Οι μαρτυρίες γυναικών και ανδρών που βιάστηκαν ή κακοποιήθηκαν με βάναυσο τρόπο, έχοντας συχνά υποστεί πραγματικά βασανιστήρια, από τους ισχυρούς του χώρου τους, μισανοίγουν τις ντουλάπες με τους σκελετούς με την αποφορά της σήψης να κατακλύζει τη δημόσια σφαίρα.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Ομως οι αποκαλύψεις για σεξουαλικές κακοποιήσεις που βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες από ανθρώπους της τέχνης και του αθλητισμού είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου μιας βαθιά ριζωμένης και ανεξέλεγκτης διαφθοράς που διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό, πολιτιστικό και επιχειρηματικό status quo όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Από την εποχή των “παχιών αγελάδων” και της χρηματιστηριακής (και τηλεοπτικής) φούσκας της δεκαετίας του ‘90 μέχρι και τις “ισχνές αγελάδες” των μνημονίων και της πανδημίας.
Το θέμα σήμερα δεν είναι να τιμωρηθούν δύο-τρεις ως μεμονωμένες περιπτώσεις “κακών παιδιών” που παρεκτράπηκαν. Να μην μείνει το #MeToo ένα ακόμη hashtag που θα ξεφουσκώσει και θα χαθεί στο πέλαγος της πληροφορίας αλλά να αποκαλυφθεί ολόκληρο το πολυπλόκαμο κύκλωμα της διαφθοράς, της κατάχρησης εξουσίας, των κατ’ επανάληψη βιασμών και βασανισμών, της παιδοφιλίας, της διακίνησης ναρκωτικών, του εμπορίου λευκής σάρκας και όσων όχι απλώς το κάλυπταν αλλά και το επιβράβευαν. Να γίνουν γνωστά όλα αυτά τα παρεάκια που μοιράζουν θέσεις, αξιώματα και επιχορηγήσεις. Που κάποτε βράβευαν σε γκλάμουρους τελετές τους θύτες ως “Ανδρες της Χρονιάς”. Γιατί ήξεραν. Ολοι τους ήξεραν και ξέρουν κι ας υποκρίνονται τους ανήξερους ενώ μέχρι χθες φωτογραφίζονταν μαζί με τα τέρατα.
Ηξεραν εξ αρχής όσοι έχουν πολιτικές θέσεις ευθύνης. Ηξεραν οι καναλάρχες και οι διευθυντές προγράμματος, οι τηλεοπτικοί παραγωγοί, οι σκηνοθέτες. Ηξεραν οι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού και του αθλητικού ρεπορτάζ.
Κι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ήξερε… Αλλά μέχρι χθες δεν είχαμε τις δημόσιες μαρτυρίες, δεν είχαμε αποδείξεις με ονόματα για να μιλήσουμε, για να γράψουμε… Συχνά πυκνά μαθαίναμε για μία περίεργη αυτοκτονία ή για μία απόπειρα αυτοκτονίας, για κάποιον που βρέθηκε νεκρός με 40 μαχαιριές, για φωνές και κλάματα πίσω από κλειδωμένες πόρτες, για κάποια πρόσωπα που χάνονταν ξαφνικά από το προσκήνιο. Και μετά έπεφτε ένα πέπλο σιωπής. Και οι ιστορίες χάνονταν κι αυτές στη λήθη για να ανασυρθούν πάλι, σε άσχετες στιγμές, και να συζητηθούν σε στενούς φιλικούς κύκλους.
Ξέραμε. Πάντα ξέραμε. Γενεές επι γενεών. Για δημόσια πρόσωπα αλλά και πρόσωπα του παρασκηνίου, λιγότερο γνωστά. Για πολιτικούς, για δικαστές, για ιερωμένους, για ηθοποιούς, για καθηγητές πανεπιστημίων, για λογοτέχνες και ποιητές, για τραγουδιστές, για δημοσιογράφους που εκμεταλλεύονται τη θέση και την εξουσία τους για να ικανοποιήσουν τα πιο σκοτεινά πάθη τους. Λίγοι τόλμησαν να μιλήσουν, όπως ο Δημήτρης Κολλάτος με την περίφημη παράσταση “Ο Αγιος Πρεβέζης” που ξεσκέπασε το έρεβος που έκρυβε στα σπλάχνα της η ελληνική Εκκλησία. Αυτή που τώρα δεν έχει βρει μία λέξη για να καταδικάσει τις κακοποιήσεις “εκλεκτών” τέκνων του “καλού κόσμου”.
Το βαθύ, συντηρητικό (παρα)κράτος επέβαλε τη σιωπή σε μία επίσης συντηρητική κοινωνία είτε με το περίφημο “τα εν οίκω μη εν δήμω” είτε με φοβέρες προς τα θύματα. Ταυτόχρονα, το ίδιο (παρα)κράτος κρατούσε δέσμιους και τους ίδιους τους θύτες εκβιάζοντάς τους έτσι ώστε να είναι πειθήνια όργανά του ες αεί. Ενίοτε δε “θυσίαζαν” ένα-δύο με αποκαλύψεις σε κουτσομπολίστικες φυλλάδες προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων. Το ίδιο (παρα)κράτος είχε άλλωστε συγκαλύψει και τελικά αθωώσει τους συνεργάτες των Γερμανών και τους δοσίλογους και αργότερα είχε ξεπλύνει τους επώνυμους συνεργάτες της Χούντας, ηθοποιούς, τραγουδιστές και συνθέτες.
