Εντείνεται τις τελευταίες ημέρες η προσπάθεια των περισσοτέρων χωρών στην ΕΕ για την εξεύρεση ασφαλών λύσεων σε ότι αφορά το άνοιγμα και την επαναλειτουργία των σχολείων, λύσεις όμως που θα πρέπει όχι μόνο να στηρίζονται στα υφιστάμενα και υπαρκτά επιδημιολογικά στοιχεία αλλά να περιλαμβάνουν και την αξιολόγηση κινδύνου και των επιπτώσεων.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά ερωτήματα που απασχολούν τους επιστήμονες σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σε ποιο βαθμό ο COVID-19 επηρεάζει παιδιά και εφήβους και ποιος είναι ο ρόλος των σχολείων στην κοινοτική μετάδοση και διασπορά. Και καθώς τα ερωτήματα αυτά αποτελούν προτεραιότητα για τον Π.Ο.Υ, βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες τόσο για τους παράγοντες που μπορεί να θέσουν τα παιδιά και τους εφήβους σε κίνδυνο, όσο και για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία σε εκείνους που έχουν μολυνθεί, και κυρίως ο αντίκτυπος των νέων παραλλαγών του SARS-CoV-2.
Τι έδειξε η επισκόπηση των ερευνών
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη επισκόπηση εκατοντάδων ερευνών που δημοσίευσε ο Π.Ο.Υ προκύπτει ότι όλα τα κρούσματα COVID-19 που αναφέρθηκαν το 2020 σε παιδιά και έφηβους κάτω των 18 ετών εκπροσωπούν περίπου το 8% του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων παγκοσμίως.
Τα παιδιά και οι έφηβοι στην πλειονότητα των κρουσμάτων παρουσιάζουν ήπια ή καθόλου συμπτώματα και είναι λιγότερο πιθανό σε σχέση τους ενήλικες να νοσηλευτούν ή να έχουν θανατηφόρα κατάληξη. Ενδεικτικά μόλις το 0,2% των θανάτων καταγράφεται σε άτομα κάτω των 20 ετών
Επιπλέον πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών είναι λιγότερο ευαίσθητα και λιγότερο μολυσματικά από τα μεγαλύτερα. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη στη Νορβηγία, από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 2020, διαπιστώνεται πολύ χαμηλή μετάδοση από παιδί σε παιδί (ηλικίας 5-13 ετών) και από παιδί σε ενήλικα στα δημοτικά σχολεία ειδικά σε εκείνα που είχαν εφαρμόσει μέτρα πρόληψης και ελέγχου κρουσμάτων. Επιπλέον σε ειδική μελέτη ιικού φορτίου διαπιστώνεται ότι τα παιδιά με συμπτώματα παρουσιάζουν ίσο ιικό φορτίο στη μύτη, το στόμα και το λαιμό με τους ενήλικες, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα. Το μέγιστο ιικό φορτίο στα παιδιά εμφανίζεται αμέσως μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ακολουθούμενη από ταχεία μείωση.
Κρίσιμες ηλικίες μετάδοσης από 16-18 ετών
Από την άλλη οι έφηβοι, ηλικίας 16-18 ετών μεταδίδουν τον ιό τόσο συχνά όσο οι ενήλικες και πιο εύκολα από τα μικρότερα παιδιά με τα περισσότερα κρούσματα να αναφέρονται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με τα δημοτικά σχολεία.
Δεδομένα από την Μεγάλη Βρετανία και την Βόρεια Ιρλανδία υποδηλώνουν μάλιστα ότι η μετάδοση μεταξύ του εκπαιδευτικού προσωπικού ήταν πιο συνηθισμένη, λιγότερο συχνή μεταξύ του προσωπικού και των μαθητών, ενώ η μετάδοση από μαθητή σε μαθητή ήταν λιγότερο συχνή. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα στοιχεία που να δείχνουν ότι το προσωπικό του σχολείου διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης, όταν είναι στο σχολείο από τον γενικό ενήλικο πληθυσμό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από εθνικά δεδομένα παρακολούθησης στο Ηνωμένο Βασίλειο που διαπιστώνουν ότι το εκπαιδευτικό προσωπικό διατρέχει μικρότερο κίνδυνο μόλυνσης στο σχολικό περιβάλλον σε σύγκριση με τον γενικό ενήλικο πληθυσμό. Μια άλλη μελέτη, που επικεντρώθηκε σε 57.000 φροντιστές σε εγκαταστάσεις φροντίδας παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε αυξημένος κίνδυνος μόλυνσης για τους φροντιστές.
