Η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Δέσποινα Παπαδοπούλου και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Γιάννης Ιωαννίδης μιλούν στο News 247 και στον Νίκο Γιαννόπουλο, για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη δημοκρατία στην εποχή των πανδημικών απαγορεύσεων. Απαγορεύσεις. Περιορισμοί. Lockdown. Οι όροι αυτοί εισέβαλλαν αιφνιδιαστικά στη ζωή μας τον τελευταίο χρόνο κατά τον οποίο συνυπάρχουμε υποχρεωτικά με τον ζόφο της πανδημίας του κορονοϊού. Στην αρχή οι όποιοι περιορισμοί έγιναν απολύτως αποδεκτοί, αφού πάνω από όλα τέθηκε ο στόχος του ελέγχου του ιού.
Εν συνεχεία, όμως, η καθολική αυτή αποδοχή άρχισε να “σπάει”, όχι μόνο λόγω της φυσιολογικής ψυχολογικής κόπωσης του πληθυσμού από τον σχεδόν συνεχή εγκλεισμό, αλλά και από το γεγονός ότι πολλά από τα κυβερνητικά μέτρα έμοιαζαν -και ήταν- υπέρ το δέον σκληρά, στα όρια του αντιδημοκρατικού.
Με αφορμή, ωστόσο, και τις τελευταίες απαγορεύσεις περί συναθροίσεων, άρχισε να γίνεται μία κουβέντα για τους κινδύνους που εγκυμονούν για τη δημοκρατία το σύνολο των περιοριστικών μέτρων, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση πολιτεύεται. Οι απαντήσεις δεν είναι απλές. Όμως το συμπέρασμα που εξάγεται από τις συζητήσεις που ακολουθούν, αν μη τι άλλο ανησυχεί: Υφίσταται πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό.
Το κυβερνητικό unfair και η νομοθέτηση που συνεχίζεται ως business as usual
O Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω με ειδίκευση σε υποθέσεις δημοσίου και ποινικού δικαίου. Δεν επικαλεστήκαμε μόνο τη θεσμική ή επαγγελματική του ιδιότητα, αλλά και τη γενικότερη ευαισθησία του σε θέματα που άπτονται της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Ο κ. Ιωαννίδης συμπεραίνει ότι πολλές από τις αποφάσεις της κυβέρνησης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές και ως προς τους τύπους, αλλά και ως προς την ουσία.
Κινδυνεύει η δημοκρατία όπως την γνωρίζουμε από τις απαγορεύσεις λόγω της πανδημίας και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τις συναθροίσεις;
Η δημοκρατία με την έννοια της πολιτικής ελευθερίας και της εναλλαγής στην εξουσία δεν κινδυνεύει. Υπάρχουν όμως δύο άλλοι κίνδυνοι. Ο ένας, τον οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε προφανή, είναι ότι έχει ιστορικά παρατηρηθεί η τάση διαιώνισης τέτοιων περιορισμών που επιβάλλονται όταν αντιμετωπίζουμε έκτακτες καταστάσεις, ενδεχομένως όχι ακριβώς με την πρώτη μορφή τους αλλά με παραλλαγές, ακόμα και μετά το ξεπέρασμα της κρίσης. Έτσι, όταν θα βγούμε από αυτήν την κατάσταση είναι πιθανό να βρεθούμε με μία κληρονομιά περιορισμού των δικαιωμάτων μας την οποία θα έχουμε αποδεχτεί κιόλας αρχικά, θα την έχουμε συνηθίσει στην πορεία, θα εμφανίζεται ως «φυσιολογική». Άρα το πρώτο πράγμα που χρειάζεται αυτήν την περίοδο είναι ετοιμότητα, να επαγρυπνούμε, ώστε οι περιορισμοί να είναι ανεκτοί μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Το δεύτερο πράγμα που έχει μεγάλη σημασία σε αυτές τις περιστάσεις, που λαμβάνονται εξαιρετικά μέτρα, είναι να υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη πρόνοια για διαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο αποφασίζονται. Να τηρούνται οι διαδικασίες οι θεσμικές, να λαμβάνονται για παράδειγμα όπως πρέπει και όπως έχει θεσμοθετηθεί υπόψη οι γνώμες των ειδικών. Δεν είμαστε όλοι εμπειρογνώμονες, αλλά όλοι έχουμε αξίωση να γνωρίζουμε τις εισηγήσεις βάσει των οποίων πάρθηκαν τα μέτρα. Να γνωρίζουμε τι ακριβώς εισηγήθηκαν οι ειδικοί. Από εκεί και πέρα τα μέτρα είναι θέμα πολιτικής ευθύνης. Οι ειδικοί εισηγούνται και είναι ευθύνη της πολιτικής εξουσίας, της κυβέρνησης, η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων. Και πρέπει να αιτιολογείται γιατί προτιμώνται αυτά έναντι άλλων.
Επίσης, εξαιρετική σημασία σε αυτές τις περιστάσεις έχουν οι εγγυήσεις ότι τα μέτρα ελέγχονται, όπως επιβάλλει το κράτος δικαίου. Θα πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση ότι, όποιος πολίτης ή συλλογικότητα θέλει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ή τη συνταγματικότητα αυτών των μέτρων, μπορεί να το κάνει προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη για να διαπιστωθεί αν τηρούνται οι προϋποθέσεις που ανέφερα προηγουμένως. Να κριθεί αν η διαδικασία ήταν ορθή και αν αυτά τα μέτρα ήταν πράγματι τα μοναδικά αναγκαία, αν δηλαδή ο περιορισμός των ελευθεριών μας είναι αναλογικός, σε σχέση με τον κίνδυνο που διατρέχουμε. Να ελέγχεται, τέλος, δικαστικά αλλά και με τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου αν τα μέτρα αυτά επιβάλλονται με ισοπολιτεία, όσο αυτό είναι εφικτό, αν υπάρχει μία στοιχειώδης συνοχή στις πολιτικές της πολιτείας. Δεν μπορεί να υπάρχει μονομερής αγνόηση μίας κοινωνικής ομάδας έναντι μίας άλλης ή ενός δικαιώματος έναντι ενός άλλου.
Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα μέτρα, πέρα από αυτά που αφορούν τις συναθροίσεις που αναφέρατε, ένα άλλο πολύ σημαντικό κριτήριο είναι να λαμβάνεται πρόνοια για τους πιο αδύναμους. Για παράδειγμα, ο περιορισμός της κυκλοφορίας, το «μένουμε σπίτι», δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις στον άστεγο, ή στη φτωχή οικογένεια που στοιβάζεται σε ένα μικρό υπόγειο και σε αυτόν που μένει σε μία άνετη μονοκατοικία. Είναι ευθύνη της πολιτείας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως λέμε, να λαμβάνεται μέριμνα υπέρ των πιο αδύναμων.
Αλλιώς τι κράτος δικαίου είναι…
Μπορεί να είναι κράτος δικαίου, όχι όμως κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα αυτό που έχει καθιερωθεί συνταγματικά είναι το κοινωνικό κράτος δικαίου γιατί κατοχυρώνει μεν τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, αλλά και το κοινωνικό κράτος. Το πώς ορίζει βέβαια κανείς το τελευταίο είναι κάτι ανοιχτό σε συζήτηση. Αλλά αυτός είναι ο κοινός οδηγός από το σύνταγμα προς τον κοινό νομοθέτη.
Υπάρχει, τέλος, και ένας άλλος προβληματισμός που συναρτάται με το ερώτημα που θέσατε του πόσο κινδυνεύει ή δεν κινδυνεύει η δημοκρατία. Διότι παράλληλα με τα πολλά μέτρα που λαμβάνονται για την πανδημία, ταυτόχρονα δεν έχει σταματήσει η νομοθετική παραγωγή σε πολλούς άλλους τομείς. Παρατηρούμε να νομοθετούνται διάφορα μέτρα και να ψηφίζονται νόμοι που δεν έχουν σχέση με την πανδημία.
Όπως ο πρόσφατος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή αστυνομία…
Σωστά. Ή αυτός που διέπει τις συναθροίσεις σε μόνιμη βάση. Αυτοί οι νόμοι ψηφίζονται, ενώ η πολιτική ζωή δεν λειτουργεί με κανονικούς ρυθμούς, ενώ υπάρχει κατ’ ουσίαν απαγόρευση συλλογικών δραστηριοτήτων ή πάντως πρακτική αδυναμία να λειτουργήσει ομαλά π.χ. η συνδικαλιστική δραστηριότητα, γενικότερα η κοινωνική διάδραση. Εδώ, υπάρχει ένα ζήτημα γιατί η εκτελεστική εξουσία δεν ελέγχεται με τον συνήθη τρόπο. Επίσης, η κρίση είναι διαφορετική για κάποια μέτρα που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος, οπότε δεν τίθεται με τον ίδιο οξύ τρόπο το ζήτημα της νομιμοποίησής τους. Υπάρχουν, όμως, άλλα όπως αυτό της πανεπιστημιακής αστυνομίας που δεν υπήρχε στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Και αυτό λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο κατά την οποία έχουν “παγώσει” οι ελευθερίες μας και οι συλλογικές δράσεις. Θα έπρεπε με έναν τρόπο να τονιστεί ότι δεν μπορεί και η νομοθέτηση, για θέματα τουλάχιστον που διχάζουν, να είναι business as usual.
Προκύπτει όμως το ερώτημα μήπως η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την πανδημία ως πρόσχημα για να περάσει μέτρα τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα μπορούσε εύκολα να περάσει…
Εγώ θα το έλεγα λίγο διαφορετικά. Η συνθήκη αυτή είναι αρκετά βολική, για να προχωρήσουν και κάποιες πρωτοβουλίες που υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν πιο δύσκολο να περάσουν. Αυτό είναι λίγο unfair.
Μήπως θα έπρεπε να ισχύει ένα νομοθετικό μορατόριουμ αυτήν την εποχή;
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για νομοθετικό μορατόριουμ. Αναδεικνύω όμως μία κατάσταση που εξ αντικειμένου είναι προβληματική. Δεν μπορεί κανείς να πει σε μία κυβέρνηση απαγορεύεται να νομοθετείς, δεν στέκεται συνταγματικά αυτό, αλλά η σχετική κριτική μπορεί να ασκηθεί και είναι εύλογο να ασκηθεί. Έχει να κάνει με το πόσο σέβεται κανείς του θεσμούς και με το κατά πόσο θέλει να είναι νομιμοποιημένη μία πολιτική.
Η κοινωνία των πολιτών σε αυτό πως μπορεί να αντιδράσει; Υπάρχουν πιθανότητες αντίδρασης για τους απλούς ανθρώπους σε αυτού του είδους τη συνθήκη;
Η κοινωνία των πολιτών εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Αν μιλάμε για μια συλλογικότητα, όπως η δική μας, προσπαθήσαμε από την αρχή της πανδημίας να αναδείξουμε ποια από τα μέτρα που λαμβάνονται και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να είναι τα δικά μας μέτρα. Αντιδράσαμε με δημόσιες ανακοινώσεις σε όσες πλευρές της ασκούμενης πολιτικής θεωρήσαμε ότι θίγουν αδικαιολόγητα ή με άνισο τρόπο τα δικαιώματα, και τέλος με προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της καθολικής απαγόρευσης των συναθροίσεων στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Αυτό δεν το κάναμε τόσο ή μόνο γιατί επιδιώκαμε να βρούμε έναν αποτελεσματικό τρόπο να κάνουμε μια οποιαδήποτε συνάθροιση στις 17 Νοεμβρίου 2020. Αλλά διότι, από ένα σημείο και ύστερα, η εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να γνωρίζει τα όριά της και ότι, πάντως, υπάρχουν κάποια όρια. Και επίσης ότι θα έπρεπε να λειτουργούν οι αρχές και οι διαδικασίες του κράτους δικαίου, που είναι ακόμα πιο πολύτιμες σε περιόδους κρίσης.
Από εκεί και πέρα μπορούν να υπάρξουν διαμαρτυρίες διαφόρων ειδών, δεν υπάρχει ένα μόνο εγχειρίδιο με «οδηγίες χρήσης», γιατί δεν λειτουργούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς κάνει τη δουλειά ένα συνδικάτο, αλλιώς ένα σωματείο για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλιώς ένα πολιτικό κόμμα.
