Η ρύπανση που προκαλείται από την ενέργεια των ορυκτών καυσίμων ήταν υπεύθυνη για περισσότερους από 8 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους το 2018, δηλαδή για τον θάνατο του 20% των ενηλίκων στον κόσμο, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Harvard και τριών βρετανικών πανεπιστημίων που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Environmental Research.
Κίνα και Ινδία μοιράζονται το ήμισυ αυτού του απολογισμού, δηλαδή περί τα 4 εκατομμύρια θανάτους, ενώ ακόμη ένα εκατομμύριο αντιστοιχεί στο Μπανγκλαντές, την Ινδονησία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την μελέτη.
Και το τοξικό κοκτέιλ των μικροσωματιδίων που προκαλεί η καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και κυρίως άνθρακα είναι υπεύθυνο για τουλάχιστον το ένα τέταρτο των πρόωρων θανάτων σε 5-6 ασιατικές χώρες.
«Κάνουμε συχνά λόγο για την καύση ορυκτών καυσίμων στο πλαίσιο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και της κλιματικής αλλαγής. Παραβλέπουμε τις πιθανές συνέπειες στην υγεία», δήλωσε ένας εκ των συντακτών της μελέτης, ο Joel Schwartz, του Chan School of Public Health του Πανεπιστημίου του Harvard.
Σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες, η ατμοσφαιρική ρύπανση μειώνει κατά δύο χρόνια, κατά μέσο όρο, το προσδόκιμο ζωής. Στην Ασία, την πλέον επιβαρυμένη περιοχή του πλανήτη, το προσδόκιμο ζωής μειώνεται κατά τέσσερα χρόνια στην Κίνα, έναντι 8 μηνών στην Ευρώπη.
Η νέα μελέτη διπλασιάζει τις προηγούμενες εκτιμήσεις για τον αριθμό των θανάτων που προκαλεί η ρύπανση που προέρχεται από την ενέργεια των ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ατμοσφαιρική ρύπανση (στην οποία περιλαμβάνεται η ρύπανση που προκαλείται από το μαγείρεμα ή την θέρμανση των νοικοκυριών), σκοτώνει 7 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Τα 4,2 εκατομμύρια των θανάτων αυτών συνδέεται με την εξωτερική ρύπανση.
Τα τελευταία δεδομένα του παρατηρητηρίου «Global Burden of disease», το οποίο καταγράφει τα αίτια την θνησιμότητας στον κόσμο, είναι αντίστοιχα.
Οι δύο εκτιμήσεις βασίζονται σε στοιχεία δορυφόρων και δείγματα επιφανείας για τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων μικροσωματιδίων PM2,5.
Αλλά οι εκτιμήσεις αυτές δεν επιτρέπουν να καθορισθεί αν τα μικροσωματίδια αυτά προέρχονται από την καύση ορυκτών πηγών ενέργειας ή από τον καπνό των δασικών πυρκαγιών, σύμφωνα με την Loretta Mickley, εκ των συντακτών της έρευνας, ειδική στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στο Κλίμα και την Χημεία στο Χάρβαρντ.
«Με τα δορυφορικά δεδομένα, δεν βλέπουμε ορισμένα κομμάτια του παζλ».
Για την εξειδίκευση των δεδομένων, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο τρισδιάστατο της χημείας της ατμόσφαιρας που χωρίζει την Γη σε τετράγωνα έκτασης 50 ή 60 τετραγωνικών χιλιομέτρων συνδυαζόμενο με δεδομένα εκπομπών CO2 από διάφορους τομείς (βιομηχανία, αεροπορία…) και σε προσομοιώσεις της κυκλοφορίας του αέρα της Nasa.
Μετά τον υπολογισμό της συγκέντρωσης των μικροσωματιδίων PM2,5, εστίασαν στις επιπτώσεις τους στην υγεία. Πρόσφατες έρευνες που υποτίμησαν την απειλή αυτή, ανέπτυξαν νέο μοντέλο κινδύνου.
Σε σύγκριση με άλλα αίτια πρόωρων θανάτων, η ατμοσφαιρική ρύπανση, που προκαλεί καρδιακές και πνευμονικές νόσους, σκοτώνει 19 φορές περισσότερους ανθρώπους κάθε χρόνο από την ελονοσία, 9 φορές περισσότερους από το AIDS και 3 φορές περισσότερους από το αλκοόλ.
Οι συντάκτες της μελέτης δηλώνουν πως ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα ενισχύσουν τα κίνητρα ώστε οι κυβερνήσεις να επιταχύνουν την στροφή προς τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας.