Ο μυθιστοριογράφος, δραματουργός, σεναριογράφος και μεταφραστής Πέτρος Μάρκαρης διαπιστώνει ότι ζούμε σε μια περίοδο μαντείας και επιστημονικής φαντασίας.
Δεν θεωρεί ότι οι ξένες επενδύσεις συνδέονται απαραίτητα με την ευημερία ενός τόπου –τουλάχιστον όχι όσο με την ευημερία των ίδιων των επενδυτών. Γι’ αυτό στο νέο του μυθιστόρημα είπε να τους… δολοφονήσει. Για τον Πέτρο Μάρκαρη η αστυνομική πλοκή είναι μόνο το πρόσχημα για μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση, γεγονός που προκύπτει πιο γλαφυρά από ποτέ στο βιβλίο «Ο φόνος είναι χρήμα». Μάλιστα, σ’ αυτό ο σταθερός του κεντρικός ήρωας, ο μάλλον συντηρητικός αστυνομικός Κώστας Χαρίτος, αποκτά κι ένα αφηγηματικό «alter ego» στο πρόσωπο του παλιού κομμουνιστή Λάμπρου Ζήση: μια προσπάθεια του συγγραφέα να συμφιλιώσει στη συνθετική του σκέψη τις αντίρροπες ιδεολογικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Η παρακμή της μεσαίας τάξης και η κατακόρυφη άνοδος των νεόπτωχων γενικότερα στη Νότια Ευρώπη είναι το θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Για τον διεθνούς εμβέλειας, πολυμεταφρασμένο και πολυβραβευμένο συγγραφέα δεν είναι απαραίτητο κάποιο «έξω-συγγραφικό» κίνητρο για να αφηγηθεί μια ιστορία. Απλώς, η πραγματικότητα προσφέρει ερεθίσματα για ιστορίες κι αυτός τις αφηγείται. Παράλληλα, για τον Κωνσταντινουπολίτη Μάρκαρη, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί αποτέλεσε ένα βαρύ χτύπημα, ενώ παρομοιάζει την επιθετικότητα του Ερντογάν με μια «φυγή προς τα εμπρός».
– Νιώθετε ότι γράφετε για διαφορετικό κοινό σε σχέση με εκείνο που γράφατε πιο παλιά; Σας επηρεάζει η σκέψη σε ποιο κοινό απευθύνεστε; Δε νομίζω ότι γράφω σήμερα για ένα διαφορετικό κοινό, αλλά ούτε με απασχολεί η σκέψη σε ποιο κοινό απευθύνομαι. Με αφετηρία την «Τριλογία της Κρίσεως» (δηλαδή τα μυθιστορήματα «Ληξιπρόθεσμα Δάνεια», «Περαίωση» και «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία») έκανα μια στροφή και ασχολούμαι με θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, κατά τη διάρκεια που εκτυλίσσονται. Συνεπώς, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι οι αντιδράσεις των αναγνωστών στα θέματα που πραγματεύομαι, αλλά και η κάθε φορά διαφορετική οπτική γωνία, από την οποία τα προσεγγίζω. Ευελπιστώ ότι η δική μου διαφορετική ματιά διαφοροποιεί και την οπτική του αναγνώστη.
– Σας επηρεάζει η ανταπόκριση ενός βιβλίου όταν δουλεύετε πάνω στο επόμενο; Όχι, ποτέ. Δε γράφω με γνώμονα τις προτιμήσεις του κοινού, αλλά για θέματα που ενδιαφέρουν εμένα προσωπικά.
– Γράφετε (και) για την απόλαυση της ανάγνωσης; Αν με την ερώτηση σας εννοείτε την καλλιέπεια ή την ωραιοπάθεια της γραφής, η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Η απόλαυση εξαρτάται από το θέμα, την ανάπτυξή του στο κάθε μυθιστόρημα και ως ποιο σημείο αυτές οι δυο συντεταγμένες δίνουν ερέθισμα στο κοινό για να διαβάσει το μυθιστόρημα.
– Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να αλλάζει ή να επηρεάζει καθοριστικά τους ανθρώπους και τις καταστάσεις; Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα μια παρεξήγηση. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ούτε να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων. Η δύναμή της βρίσκεται στην αφηγηματική προσέγγιση της πραγματικότητας και στα ερωτήματα που θέτει στη ροή της αφήγησης. Τα ερωτήματα αυτά βοηθούν τον αναγνώστη να δει την πραγματικότητα από μια διαφορετική οπτική και να ανακαλύψει μιαν άλλη διάσταση στα γεγονότα και στις καταστάσεις.
– Ποια είναι η πρακτική σας σε σχέση με τη δόμηση των χαρακτήρων; Υπάρχουν γενικά δυο τρόποι για να χτίζεις έναν χαρακτήρα. Ο πρώτος είναι να κάθεσαι στο γραφείο σου και να προσπαθείς να συλλάβεις τον χαρακτήρα στη φαντασία σου. Ο δεύτερος είναι να χτίζεις τον χαρακτήρα πάνω σε ένα γνωστό σου πρόσωπο. Δεν τίθεται το ερώτημα ποια μέθοδος είναι καλύτερη. Σε κάποιους συγγραφείς ταιριάζει καλύτερα η πρώτη, σε άλλους η δεύτερη. Εγώ χτίζω τους χαρακτήρες μου πάντα πάνω σε πρόσωπα που γνωρίζω. Χρησιμοποιώ κάποιο γνωστό μου πρόσωπο ως βάση κι εκεί πάνω οικοδομώ τον χαρακτήρα που χρειάζομαι.
– Σας έχει τύχει να συναντήσετε κάποιον χαρακτήρα σας, αργότερα, μετά την έκδοση του βιβλίου; Στην «Άμυνα Ζώνης», το δεύτερο μυθιστόρημα μου, υπάρχει μια σκηνή, όπου ο αστυνόμος πηγαίνει να ανακρίνει έναν χονδρέμπορο ενδυμάτων. Ο τύπος είναι μανιακός με την τάξη και την καθαριότητα. Όσην ώρα τον ανακρίνει ο αστυνόμος, εκείνος τακτοποιεί τα ρούχα, τα ξεσκονίζει και σπάει τα νεύρα του αστυνόμου. Όταν η αδελφή μου διάβασε το μυθιστόρημα, είπε στον άντρα της: «Μηνά, ρεζίλι σ’ έκανε. Σε έβαλε στο μυθιστόρημα».
– Η διαδικασία αφήγησης και λύσης ενός μυστηρίου κρύβει για τον συγγραφέα και κάποια προδιάθεση να λύσει τα μυστήρια της ύπαρξης; Τα μυθιστορήματα που ασχολούνται με τα μυστήρια της ύπαρξης ανήκουν σε άλλη κατηγορία. Το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα, είτε μιλάμε για το σκανδιναβικό, είτε για το μεσογειακό αστυνομικό, είναι ένα μυθιστόρημ, το οποίο χρησιμοποιεί την αστυνομική ιστορία ως αφετηρία για να ασχοληθεί με τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. Αλλά, ούτε αυτό είναι μια πρόσφατη ανακάλυψη. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Πώς ξεκινάνε π.χ. «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ; Με μια αστυνομική ιστορία. Πώς ξεκινάνε το «Έγκλημα και Τιμωρία» και «Οι Αδελφοί Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι; Με μια αστυνομική ιστορία. Πολλοί συγγραφείς του αστικού μυθιστορήματος χρησιμοποιούσαν την αστυνομική ιστορία ως αφετηρία, για να μιλήσουν για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής τους. Αυτό ακριβώς κάνουν πολλοί σύγχρονοι ευρωπαίοι συγγραφείς του αστυνομικού μυθιστορήματος.
– Η επανάληψη και η πεπατημένη είναι εν δυνάμει χρήσιμο σύνεργο ή ένδειξη φυγοπονίας και συνταγή αποτυχίας; Εξαρτάται τι εννοούμε με «επανάληψη και πεπατημένη». Αν εννοούμε τον μόνιμο πρωταγωνιστή στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αστυνομικό ή ντετέκτιβ, τότε μιλάμε για ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε genre, δηλαδή είδος. Το είδος έχει πάντα ορισμένους σταθερούς κανόνες. Η ύπαρξη ενός μόνιμου αστυνομικού ή ντετέκτιβ στα μυθιστορήματα ενός συγγραφέα υπαγορεύεται από την τήρηση των κανόνων του είδους. Από εκεί και πέρα η επανάληψη και η πεπατημένη γίνονται κάποια στιγμή μοιραία κουραστικές και βαρετές.