Συχνά στο δημόσιο λόγο τους τελευταίους μήνες έχει επανακάμψει ένας απόλυτος λόγος που υπήρχε και κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Χρησιμοποιείται ευρέως η λέξη χούντα και άλλοι απόλυτοι χαρακτηρισμοί. Σας προβληματίζει το γεγονός αυτό;
Η ευκολία με την οποία λέγονται τα περί χούντας συνιστά μία παθογένεια. Η ευκολία και η συχνότητα με την οποία αποδίδονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί συλλήβδην σε κυβερνήσεις ή κόμματα ακυρώνει ή πάντως πλήττει την αξιοπιστία της κριτικής, που είναι συχνά βάσιμη όσον αφορά είτε συντηρητικές, ή και αυταρχικές επιλογές, είτε και παρεκτροπές από πολιτικές και συμπεριφορές θεσμικού πρωτογονισμού.
Είναι προφανές ότι δεν είμαστε σε χούντα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση μπορεί να έχουμε μία κυβέρνηση που να έχει συντηρητικές και αυταρχικές πολιτικές σε κάποια σημεία του δημοσίου βίου, καλό είναι όμως αυτά να τα ονοματίζουμε με το όνομά τους χωρίς να καταφεύγουμε σε χαρακτηρισμούς όπως χούντα ή ακροδεξιά. Ακροδεξιά συνιστώσα υπάρχει στην κυβέρνηση, όπως υπήρχε και στην προηγούμενη, όπως και στην προπροηγούμενη. Αυτό είναι ένα πράγματι σοβαρό πρόβλημα που έχουμε στη χώρα από την κυβέρνηση Παπαδήμου και εντεύθεν: η ακροδεξιά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Εξωραΐζουμε όμως τον ‘Ορμπαν ή τον Τραμπ αν, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός, ονομάζουμε ακροδεξιές συνολικά τις κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχαν ο Καμμένος, ο Καρατζαφέρης, ο Βορίδης ή ο Γεωργιάδης. Και στο κάτω-κάτω δεν είναι πειστική αυτή η αντιμετώπιση. Δηλαδή τι να καταλάβει τελικά ο κόσμος; Πως ό,τι κι αν ψηφίσεις έχεις επί δέκα χρόνια ακροδεξιά κυβέρνηση; Τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τον σωστό τρόπο, επί τη βάσει αρχών και όχι επιλεκτικά, και όταν αυτό γίνεται, η κριτική αποκτά αξιοπιστία, άρα μπορεί να έχει και αποτέλεσμα.
Από την πολιτική στην οικονομική δημοκρατία και στον πολίτη-καταναλωτή
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Συζητήσαμε μαζί της όχι μόνο για την κρίση της Δημοκρατίας, αλλά και τα χαρακτηριστικά που το πολίτευμα παίρνει-στην εποχή της πανδημίας-όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στον δυτικό κόσμο. Ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματά της είναι ότι πλέον υπερτονίζεται η ιδιότητα του καταναλωτή με αποτέλεσμα να “αδυνατίζει” αυτή του πολίτη. Η Δημοκρατία, υπογραμμίζει η Ελληνίδα καθηγήτρια, μετατρέπεται σε μία καθαρά οικονομική Δημοκρατία.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν η Δημοκρατία κινδυνεύει από τις συνεχείς απαγορεύσεις κυρία Παπαδοπούλου…
Η Δημοκρατία είναι ένα σύνθετο πολίτευμα το οποίο αποτελεί ένα κοινωνικοπολιτικό προϊόν μέσα στους αιώνες. Άρα είναι σημαντικό, όταν μιλάμε για τη Δημοκρατία, να μιλάμε, αν δεν θέλουμε να κάνουμε μία φιλοσοφική συζήτηση, πιο συγκεκριμένα. Γιατί πλήττεται η Δημοκρατία, πότε μπορεί να πληγεί, σε ποιο βαθμό, τι μεταλλάξεις, μεταβάσεις, πολιτικούς μετασχηματισμούς μπορεί να δεχθεί. Υπάρχουν, επομένως, μία σειρά από θέματα στα οποία πρέπει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι και να αποφύγουμε τον λαϊκίστικο λόγο.
Διδάσκω στο Πανεπιστήμιο πτυχές της γέννησης του εθνικού κράτους και άρα της γέννησης της Δημοκρατίας, της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και το πώς εξελίχθηκε μέχρι και σήμερα.