Οι επιπτώσεις από το κλείσιμο των σχολείων
Όσον αφορά τα στοιχεία που αφορούν το κλείσιμο των σχολείων ως μέσο μείωσης της κοινοτικής μετάδοσης, αυτά εμφανίζονται διφορούμενα. Με βάση τις νέες πιο μεταδοτικές παραλλαγές του κορονοϊού απαιτούνται πρόσθετες αναλύσεις ανά φύλο και ηλικία ώστε να μετρηθεί πώς και αν οι νέες παραλλαγές επηρεάζουν διαφορετικά τα παιδιά. Εάν διαπιστωθεί ότι τα παιδιά επηρεάζονται περισσότερο, θα χρειαστεί ενδεχομένως η αναπροσαρμογή των μέτρων δημόσιας υγείας.
Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι το άνοιγμα των σχολείων δεν έχει συσχετιστεί με αύξηση της κοινοτικής μετάδοσης. Ωστόσο η επιστροφή πολλών παιδιών στο σχολείο στα μέσα Αυγούστου, μετά από μια περίοδο χαμηλότερης κοινοτικής μετάδοσης σε πολλές χώρες, φαίνεται να συνέβαλε στις αυξήσεις που παρατηρήθηκαν τον Οκτώβριο λόγω των διακοπών. Από την άλλη μια μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι όταν τα σχολεία άνοιξαν ξανά στην Αγγλία και Ουαλία το καλοκαίρι, τα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ των μαθητών δεν αυξήθηκαν σε σχέση με το υπάρχον ποσοστό μολύνσεων επι του γενικού πληθυσμού. Μια μελέτη επίσης στη Νότια Κορέα διαπίστωσε ότι δεν σημειώθηκε αύξηση των κρουσμάτων τους πρώτους δύο μήνες μετά την επανάληψη των μαθημάτων τον Μάιο και ότι στα περισσότερα κρούσματα που διαγνώστηκαν σε παιδιά, η μόλυνση προήλθε από μέλη της οικογένειας και όχι από το σχολείο.
Τα σχολεία δεν έχουν αναγνωριστεί ως εστίες υπερμετάδοσης εκτός από μερικά ελάχιστα παραδείγματα, όπου η χαλάρωση των μέτρων δημόσιας υγείας δεν εφαρμόστηκαν σωστά. Ενδεικτικά αναφέρεται μια συστάδα κρουσμάτων που προκλήθηκε σε γυμνάσιο στο Ισραήλ τον Μάιο του 2020, όπου οι έφηβοι κάθονταν σε κλιματιζόμενες αίθουσες με πάνω από 30 συμμαθητές και χωρίς να φοράνε μάσκες. Αυτό οδήγησε στο προσβληθούν από κορονοιό 153 μαθητές και 25 άτομα από το προσωπικό.
Κοινωνικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις
Όσο πιο ευάλωτα είναι τα παιδιά εκτός σχολείου, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να επιστρέψουν στα θρανία κανονικά. Παιδιά από φτωχότερα νοικοκυριά είναι σχεδόν πέντε φορές πιο πιθανό να μην επιστρέψουν στο δημοτικό από εκείνα των πλουσιότερων. Το να είσαι εκτός σχολείου αυξάνει επίσης τον κίνδυνο εφηβικής εγκυμοσύνης, σεξουαλικής εκμετάλλευσης, παιδικού γάμου, βίας και άλλες απειλές.
Επιπλέον, το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων διαταράσσει βασικές σχολικές υπηρεσίες όπως η ανοσοποίηση, σχολική σίτιση, ψυχική υγεία και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, και μπορεί να προκαλέσει άγχος λόγω της απώλειας και διαταραγμένη ρουτίνα. Αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις είναι σημαντικά υψηλότερες για τα ευάλωτα παιδιά, όπως εκείνα που ζουν σε χώρες που πλήττονται από συγκρούσεις και άλλες παρατεταμένες κρίσεις, μετανάστες, πρόσφυγες και τους αναγκαστικά εκτοπισμένους, τις μειονότητες, τα παιδιά με αναπηρίες και τα παιδιά σε ιδρύματα.
Το κλείσιμο των σχολείων επηρεάζει τα παιδιά αρνητικά με πολλούς τρόπους εκτός από την εκπαίδευσή τους, την ισότητα, την σωματική όσο και ψυχική υγεία των παιδιών καθώς και την ανάπτυξη και μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα των γονέων να εργάζονται, προκαλώντας άλλους κίνδυνους.
