμπλοκής από αυτή την τραγική και πολύ κατώτερη των περιστάσεων υγειονομική διαχείριση», αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Η ανθεκτικότητα του 2ου επιδημικού κύματος στα περιοριστικά μέτρα και στις συνεχείς παρατάσεις της «καραντίνας», έχει εξαντλήσει τις αντοχές του ΕΣΥ και της κοινωνίας.
Η πολύ αργή τάση μείωσης των ημερήσιων κρουσμάτων, οι εστιακές αναζωπυρώσεις (Κοζάνη) και η απώλεια ελέγχου σε περιοχές με ευνοϊκές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες για τη διασπορά του ιού όπως η Δυτική Αττική, καθώς και ο αυξημένος αριθμός νοσηλευομένων και διασωληνωμένων ασθενών, αλλά και η συνεχιζόμενη υψηλή καταγραφή θανάτων λόγω covid-19, αποδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα στην αποτελεσματική διαχείριση αυτής της φάσης.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχασε όλα τα κρίσιμα στοιχήματα (έγκαιρη διάγνωση και εκτεταμένη ιχνηλάτηση, ενεργός εμπλοκή της ΠΦΥ, κατ’ οίκον παρακολούθηση, ενίσχυση κλινικών και ΜΕΘ covid, συνδυασμός τακτικής λειτουργίας του ΕΣΥ και αξιόπιστης φροντίδας των ασθενών με covid) και δεν προετοίμασε, όπως φάνηκε στη πράξη, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας για τη δεύτερη και πιο απειλητική φάση της πανδημίας.
• Το κυβερνητικό αφήγημα του εθνικού success story στην αντιμετώπιση της πανδημίας, έχει καταρρεύσει εδώ και καιρό. Στην τελευταία έκθεση του πρακτορείου Bloomberg, η Ελλάδα είναι 4η από το τέλος μεταξύ 53 χωρών και τελευταία στην Ευρώπη στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης στην πανδημία. Η υποχώρηση κατά 19 θέσεις στην κατάταξη σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση, επιβεβαιώνει την κοινή αίσθηση ότι στο δεύτερο κύμα η κυβερνητική αποτυχία σε όλα τα κρίσιμα πεδία (Δημόσια Υγεία, Οικονομία, Εργασία, Κοινωνική συνοχή, Κράτος Δικαίου) ήταν πλήρης και αδιαμφισβήτητη.
Όχι τόσο για λόγους ανικανότητας όσο για λόγους ιδεοληπτικής εμμονής σε μια νεοφιλελεύθερη «συνταγή» που δεν προστάτεψε τους ευάλωτους, δεν στήριξε τη δημόσια περίθαλψη και την κοινωνία, δεν απέτρεψε τη φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας πολιτών και, αντίθετα, ενίσχυσε τις ανισότητες και την αναδιανομή πλούτου υπέρ των λίγων.
• Η προοπτική των μαζικών εμβολιασμών, δημιουργεί όντως νέα δεδομένα στην παγκόσμια μάχη κατά του SARS-CoV-2. Παρά την κριτική που μπορεί να κάνει κανείς στην κυβέρνηση για τις μεγαλοστομίες και τα ανεκπλήρωτα χρονοδιαγράμματα (πχ για εκατομμύρια δόσεις/μήνα), παρά τις ενοχλητικές υπερβολές στην επικοινωνιακή προβολή (επιχείρηση «Ελευθερία», μέτρα ύψιστης ασφαλείας, εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων, Εμβολιαστικά Κέντρα τα οποία στην πραγματικότητα είναι εμβολιαστικά ιατρεία εντός των δημόσιων δομών ΠΦΥ κλπ) και παρά την προφανή μεθόδευση της κυβέρνησης να «κερδοσκοπήσει» πολιτικά πάνω στο αποτέλεσμα μιας κοινής ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, η εμβολιαστική εκστρατεία είναι ένα εγχείρημα που πρέπει να πετύχει. Για να ενισχυθεί η συλλογική ανοσία έναντι του ιού και να αναχαιτιστεί αυτή η ιδιαίτερα επώδυνη από άποψη ανθρώπινων απωλειών, διασυνοριακή απειλή Δημόσιας Υγείας.