Θα ήθελα να επισημάνω λοιπόν τρία στοιχεία τα οποία θεωρώ ότι θέτουν θέμα λειτουργίας της Δημοκρατίας. Θα πάρω το παράδειγμα του άρθρου 11 του Συντάγματος για το συνέρχεσθαι, γιατί θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται η αιχμή του δόρατος
Το πρώτο από τα τρία στοιχεία έχει να κάνει με τη συνταγματικότητα των νόμων, έτσι όπως ψηφίζονται και εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή από την ΕΛ.Α.Σ. Με άλλα λόγια τη νομική διάσταση της απαγόρευσης του συνέρχεσθαι με αφορμή την πανδημία.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τη στροφή που παρατηρείται στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το τρίτο σημείο αφορά στα κοινωνικά κινήματα.
Σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα των αστυνομικών διατάξεων, οι οποίες απαγορεύουν το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και ελλείψεις. Το έχουν πει και έγκριτοι συνταγματολόγοι. Το άρθρο 11 του Συντάγματος λέει ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα, στην παράγραφο 2 αναφέρει ότι μόνο στις δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται αστυνομία και ότι μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Εδώ, αν υποθέσουμε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης προσπάθησε να βάλει κάποιους περιορισμούς ακριβώς για λόγους δημόσιας ασφάλειας, αυτό χρειάζεται με μία πλήρως αιτιολογημένη έκθεση η οποία φαίνεται ότι στις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει.
Στην πρόσφατη απαγόρευση των συναθροίσεων διαπιστώσαμε ότι η επιτροπή των λοιμωξιολόγων δεν είχε απολύτως καμία ιδέα για αυτή την απαγόρευση. Άρα, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η πανδημία αποτελεί μόνο ένα πρόσχημα, μία αφορμή για να δημιουργεί η κυβέρνηση τέτοιου είδους απαγορεύσεις ad hoc κάθε φορά που επίκειται ένα γεγονός το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 11. Το συγκεκριμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα του 1864.
Επίσης, θα έλεγα ότι αυτό που δεν είναι καν δικαίωμα, είναι μία κατοχυρωμένη ελευθερία της οποίας το περιεχόμενο είναι το κράτος να απέχει έτσι, ώστε η ελευθερία να μπορεί να ασκηθεί από τους πολίτες, προέρχεται από την γαλλική επανάσταση και από την αμερικανική ανεξαρτησία. Μιλάμε δηλαδή για την περίοδο του διαφωτισμού και εν συνεχεία του φιλελευθερισμού κατά την οποία θεσπίστηκαν οι ατομικές ελευθερίες, οι οποίες υιοθετήθηκαν από όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα και το αμερικανικό.
Μέχρι σήμερα το άρθρο 11 του ελληνικού συντάγματος δεν το είχαμε πειράξει. Η μόνη περίπτωση που το άρθρο 11 μπαίνει σε αναστολή επίσημα είναι η κατάσταση πολιορκίας που περιγράφει το άρθρο 48. Σήμερα δεν συντρέχουν τέτοιου είδους λόγοι.
Πέραν αυτών που ανέφερα, το άρθρο 11 πάντα ερμηνεύεται με το άρθρο 25 που κατοχυρώνει το κράτος δικαίου, δηλαδή την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη. Το κράτος, άρα, οφείλει να απέχει έτσι, ώστε να κατοχυρώνεται το κράτος δικαίου.
Αν και εφόσον προχωρήσει μία απαγόρευση, όπως οι τελευταίες, για λόγους πολύ συγκεκριμένους όπως π.χ. η πανδημία, θα πρέπει να υπάρξουν εναλλακτικές επιλογές. Να προταθούν άλλες περιοχές, να προβλεφθεί ένα πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να αλλάζει συνεχώς. Χρειάζεται επίσης για την απαγόρευση σύμφωνη γνώμη του προέδρου των Πρωτοδικών, κάτι που φαίνεται ότι έχει αγνοηθεί επανειλημμένα, έχει άλλωστε καταγγελθεί αυτό. Τέλος, γίνεται σαφές ότι η απαγόρευση δεν μπορεί να ισχύσει πανελλαδικά, αλλά μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές.
Αν πραγματικά η κατάσταση με τον covid μας βάζει σε ένα είδος συναγερμού, θα έπρεπε να υπάρχουν ανάλογες απαγορεύσεις για τα εμπορικά κέντρα, για τους εμπορικούς πεζόδρομους των μεγάλων πόλεων και πάει λέγοντας. Θα έπρεπε να απαγορεύεται κάθε συνύπαρξη που θα καταλήγει σε συλλογικότητα.
