Σχετικά με τις νέες απειλές που εκτόξευσε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου εναντίον της Ελλάδας, το χειρότερο δεν είναι οι απειλές αυτές καθ΄ αυτές (που τις έχουμε ξανακούσει), ούτε καν πως αυτές διατυπώθηκαν λίγες ημέρες πριν τον 61ο γύρο διερευνητικών επαφών- στις 25 Ιανουαρίου στο επιβλητικό Swiss Hotel με πανοραμική θέα στον Βόσπορο. Εκείνο που πραγματικά εξοργίζει είναι πως ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας απείλησε για ακόμα μία φορά κράτος-μελος της Ε.Ε έχοντας δίπλα του (στην κοινή συνέντευξη Τύπου) τον Γερμανό ομόλογό του Χάϊκο Μάας, ο οποίος δεν βρήκε ούτε μια λέξη…συμπάθειας προς το Διεθνές Δίκαιο και για την ανάγκη να τηρηθούν τα στοιχειώδη προσχήματα ενόψει της έναρξης ενός διαλόγου για τον οποίο τόσο πολύ πίεσε η γερμανική πλευρά και προσωπικά η Άγκελα Μέρκελ.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους μήπως και διακοπεί η διπλωματική υπνηλία στην Αθήνα.
Ο εμπειρότατος βετεράνος διπλωμάτης Παύλος Αποστολίδης – η “θεσμική μνήμη” των διερευνητικών επαφών και του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όπως ευστόχως αποκαλείται στους διαδρόμους του υπουργείου Εξωτερικών– προσέρχεται στο διαπραγματευτικό τραπέζι του πολυτελούς ξενοδοχείου της Κωνσταντινούπολης σε μία συνάντηση που έχει μάλλον προεξοφληθεί η αποτυχία της. Είναι βέβαιο πως ο κ. Αποστολίδης δεν πρόκειται να πέσει σε καμία παγίδα. Γνωρίζει μέχρι σημείου στίξης τα όρια της εντολής του να συζητήσει τη μία και μοναδική διαφορά (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) και έχει την πείρα και τις ικανότητες να ανταπεξέλθει σε οποιαδήποτε τουρκική πίεση.
Οι κίνδυνοι δεν αφορούν τις διερευνητικές επαφές στο Swiss Hotel. Αφορούν το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνει ο Ταγίπ Ερντογάν μετά την προσπάθειά του να δημιουργήσει τετελεσμένα με την επιθετικότητά του κατά της Ελλάδας το δεύτερο εξάμηνο της περασμένης χρονιάς.
Είτε το θέλουμε, είτε όχι, ο Τούρκος πρόεδρος κατόρθωσε να “πουλήσει” στους Ευρωπαίους πως συμμορφώθηκε και ότι επιδιώκει την αποκατάσταση και αναβάθμιση των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Αυτό, δηλαδή, που ενδιαφέρει κυρίως –για να μην πούμε αποκλειστικά- τους εταίρους μας και δη το Βερολίνο. Σαν έτοιμοι από καιρό εκείνοι “αγόρασαν” την τουρκική “συμμόρφωση” και ανακουφίστηκαν με τις υποσχέσεις για συγκράτηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και την σύμπραξή τους στους ευρύτερους σχεδιασμούς στη Συρία και αλλού.
Ακόμα και ο Εμανουέλ Μακρόν που φαινόταν να στηρίζει σθεναρά την Ελλάδα, αφού κατόρθωσε να κλείσει τη συμφωνία με τα Rafale και να λάβει υποσχετική ακόμα και για τις φρεγάτες Belhara, συντάχθηκε με την Άγκελα Μέρκελ στην τελευταία διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια επιβολής κυρώσεων. Η πρόσφατη φιλική αλληλογραφία Μακρόν- Ερντογάν που είδε το φως της δημοσιότητας αίρει κάθε αμφιβολία πως το Παρίσι μάλλον έσπασε την στρατηγική συμμαχία με την Αθήνα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Διόλου θετικά είναι και τα μηνύματα που λάβαμε από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέϊ Λαβρόφ ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση του ανταποκριτή του OpenTV Θανάση Αυγερινού δήλωσε μεν το αυτονόητο, δηλαδή το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια, βάσει του Δικαίου της Θάλασσας, άφησε, όμως, σαφώς να εννοηθεί πως πρέπει να συζητήσουμε με την Τουρκία για το εύρος των χωρικών υδάτων.
“Άλλο πράγμα, όταν τα χωρικά ύδατα που καθορίζει ένα κράτος έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα ενός γειτονικού κράτους. Εάν διαπιστωθεί ότι αυτά τα συμφέροντα είναι νόμιμα σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι απαραίτητο να αναζητηθούν λύσεις μέσω διαλόγου και ισορροπίας συμφερόντων”.