– Η συγγραφή για σας είναι απλώς εκτόνωση και ανάγκη ή παράλληλα χρέος και προορισμός; Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί οι συγγραφείς χρειάζονται κάποιο «έξω-συγγραφικό» κίνητρο για να λειτουργήσουν ως συγγραφείς. Δεν αρκούν η διάθεση και το ταλέντο τους να αφηγούνται ιστορίες; Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή σε χώρες όπως π.χ. η Ελλάδα οι συγγραφείς είναι κυρίως ερασιτέχνες. Εγώ από το 1979 ασχολούμαι επαγγελματικά με τη γραφή, πρωτότυπη ή μεταφραστική. Κάθε πρωί σε μια συγκεκριμένη ώρα κάθομαι στον υπολογιστή μου, όπως άλλοι ανοίγουν τα μαγαζί τους, και ξεκινάω το επαγγελματικό μου ωράριο. Η πραγματικότητα μου δίνει ερεθίσματα για ιστορίες κι εγώ τις αφηγούμαι. Αυτό είναι όλο.
– Όταν γράφετε φαντάζεστε επιμέρους σκηνές ή έχετε ολόκληρη τη δομή στο μυαλό σας; Ξεκινάω πάντα με μια πολύ γενική υπόθεση στο μυαλό μου και ανακαλύπτω την ιστορία από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Δε θέλω ποτέ να ξέρω περισσότερα από τον ήρωα μου, τον αστυνόμο Χαρίτο, ανακαλύπτω μαζί του την εξέλιξη του μυθιστορήματος. Αυτό δε γίνεται τυχαία. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο Χαρίτος κι όχι εγώ. Αφήνω λοιπόν σ’ εκείνον την ανάπτυξη της ιστορίας κι εγώ την καταγράφω.
– Ποια αισθήματα σας προκαλούν ως Κωνσταντινουπολίτη ο πρόσφατες εξελίξεις και οι πρακτικές του Ερντογάν; Μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη στην περίοδο ενός αχαλίνωτου εθνικισμού. Σήμερα με τον Ερντογάν ο εθνικισμός αυτός απόκτησε και ένα δεύτερο σκέλος, που είναι ο ισλαμισμός. Αυτό το δίπολο εκδηλώνεται με μια πρωτόγνωρη επιθετικότητα, κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά όχι μόνο. Η επιθετικότητα του Ερντογάν είναι όμως και μια «φυγή προς τα εμπρός», όπως θα έλεγε ο Γιάννης Σκαρίμπας. Πίσω από την επιθετικότητα κρύβεται ο τρόμος για τις κυρώσεις και κυρίως τις οικονομικές συνέπειές τους σε μια τουρκική οικονομία που παραπαίει.
– Πώς νιώσατε με την απόφαση για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί; Ήταν ένα πολύ βαρύ χτύπημα για μένα. Ήταν σαν κάποιος να έκοψε τις ρίζες που μ’ έδεναν με την Κωνσταντινούπολη.
– Η τουρκική διανόηση ποιον ρόλο διαδραματίζει σε όλο αυτό; Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές κατηγορίες τούρκικης διανόησης. Η πρώτη είναι αυτή που θα ονομάζαμε «εξόριστη» διανόηση. Είναι οι διανοούμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου και συγγραφείς, οι οποίοι διέφυγαν στο εξωτερικό. Σχεδόν όλοι ασκούν μια δριμεία αντιπολίτευση στο καθεστώς του Ερντογάν σχεδόν σε καθημερινή βάση, μέσα από τούρκικες εφημερίδες και περιοδικά, που κυκλοφορούν εκτός Τουρκίας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι συγγραφείς και διανοούμενοι που βρίσκονται στη φυλακή. Η τρίτη κατηγορία είναι κυρίως καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι περιορίζονται στις παραδόσεις τους και αποφεύγουν να εκφράζουν δημόσια τη γνώμη τους.
– Ανησυχείτε για τη συγκυρία στα ελληνοτουρκικά; Τι χρειάζεται ν’ αλλάξει προς μια ισορροπία και ηρεμία στην Αν. Μεσόγειο; Πιστεύω ότι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει είναι μια διαρκής και συντονισμένη πίεση στην Τουρκία από ΗΠΑ και ΕΕ. Θέλω να ελπίζω ότι με την προεδρία του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ η πίεση αυτή θα αυξηθεί και θα γίνει πιο αποτελεσματική. Ας μη γελιόμαστε: ένας λόγος για την αχαλίνωτη επιθετικότητα του Ερντογάν ήταν η προεδρία του Τραμπ και η προσωπική σχέση του Ερντογάν μαζί του.