Έχουμε όμως τονίσει κατ’ επανάληψιν, ότι το εμβόλιο από μόνο του δεν αρκεί και ότι πρέπει να εντάσσεται σε μια συνολική υγειονομική στρατηγική για την εξάλειψη της πανδημίας, που περιλαμβάνει τον έλεγχο της διασποράς του ιού με γενικευμένο testing και στοχευμένη πρόληψη, τη γενναία επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ανθρώπινο δυναμικό του, την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του ΕΣΥ με επίκεντρο την ΠΦΥ και την κοινοτική φροντίδα, καθώς και την εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών με covid-19 σε όλες τις σύγχρονες και αποτελεσματικές θεραπείες.
• Με άλλα λόγια, μπροστά στην πρόκληση των εμβολίων, δεν πρέπει να επικρατήσει ούτε κλίμα θριαμβολογίας και αβάσιμης προσδοκίας ότι «τελειώνουμε με την πανδημία», αλλά ούτε και ατεκμηρίωτος σκεπτικισμός για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα τους.
Αυτό που χρειάζεται είναι ειλικρίνεια, διαφάνεια, έγκυρη ενημέρωση και τεκμηριωμένες απαντήσεις από την επιστημονική κοινότητα για όλα τα θέματα που αφορούν τον εμβολιασμό και απασχολούν την κοινή γνώμη, καλή προετοιμασία και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, κοινωνική διαβούλευση του σχεδίου προτεραιοποίησης των εμβολιασμών, οργάνωση ενός αξιόπιστου συστήματος φαρμακοεπαγρύπνησης για τα νέα εμβόλια στον ΕΟΦ, ενισχύοντας έτσι την αξιοπιστία της Πολιτείας και την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία του εμβολιασμού. Τα υπηρεσιακά έγγραφα που έστειλε το Υπουργείο Υγείας στα νοσοκομεία-ΚΥ και απαιτούσαν να δηλώσουν τάχιστα οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ αν θέλουν να εμβολιαστού, χωρίς να έχει προηγηθεί αναλυτική και έγκυρη ενημέρωση τους, είχαν δυστυχώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Ειδικά για το κρίσιμο θέμα της ευαισθητοποίησης και της συνειδητής επιλογής των πολιτών να εμβολιαστούν ως πράξη κοινωνικής ευθύνης, απαιτείται επιστράτευση προσώπων και φορέων με κοινωνικό κύρος και αξιοπιστία και όχι πολυδάπανες καμπάνιες μέσω των ΜΜΕ, όπως αυτές που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση με την πρόσφατη απόφαση διάθεσης 18,5 εκ. ευρώ.
Με αλλά λόγια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υπονομευτεί το ζωτικής σημασίας εγχείρημα των εμβολιασμών από την αδιαφανή, συγκεντρωτική , αυταρχική και πολιτικά ιδιοτελή κυβερνητική διαχείριση.
• Την ώρα που η υγειονομική κρίση είναι σε κρίσιμο σημείο και η πανδημία εξακολουθεί να «δείχνει τα δόντια» της, η αποτελεσματική απάντηση δεν είναι απλώς περισσότερα rapid test σε όσους το επιθυμούν, μέσω της ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Αυτό δεν αποτελεί ούτε τυχαιοποιημένη δειγματοληψία, ούτε υπηρετεί κάποια συγκεκριμένη επιδημιολογική στρατηγική, αλλά αντίθετα δημιουργεί τη λαθεμένη εντύπωση για ισοδύναμη αξία των μοριακών και των rapid τεστ στο διαγνωστικό έλεγχο της πανδημίας.
Και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι για την πλήρη απραξία των προηγούμενων μηνών και την τραγική υστέρηση στοχευμένων ελέγχων σε «εστίες» υπερμετάδοσης του ιού, όπως είναι τα εργοστάσια, οι μεγάλοι εργασιακοί χώροι, οι κλειστές δομές, τα προσφυγικά camps, οι καταυλισμοί των Ρομά, οι φυλακές και τα στρατόπεδα.