Βγήκε και σχετική ανακοίνωση για τα εμπορικά κέντρα…
Άλλο παράδειγμα χαρακτηριστικό αποτελούν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Δεν λήφθηκαν ποτέ ειδικά μέτρα, τα οποία να προστατεύουν τον πληθυσμό από τον συνωστισμό. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση, με έναν τρόπο προκλητικό, στοχεύει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, σε κάθε μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας. Αν αυτό το συνδυάσουμε με το συλλαλητήριο το πανεκπαιδευτικό, νομίζω ότι κάποιος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις, για να κατανοήσει ότι αυτό υπακούει σε μια λογική απαγόρευσης της συγκεκριμένης συνάθροισης.
Προκύπτει από τα λεγόμενά σας ότι για τους κυβερνώντες η πανδημία αποτελεί μία θαυμάσια ευκαιρία…
Ακριβώς! Μία θαυμάσια ευκαιρία. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ένα χαρακτηριστικό που κατά τη γνώμη μου είναι και το πιο σοβαρό. Υπάρχει μία στροφή του πολιτεύματος από τη μορφή της αστικής δημοκρατίας σε ένα αστυνομοκρατούμενο αυταρχικό καθεστώς το οποίο καταργεί στην πραγματικότητα τα δικαιώματα. Τα κοινωνικά δικαιώματα έτσι και αλλιώς έχουν περισταλεί. Aυτά τα δικαιώματα δίνονται άμεσα από το κράτος. Θίγει όμως και τις ατομικές ελευθερίες. Στην πραγματικότητα τις χτυπάει ευθέως. Ήδη από το 1980 οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι έβλεπαν ότι διαμορφώνεται μία δημοκρατία που στηρίζεται πάνω σε έκπτωση δικαιωμάτων, αλλά αυτό δεν φαινόταν να στοχεύει στις ατομικές ελευθερίες μέχρι το 2009. Βλέπουμε, όμως, τώρα ότι αυτή η δημοκρατία που στηρίχθηκε στα δικαιώματα του πολίτη, τα οποία οδηγούσαν στην ιδιότητα του πολίτη, έχει σιγά-σιγά μετατοπιστεί καθαρά σε μία συρρίκνωση της ιδιότητας του πολίτη στα καθαρά οικονομικά χαρακτηριστικά του.
Νεοφιλελευθερισμός…
Πάμε πολύ πιο μακριά. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Είναι σαφές ότι όλες οι δημοκρατικές κατακτήσεις του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα έρχονται σήμερα να ερμηνευτούν σε μία ιδιότητα, αυτή του καταναλωτή. Περνάμε από μία πολιτική δημοκρατία σε μία οικονομική δημοκρατία η οποία καταστέλλει όλες τις ατομικές ελευθερίες. Την ίδια στιγμή όμως στηρίζεται πάνω στην ιδιότητα του πολίτη ως καταναλωτή. Καταναλωτής είναι αυτός που μπορεί να καταναλώσει. Όλα αυτά μας απομακρύνουν από την ουσία της δημοκρατίας. Αυτό προκαλεί μία ψυχολογική μετάλλαξη και σε επίπεδο ατομικού πέραν του συλλογικού.
Η αστυνομοκρατία, έτσι όπως επιβάλλεται, η καταστρατήγηση των ατομικών ελευθεριών με αφορμή την πανδημία, η συρρίκνωσή τους, ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας είναι πια εδώ.
Χρειάζεται, άρα, μία πολύ μεγάλη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα…
Να σας πω την αλήθεια όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μούδιασμα από την πλευρά της κοινωνίας. Επίσης, καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι η πλειοψηφία δεν αντιλαμβάνεται αυτή τη σοβαρή μετάβαση που συμβαίνει και αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Αντιλαμβάνεται μόνο σε κάποιο βαθμό το όφελος που θα του ανταποδώσει αν έχει μία “ασφάλεια”, αν βέβαια γλιτώσει από την πανδημία.
