Βουτιά σε ανάπτυξη και εκτροχιασμό του χρέους των ήδη εύθραυστων οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου, έχει φέρει η πανδημία του κορωνοϊού, οδηγώντας σε μια δοκιμασία για τη συνοχή των 19 κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Η απόκλιση στις μακροοικονομικές επιδόσεις των χωρών της ευρωζώνης οδήγησε σχεδόν στην κατάρρευσή της μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009.
Μεγάλες προσπάθειες προσαρμογής έγιναν από τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες, με τίμημα σκληρές και μη δημοφιλείς πολιτικές λιτότητας.
Η οικονομική κρίση και οι νέες ανισορροπίες που προκάλεσε η πανδημία οδήγησαν και πάλι την ευρωζώνη σε φουρτούνες, αν και αυτή τη φορά φαίνεται πιο ενωμένη σε σχέση με πριν από 10 χρόνια. Το θέμα είναι στην ατζέντα της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης.
«Η πανδημία επιδεινώνει τις ανισότητες που υπήρχαν πριν από την κρίση. Οι χώρες που έχουν ήδη βρεθεί αντιμέτωπες με μεγάλες προκλήσεις είναι οι περισσότερο πληττόμενες. Υπάρχει ένας εμφανής κίνδυνος οι ανισότητες αυτές να επιβραδύνουν την ανάκαμψη», δήλωσε ευρωπαϊκή πηγή.
Η ανησυχία αφορά κυρίως τα ποσοστά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, καθώς και των επισφαλών δανείων που απειλούν τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Η Γερμανία βυθίστηκε σε ιστορική ύφεση την περασμένη χρονιά, αλλά την περιόρισε σε βουτιά 5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα. Η Γαλλία αναμένεται να καταγράψει πτώση σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερη. Η Ιταλία και η Ισπανία θα έχουν ακόμα χειρότερες επιδόσεις.
Αυτές οι χώρες πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές κατά το πρώτο κύμα της επιδημίας και επέβαλαν πολύ αυστηρά μέτρα περιορισμού την άνοιξη, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στις οικονομίες τους καθώς εξαρτώνται ιδιαίτερα από τους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών, αυτών που που επηρεάστηκαν περισσότερο.
Αύξηση χρέους
Ως εκ τούτου, εκτοξεύθηκε το δημόσιο χρέος. Στις φθινοπωρινές της προβλέψεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε δημόσιο έλλειμμα 10,5% για τη Γαλλία το 2020 και 12,2% για την Ισπανία, συγκριτικά με 6% για τη Γερμανία. Πολύ μακριά από το όριο του 3% του ΑΕΠ, που ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Το δημόσιο χρέος αναμένεται να φθάσει το 116% του ΑΕΠ στη Γαλλία και το 160% στην Ιταλία, συγκριτικά με λίγο πάνω από το 70% για τη Γερμανία και το 60% για την Ολλανδία.
Παρά τις προστριβές, η Γερμανία και μαζί άλλες χώρες με χαμηλό ποσοστό χρέους, η λεγόμενη ομάδα των «φειδωλών», δέχθηκαν το περασμένο καλοκαίρι την πρωτοφανή έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους για τη χρηματοδότηση ενός σχεδίου ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ.
Κόκκινες γραμμές ξεπεράστηκαν, με την Κομισιόν να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να χαλαρώσουν το ζωνάρι για να επανεκκινήσει η ανάπτυξη, αναγνωρίζοντας ότι οι αστοχίες δεν οφείλονταν αυτή τη φορά στην υποτιθέμενη χαλάρωση του Νότου.
Ωστόσο, η διαχείριση αυτής της αύξησης χρέους απασχολεί το Eurogroup το οποίο αναμένεται επίσης να συζητήσει σήμερα τις πολιτικές για την έξοδο από την κρίση, για την οποία υπάρχουν ελπίδες ότι θα ξεκινήσει το δεύτερο τρίμηνο.
Ορισμένοι θέλουν έτσι την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. «Θα αρχίσουμε να το συζητάμε μεταξύ μας από αυτή τη χρονιά, σίγουρα», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα σε δημοσιογράφους ο Ευρωπαίος επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά Τιερί Μπρετόν. Σύμφωνα με τον ίδιο, το όριο του χρέους που έχει οριστεί το 60% του ΑΕΠ «δεν έχει πλέον νόημα σήμερα» διότι «ακόμα και με ανάπτυξη, γνωρίζουμε ότι χρειάζονται χρόνια και χρόνια, ίσως και δεκαετίες, για να μπορούν να πληρούμε και πάλι τα κριτήρια αυτά».
«Ζήσαμε δύο φορές σε 10 χρόνια κρίσεις, οι οποίες κανονικά ενσκήπτουν μία φορά ανά αιώνα, οφείλουμε να ξανασκεφτούμε τους δημοσιονομικούς μας κανόνες», σχολίασε επίσης ο Ζοάο Λεάο, υπουργός Οικονομικών της Πορτογαλίας, η οποία ασκεί την εξαμηνιαία προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι το θέμα είναι «ευαίσθητο» με «διαφορετικές απόψεις πάνω στο ζήτημα αυτό».
«Δεν ζούμε μια επανάληψη του 2011» όταν ο Βορράς και ο Νότος ήταν βαθιά διχασμένοι στην κρίση, εκτίμηση ο Φιλιπ Βάχτερ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Ostrum Asset Management.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η συνεισφορά της Κίνας στις γερμανικές εξαγωγές είναι πολύ πιο ασθενής απ’ ό,τι ήταν» εκείνη την εποχή όταν είχε επιτρέψει στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία να ξεφύγει από τις δυσκολίες των ομολόγων της. «Η γερμανική οικονομία είναι πιο εξαρτώμενη από αυτό που συμβαίνει στην ευρωζώνη» και άρα «βραχυπρόθεσμα, κανέναν δεν τον συμφέρει να παίξει το παιχνίδι της σύγκρουσης».