– Στο τελευταίο σας βιβλίο «δολοφονείτε» ξένους επενδυτές. Στην Κύπρο κυριαρχεί μια μεγάλη συζήτηση για το πρόγραμμα πολιτογράφησης αλλοδαπών επενδυτών. Πιστεύετε ότι το χρήμα είναι σε κάθε περίπτωση φονικό και βρώμικο κι οι ξένες επενδύσεις εκ προοιμίου καταστροφικές; Δε θεωρώ ότι το χρήμα είναι εκ προοιμίου βρώμικο, ούτε τρέφω κάποια προσωπική απέχθεια ενάντια στους επενδυτές. Ας δούμε όμως την αλυσίδα: επένδυση σημαίνει ανάπτυξη και η ανάπτυξη φέρνει την αύξηση του πλούτου. Κανείς, όμως, δε μιλάει σήμερα για την κατανομή του πλούτου. Η αύξηση του πλούτου χωρίς την κατανομή του έχει καταστροφικές συνέπειες. Κι αυτό δεν το είπε ο Μαρξ αλλά ο Κέινς. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έχουμε φτάσει σήμερα: να μιλάμε για ανάπτυξη, αλλά να αδιαφορούμε για την κατανομή του πλούτου. Η εξέλιξη αυτή έχει τεράστιες επιπτώσεις στην κατάρρευση των μεσαίων στρωμάτων σε πολλές χώρες. Η κατάρρευση αυτή δεν έχει μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές συνέπειες, γιατί τα μεσαία στρώματα είναι η ραχοκοκαλιά του συστήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το πρόβλημα δε βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ εγχώριων και ξένων επενδύσεων, αλλά στις αιτιάσεις που ανάπτυξα πιο πάνω.
– Η απολιτίκ στάση είναι επιδημία; Δεν ξέρω αν έχει φτάσει στα όρια της επιδημίας, αλλά είναι μια πολύ δυσάρεστη και επικίνδυνη εξέλιξη πρώτιστα για τους νέους της εποχής μας. Θεωρώ ότι το φαινόμενο αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με το σημερινά σύστημα της παιδείας. Η παιδεία σήμερα εξασφαλίζει μια εμπεριστατωμένη προετοιμασία στο αντικείμενο σπουδών των νέων, αλλά έχει υποβαθμίσει σε επικίνδυνο βαθμό τις γνώσεις γενικής παιδείας. Οι νέοι χρειάζονται, ωστόσο, δυο πηγές γνώσεων: τις γνώσεις που σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους, αλλά και τις γνώσεις που εξασφαλίζουν την ύπαρξη και την ενεργητική συμμετοχή τους στην κοινωνία των πολιτών. Οι μειωμένες γνώσεις γενικής παιδείας μειώνουν και την ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά φαινόμενα και στην κοινωνία των πολιτών. Η πολιτικοποίηση είναι άμεσα εξαρτημένη από τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα.
– Πού αποδίδετε τη διασπορά και έξαρση όλου αυτού του όγκου συνωμοσιολογίας; Η τοξικότητα σε ποια μονοπάτια μας οδηγεί; Παλιά, σε εποχές που εγώ τις έζησα, οι απλοί άνθρωποι απέδιδαν τις θεομηνίες στις δυνάμεις του κακού, σε οργή Θεού, ή στη θεία τιμωρία. Οι σημερινοί νέοι θεωρούν ότι ο κόσμος κινείται με κανόνες επιστημονικής φαντασίας. Οι περισσότεροι έχουν κάνει εξαιρετικές σπουδές στο αντικείμενο τους, αλλά η άγνοια του κοινωνικού γίγνεσθαι δεν τους βοηθάει να διακρίνουν τις δυνάμεις που κυριαρχούν στην κοινωνία, στην οικονομία και στην πολιτική. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, «Ο Φόνος είναι Χρήμα», ένας χαρακτήρας λέει στον αστυνόμο: «Αυτό που βλέπουμε σήμερα γύρω μας είναι μια παράσταση σκηνοθετημένη από το χρηματοπιστωτικό σύστημα με ηθοποιούς πάνω στη σκηνή τους πολιτικούς». Αν αυτό που λέει ο χαρακτήρας ισχύει, τότε οι σημερινοί νέοι προορίζονται για το νέο προλεταριάτο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι προλετάριοι που γνώρισα στα νιάτα μου μπορούσαν με δυσκολία να γράψουν ακόμα και το όνομα τους. Οι σημερινοί νέοι θα είναι ιστορικά το πρώτο προλεταριάτο με «μάστερ».