Συμπεράσματα και οδηγίες
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα ο Π.Ο.Υ κατέληξε σε σειρά συμπερασμάτων και ζητά την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων και συμπεριφορών. Σύμφωνα με αυτά η κοινοτική μετάδοση αντικατοπτρίζεται στο σχολείο. Όταν η κοινοτική μετάδοση είναι χαμηλή και εφαρμόζονται τα κατάλληλα μέτρα, τα παιδιά και τα σχολεία είναι απίθανο να γίνουν οι κύριοι μοχλοί της μετάδοσης του COVID19. Αντίθετα, όπου υπάρχει ευρεία μετάδοση στην κοινότητα ή ο αριθμός των νέων περιπτώσεων αυξάνεται όπως έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες, είναι απαραίτητα για την αποφυγή μετάδοσης να εφαρμοστούν προληπτικά και προστατευτικά μέτρα στα σχολεία. Στην κοινότητα, θα πρέπει να γίνεται έγκαιρος εντοπισμός και απομόνωση των κρουσμάτων, ενώ η ιχνηλάτηση των επαφών και η καραντίνα πρέπει να παραμείνουν υψηλές προτεραιότητες, μαζί με άλλους κινδύνους για τη δημόσια υγεία καθώς και μέτρα για τη μείωση της έκθεσης και της εξάπλωσης. Τα σχολεία μπορούν να συνεργαστούν για την ανάπτυξη αυτών των μέτρων και πρέπει συνεργάζονται στην εφαρμογή τους εγκαίρως.
Επιπλέον τα σχολεία θα πρέπει να έχουν έτοιμα σχέδια πρόληψης και διαχείρισης εστιών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων ελέγχου για την προστασία του προσωπικού και ατόμων υψηλού κινδύνου. Αυτό περιλαμβάνει την ανάγκη για επαρκή αερισμό, πρακτικές υγιεινής (όπως καθαρισμός χεριών, καθαρισμός επιφανειών και αντικειμένων), τη χρήση μάσκας (τα παιδιά 12 ετών και άνω πρέπει να φορούν μάσκα όπως οι ενήλικες), ενώ και το εκπαιδευτικό και το προσωπικό υποστήριξης πρέπει να φορά μάσκες όταν δεν μπορεί να εγγυηθεί απόσταση μεγαλύτερη του ενός μέτρου από άλλους και κυρίως όπου υπάρχει ευρεία μετάδοση στην περιοχή. Θα πρέπει επίσης να τηρείται η φυσική απόσταση (όπως ο περιορισμός του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, οι εναλλασσόμενες βάρδιες, ο περιορισμός της ανάμιξης των τάξεων).
Ενδέχεται να απαιτηθούν αυστηρότερα μέτρα πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων σχετικά με τα γυμνάσια και λύκεια σε μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας σε σύγκριση με τα δημοτικά σχολεία και τους νέους. Ειδικότερα, οι μεγαλύτεροι έφηβοι πρέπει να παροτρύνονται να περιορίζουν τον κίνδυνο έκθεσής τους στον κορονοϊό εκτός εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων αποφεύγοντας χώρους υψηλού κίνδυνου, συμπεριλαμβανομένων πολυσύχναστων χώρων, στενών επαφών και ανεπαρκώς αεριζόμενων χώρων.
Οι δάσκαλοι και το προσωπικό του σχολείου πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση για να αποτρέψουν την μόλυνση τους έξω από το σχολείο, όπου η πιθανότητα να μολυνθούν είναι μεγαλύτερη.
Η λήψη των αποφάσεων
Οι αποφάσεις να κλείσουν εντελώς, εν μέρει ή να ανοίξουν ξανά τα σχολεία θα πρέπει να καθοδηγούνται από μια προσέγγιση βάσει κινδύνου για τη μεγιστοποίηση του εκπαιδευτικού και υγειονομικού οφέλους για τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, το προσωπικό και την ευρύτερη κοινότητα, και θα πρέπει να συμβάλει στην πρόληψη εκδήλωσης μιας νέας εστίας του COVID-19 με διασπορά στην κοινότητα. Το κλείσιμο των σχολείων θα πρέπει να εφαρμόζεται ως έσχατη λύση, να είναι προσωρινό και μόνο σε τοπικό επίπεδο σε περιοχές με έντονη μετάδοση.
Όταν τα σχολεία είναι πλήρως ή εν μέρει κλειστά, οι ευκαιρίες για εξ αποστάσεως μάθηση πρέπει να καθιερωθούν. Παράλληλα ο χρόνος κατά τον οποίο τα σχολεία παραμένουν κλειστά πρέπει να χρησιμοποιείται για τη λήψη μέτρων για την πρόληψη που ανταποκρίνεται στη αποφυγή μετάδοσης, όταν ανοίγουν ξανά τα σχολεία.
Τέλος οι υγειονομικές αρχές υγείας και εκπαίδευσης καλούνται να συνεχίσουν να παρακολουθούν την καθοδήγηση βάσει νέων πληροφοριών και ερευνών, ιδιαίτερα όσον αφορά την εμφάνιση νέων και πιθανώς πιο μεταδοτικών παραλλαγών του SARS-CoV-2.
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