Ούτε αλλάζει την εικόνα μιας ιδεοληπτικής υγειονομικής διαχείρισης που δεν έχει διασφαλίσει 9 μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας το στοιχειώδες: τη συνταγογράφηση και αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ όλων των μοριακών τεστ που διενεργούνται σε ιδιωτικά εργαστήρια.
Τόσο για λόγους ευχερούς και χωρίς οικονομική επιβάρυνση πρόσβασης όλων των πολιτών στη διάγνωση της νόσου, όσο και για λόγους συστηματικής καταγραφής και δήλωσης των θετικών κρουσμάτων και άρα τήρησης αξιόπιστων επιδημιολογικών δεδομένων στη χώρα.
• Η νέα έξαρση κρουσμάτων σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και της Δυτικής Μακεδονίας, έχει οδηγήσει το Υπουργείο Υγείας στην αυθαίρετη και στρατοκρατική λογική της αναγκαστικής μετακίνησης δεκάδων μάχιμων γιατρών από νοσοκομεία της Αθήνας, της Ηπείρου και της Κρήτης στα νοσοκομεία των «κόκκινων» περιοχών.
Αντί δηλαδή η κυβέρνηση να επιτάξει επειγόντως όλα τα αξιόπιστα ιδιωτικά θεραπευτήρια της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας-Θεσσαλίας , να τα εντάξει στο σύστημα εφημερίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ, να τα εμπλέξει στην οργανωμένη περίθαλψη ασθενών με covid και να αποσυμφορήσει με αυτό τον τρόπο τα νοσοκομεία που εδώ και καιρό έχουν καταρρεύσει λειτουργικά, επιλέγει να αποδιοργανώσει τα υπόλοιπα νοσοκομεία της χώρας και να μεταχειριστεί με τον πιο απαξιωτικό τρόπο το ιατρικό δυναμικό τους.
Μετά την παταγώδη αποτυχία της συνδρομής ιδιωτών γιατρών στα νοσοκομεία, μετά την εκτεταμένη προσβολή υγειονομικού προσωπικού από τον ιό, τη μη ύπαρξη εφεδρειών και, δυστυχώς, τις αυξανόμενες απώλειες γιατρών και νοσηλευτών, το Υπουργείο Υγείας δεν τολμά να κάνει το αυτονόητο. Να επιστρατεύσει όλες τις διαθέσιμες υγειονομικές δυνάμεις σε τοπικό επίπεδο (Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα αλλά και των Ενόπλων Δυνάμεων), για να διαχειριστεί αξιοπρεπώς αυτή την τεράστια υγειονομική κρίση. Προτιμά να οδηγήσει σε εξουθένωση και απόγνωση τους «ανθρώπους της πρώτης γραμμής», παρά να αθετήσει τις συμφωνίες της με τους κλινικάρχες για να παραμείνουν covid-free οι ιδιωτικές νοσηλευτικές μονάδες.
Είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε επειγόντως σχέδιο απεμπλοκής από αυτή την τραγική και πολύ κατώτερη των περιστάσεων υγειονομική διαχείριση. Δυστυχώς για την κοινωνία, αυτή τη σοβαρή υγειονομική κρίση τη διαχειρίζεται μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Είναι λοιπόν κομβικής σημασίας η διαμόρφωση των προϋποθέσεων μιας ριζικής αλλαγής πολιτικής, με διαφάνεια, εμπιστοσύνη στο ΕΣΥ και στις δομές του, μέγιστη δυνατή κινητοποίηση ανθρώπινων και υλικών πόρων υπέρ της δημόσιας περίθαλψης, έμφαση στην ΠΦΥ και στη Δημόσια Υγεία, ολοκληρωμένη υγειονομική και ψυχοκοινωνική φροντίδα, αντισταθμιστικές παρεμβάσεις στήριξης της πραγματικής οικονομίας, της απασχόλησης και του εισοδήματος των ανθρώπων. Γιατί χωρίς κοινωνική συνοχή και αξιοπρέπεια, χωρίς κοινωνικές συναινέσεις και συνειδητοποιημένους πολίτες, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας μεγάλης κρίσης Δημόσιας Υγείας όπως αυτή που ζούμε.