Πορευόμαστε, λοιπόν, σε έναν γύρο διερευνητικών επαφών –μη μπορώντας να τον αρνηθούμε γιατί έτσι θα αποκτήσει διαπιστευτήρια διαλλακτικής δύναμης η Τουρκία– με μάλλον προεξοφλημένο αποτέλεσμα, και την Τουρκία να βάζει στο τραπέζι τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, την αποστρατικοποίηση νησιών, και την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, ζητώντας να αναγνωριστεί ως τουρκική η ελληνική μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Και μόνο οι τελευταίες δηλώσεις Τσαβούσογλου θα έπρεπε να αποτελούν λόγο ακύρωσης των διερευνητικών επαφών, ωστόσο κάτι τέτοιο θα προκαλούσε στην Αθήνα πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από μία αποτυχημένη συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών στην Κωνσταντινούπολη.
Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ο διεθνής παράγοντας (εν προκειμένω οι Βρετανοί έχουν τον πρώτο λόγο) οδηγεί τον Νίκο Αναστασιάδη σε μια πενταμερή υπό την αιγίδα του (απολύτως συνεργαζόμενου) ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, όπου όχι μόνο θα αναιρεθεί πιθανότατα το θετικό για Αθήνα και Λευκωσία πλαίσιο της επιτυχούς διαπραγμάτευσης των Κοτζιά- Χριστοδουλίδη στο Κραν Μοντανά αλλά ίσως περιγραφεί η πρώτη πράξη προς μια χαλαρή ομοσπονδία ή ακόμα χειρότερα προς τη διχοτόμηση. Σχέδιο που προωθεί ο Ερντογάν με τη νέα κυβέρνηση-μαριονέτα του ψευδοκράτους και μετά την μείζονα πρόκληση στα Βαρώσια.
Ο Νίκος Αναστασιάδης είναι πολιτικά αποδυναμωμένος μετά και τις αποκαλύψεις για σκάνδαλο διαφθοράς σχετικά με τις “χρυσές βίζες”, πέραν του ότι κατηγορείται πως και ο ίδιος έχει εγκαταλείψει το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού των τελευταίων πολλών ετών. Η Αθήνα ελάχιστα πράγματα μπορεί –ή ορθότερα…θέλει– να κάνει έναντι των πιέσεων του διεθνούς παράγοντα και μιας πιθανής παράδοσης της Λευκωσίας σε μια τέτοια κατεύθυνση. Πρακτικά, όμως, αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αποδεχθεί ένα πλαίσιο που της αφαιρεί τα ερείσματα που είχε δημιουργήσει στην ανατολική Μεσόγειο και ίσως –αυτός είναι ο κίνδυνος– την περιορίσει σε μια δύναμη του Αιγαίου.
Η κατάσταση προδιαγράφεται εξαιρετικά ανησυχητική και είναι μάλλον ουτοπικό να αναμένει κανείς βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νέα διοίκηση του Τζο Μπάϊντεν έχει να ασχοληθεί επί μακρόν με το νέο αμερικανικό εμφύλιο και τη σκιά του διχαστικού τραμπισμού και ως προς την εξωτερική της πολιτική προέχουν η Συρία, η Ρωσία, το Ιράν, η Κίνα και τα Εμιράτα.
Συμπέρασμα: Η Ελλάδα πορεύεται μόνη προς τις διερευνητικές του Βοσπόρου, με μια Ευρώπη που αξιολογεί ως σημαντικότερη την Τουρκία από την αλληλεγγύη σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ.
Το δε ευρύτερο περιβάλλον εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους εάν πιεσθούμε ακόμα περισσότερο σε συναντήσεις Δένδια- Τσαβούσογλου (υπό την αστεία αλλά και προκλητική διαμεσολάβηση Ράμα που δρα ως “μακρά χειρ” της Γερμανίας), ή ακόμα περισσότερο Μητσοτάκη-Ερντογάν. Κι αυτό διότι είναι πιθανό να δημιουργηθούν παράλληλα επίπεδα διαλόγου, όπου η Τουρκία μπορεί ευκολότερα να θέσει διεκδικήσεις που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων στο στενό πλαίσιο των διερευνητικών επαφών.
Ποια θα είναι η τελική στάση της ελληνικής κυβέρνησης έναντι όλων των παραπάνω δεν είναι ευκρινές. Το συναινετικό πλαίσιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης (αλλά και του ΚΙΝ.ΑΛ) δεν είναι πια αρκετό. Ίσως δε να είναι αργά ακόμα και για ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, όπως ζητούν εδώ και καιρό ο Αλέξης Τσίπρας και η Φώφη Γεννηματά. Προέχει η εκπόνηση νέας εθνικής στρατηγικής σε ένα διεθνές πλαίσιο εμμονής των Ευρωπαίων υπέρ της Τουρκίας. Μια βήμα βήμα προσέγγιση, με ενημέρωση του ελληνικού λαού για όσα θα αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα. Καμία επικοινωνιακή υπεροπλία, ή και πολιτική ηγεμονία της κυβέρνησης δεν επαρκούν έναντι πιθανών αποφάσεων που θα δεσμεύσουν την χώρα για πολλές δεκαετίες. Η Ιστορία, δε, ξέρει να γίνεται πολύ αυστηρή…