– Έχετε ακόμη προσδοκίες από την αριστερά στην Ελλάδα; Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος της; Η μετεμφυλιακή αριστερά στην Ελλάδα, η ηττημένη και κυνηγημένη, ήταν διαρκώς στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων. Προσπαθούσε να τους στηρίξει και να τους κινητοποιήσει για να διεκδικήσουν έστω ένα μικρό κομμάτι από την κατανομή του πλούτου. Από το κίνημα του ’68 στην Ευρώπη και το κίνημα του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα γεννήθηκε ένα κίνημα νέων αριστερών από εύπορες ή τουλάχιστον οικονομικά άνετες οικογένειες. Αυτοί οι νέοι δεν είχαν ιδέα από φτώχια. Είναι οι νέοι που βρίσκονται σήμερα στην ηγεσία της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη. Η αριστερά αυτή ενδιαφέρεται μόνον για την κατάκτηση της εξουσίας. Πριν από μερικές εβδομάδες μια ιταλίδα δημοσιογράφος μου έκανε την εξής ερώτηση: «Κύριε Μάρκαρη, ξέρετε ότι η Ιταλία είχε ένα εξαιρετικά αναπτυγμένο και αγωνιστικό αριστερό κίνημα. Πώς εξηγείται ότι η αριστερά εκπροσωπείται σήμερα στην Ιταλία από το κίνημα των 5 Αστέρων;» Τι να της έλεγα;
– Πού θα τοποθετούσατε πολιτικά τον εαυτό σας στη σημερινή ρευστή εποχή μας; Ευτυχώς, έμαθα από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ την τεχνική της αποστασιοποίησης. Όταν γράφω, κρίνω τα τεκταινόμενα στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο από απόσταση χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Είναι σαν να κάθομαι στον λόφο του Λυκαβηττού και να παρακολουθώ από ψηλά την Αθήνα και τους Αθηναίους. Πολιτικά δεν ανήκω πουθενά.
– Είναι παροδικό φαινόμενο η πτώση του αναγνωστικού κοινού; Πιστεύετε ότι θα υπάρξει ανάκαμψη; Σε κάποιες χώρες, όπως π.χ. στην Ισπανία δεν υπάρχει πτώση. Αλλά κι εκεί που υπάρχει, πιστεύω ότι το φαινόμενο είναι παροδικό λόγω των συνθηκών κι ότι η αναγνωσιμότητα θα επανέλθει.
– Ποιες μόνιμες αλλαγές θα επιφέρουν στη ζωή και τις σχέσεις μας οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που ζούμε εξαιτίας της πανδημίας; Ζούμε σε μια περίοδο μαντείας και επιστημονικής φαντασίας, από την εξέλιξη του κορωνοϊού έως τις επιπτώσεις των εμβολίων. Δε θέλω να μπω κι εγώ σε αυτό το παιχνίδι της μαντείας. Το σωστό είναι να δούμε πρώτα ποια θα είναι η κατάσταση του κόσμου μετά το τέλος της πανδημίας και μετά να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας.
– Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η πιο επιζήμια πτυχή αυτής της συνθήκης; Όσο διαρκεί η πανδημία, η συνεχιζόμενη διάλυση του κοινωνικού ιστού. Ένα παράδειγμα: μπορεί κάποιοι να είναι ενθουσιασμένοι με την εργασία από το σπίτι, αλλά ο εργασιακός χώρος είναι κι ένας κοινωνικός χώρος. Η κατάργησή του μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία. Ο φόβος μου είναι μήπως επαληθευτεί η ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ: «Κοινωνία; Ποια κοινωνία; Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνο οικογένειες και άτομα.» Κάποιους θα τους βόλευε, αλλά αλίμονό μας.
* Το νέο μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη «Ο φόνος είναι χρήμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.