Άρα ισχυρίζεστε ότι η πλειοψηφία του κόσμου είναι διατεθειμένη να τα θυσιάσει όλα στο βωμό της ασφάλειας…
Σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται η πλειοψηφία της κοινωνίας να αντιδρά και να ανταποκρίνεται στο μέγεθος της απειλής που υφίσταται πραγματικά. Προς τα έξω δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς οι ανθρώπινες αντιδράσεις, γιατί τώρα διανύουμε αυτή την περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η δημοκρατία για τους περισσότερους πολίτες είναι η σιγουριά ότι “εγώ μπορεί να ψηφίσω για μία κυβέρνηση”. Και αυτό όμως κινδυνεύει.
Κινδυνεύει πράγματι ακόμα και αυτό;
Ανοίγουμε ένα δύσκολο και τραυματικό θέμα. Όταν έχουν συρρικνωθεί τα κοινωνικά δικαιώματα, όταν καταστέλλονται οι ατομικές ελευθερίες, η τρίτη κατηγορία δικαιωμάτων που απομένει είναι το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Αυτό το δικαίωμα, όπως το γνωρίζουμε στα πολιτεύματά μας, ασκείται κάθε τέσσερα χρόνια, όμως για αυτό απαιτείται μία συμμετοχή στη δημοκρατική κοινωνία, η οποία θρέφει και συντηρεί αυτό το δικαίωμα. Αν αύριο, λοιπόν, προκύψει μία μεγάλη αποχή, αυτή η αποχή δεν θα έχει πέσει από τον ουρανό. Μπορεί να μην μας απαγορεύσει κανείς ρητά να πάμε να ψηφίσουμε, όμως αν μας έχεις αφαιρέσει την ψυχή της δημοκρατίας από μέσα μας, είναι λογικό να καταγραφεί πολύ μεγάλο ποσοστό αποχής, το οποίο θα αντιστρέφει το ίδιο το αποτέλεσμα. Πρέπει να είμαι ως πολίτης ευαισθητοποιημένη/ος στην ορθή επιλογή του κυβερνώντα. Αν απέχω όμως τέσσερα χρόνια από τις υπόλοιπες διαδικασίες πως θα πάω να ψηφίσω; Ή, θα αναθέσω σε άλλους την περιφρούρηση των δημοκρατικών μου δικαιωμάτων;
Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο της ανάπτυξης της δημοκρατίας και της άσκησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων εντάσσονται φυσικά και τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία ιστορικά έχουν στηρίξει την ελευθερία και τη δημοκρατία. Δεν είναι μόνο κινήματα τα οποία διεκδικούν κάποιες αλλαγές, είναι η ουσία της δημοκρατίας στην πράξη και αυτή τη στιγμή έχουν δεχτεί ένα πολύ σοβαρό πλήγμα.
Παράλληλα, αποφασίζεται η εγκατάσταση αστυνομίας στα πανεπιστήμια σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό σε συνδυασμό με την παρακολούθηση των τηλεφωνημάτων και των e-mails μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι στερεί την ελευθερία γνώμης και κάθε μορφή φοιτητικού κινήματος. Τα καταργεί αυτά στην πράξη…
Ακούγεται οργουελικό το σκηνικό…
Δεν μπορώ να φανταστώ να διδάσκω μέσα στις αίθουσες περί ελευθερίας και την ίδια στιγμή να υπάρχει στον χώρο η αστυνομία η οποία θα μπορεί να μπαίνει μέσα και να διακόπτει το μάθημα γιατί έχει, ας πούμε μία καταγγελία. Ή και χωρίς καταγγελία γιατί ίσως ένα φοιτητής να μην συμφωνεί με αυτά που λέω. Άρα για ποιο φοιτητικό κίνημα μιλάμε μετά από όλα αυτά; Ή να γίνονται φοιτητικές συνελεύσεις και να μπουκάρει μέσα η αστυνομία. Είμαστε στα καλά μας; Αυτά ούτε επί χούντας έγιναν. Προσπαθώ με όλα αυτά να πω ότι η καρδιά της δημοκρατίας χτυπάει πάνω στη διαμαρτυρία. Αν τυχόν καταστείλουμε τη διαμαρτυρία και τη διεκδίκηση τότε είναι σαφές ότι χτυπάμε την καρδιά της δημοκρατίας. Και τα χτυπήματα από μέσα είναι τα πιο επικίνδυνα…
Πηγή: news 247