Κι αν έσπαζε ο διάολος το ποδάρι του κι έβγαινε κάτι στη φόρα για κάποιον που “δεν έπρεπε” ρίχνονταν λυτοί και δεμένοι να το καλύψουν συστήνοντας στους εμπλεκόμενους να “μείνουν λίγο πίσω” μέχρι να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός και να ξεχαστεί αλλά και να παραγραφεί το αδίκημα. Ενα τέτοιο περιστατικό θάφτηκε μάλιστα πριν λίγα χρόνια και στο χώρο της πολιτικής καθώς το αδίκημα είχε παραγραφεί.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Μία θηριώδης επιχείρηση συγκάλυψης είναι σε εξέλιξη. Ξεκίνησε με την τάχα αθώα απορία του “γιατί το θυμήθηκαν τώρα;”. Συνεχίστηκε με το “οι καταγγελίες είναι ανώνυμες”. Μετά ήλθαν τα “μπράβο που τόλμησαν αλλά μην δικάζουμε πριν αποφανθεί η δικαιοσύνη”. Κι όταν αυτά δεν έδειξαν να πιάνουν άρχισε να γίνεται λόγος για “λαϊκά δικαστήρια από τα social” και “ανθρωποφαγία”. Στο τέλος ξεκίνησαν οι παρεμβάσεις όπως αυτή στην ΕΡΤ: “Μην δείξετε φωτογραφίες του Τάδε με άλλους” δημιουργώντας βάσιμες υποψίες όχι απλής στήριξης των θυτών αλλά συνενοχής και έμμεσης ή άμεσης συμμετοχής σε όσα φριχτά καταγγέλλονται.
Και φυσικά καμιά παραίτηση!
Παρόμοια περιστατικά σεξουαλικής και εργασιακής κακοποίησης υπήρχαν βεβαίως πάντοτε, από την αρχή των αιώνων. Κι όσο πιο συντηρητική είναι μια κοινωνία τόσο πιο ακραία, πιο βίαια, πιο διαδεδομένα είναι τέτοια περιστατικά πίσω από την κουρτίνα της αυστηρότητας και της σοβαροφάνειας. Ποτέ όμως δεν είχαν ευρύτερη νομιμοποίηση, ποτέ δεν υπήρχε τόση ανοχή, ακόμη και αποδοχή όσο αυτή που επέβαλε η έλευση του λεγόμενου lifestyle μέσα από περιοδικά και τηλεοράσεις, τη δεκαετία του ΄90 και το οποίο συνετέλεσε σε μία στρεβλή απενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας η οποία δεν είχε ζήσει τη σεξουαλική επανάσταση και όπου η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων ήταν (και παραμένει ακόμη) απαγορευμένη. Στη θέση της υπήρχαν τα περίφημα editorial των αρχιερέων του lifestyle με συμβουλές του τύπου: “η γυναίκα είναι σαν το γραμματόσημο, όσο το φτύνεις, τόσο κολλάει!” και άλλα αηδιαστικά παρεμφερή.
Μπορεί έτσι να έπαψε να διώκεται ποινικά η ομοφυλοφιλία ή η μοιχεία αλλά εξακολούθησε να είναι “φυσιολογικό” δέρνεις τη γυναίκα σου ή το παιδί σου. Να πηγαίνεις κάθε βράδυ με άλλο σύντροφο κι αν δεν σου “κάθεται” να πέφτουν σφαλιάρες, όπως παραδέχτηκε πέρσι παίκτης σε τηλεριάλιτι. Ή να καταστρέφεται η καριέρα σου στο θέατρο αν δεν τον “έπαιρνες στο στόμα”…
Διότι ακριβώς αυτό ήταν το lifestyle: ένας μελετημένος μηχανισμός ανέλιξης και ανάδειξης δημόσιων προσώπων είτε στο starsystem είτε στην πολιτική είτε στην ενημέρωση. Ταυτόχρονα, το lifestyle ήταν το εκσυγχρονισμένο παρακράτος που εκβίαζε, εκτελούσε πληρωμένα συμβόλαια, ξεφτίλιζε θεσμούς, αρχές και ιδέες επιβάλλοντας ως κανόνα επιβίωσης το “όσα έλθουν κι όσα πάνε κι όσα αρπάξει ο κ#λ#ς μας!”, αυτό που αργότερα συνοψίσθηκε ως YOLO (You Only Live Once).
Ετσι δημιούργησαν δύο γενιές τηλεορασόπληκτων πολιτών και εκφυλισμένων προτύπων. Ετσι πείσθηκαν μανάδες από την πόλη ή της επαρχία να στέλνουν τα κορίτσια τους ξεβράκωτα σε κάστινγκ για μοντέλα και “γλάστρες” πρωινάδικων και θεωρούσαν τιμή και καμάρι τους να γίνουν “βιζιτούδες”. Ετσι έκαναν σόου με ανθρώπους που είχαν βαριά ψυχολογικά προβλήματα ξεφτιλίζοντάς τους μέσα σε χαχανητά. Ετσι κάποιες φοιτητικές παρατάξεις διοργάνωναν πάρτυ σε στριπτιζάδικα και κωλάδικα προσφέροντας ναρκωτικά συγγράμματα. Ετσι έκαναν καριέρα δεκάδες ατάλαντα “τίποτα”. Ετσι χιλιάδες πολίτες έμαθαν στην “πρέζα” των καταναλωτικών δανείων για να μοιάσουν στα ινδάλμτά τους έστω και για ένα σαββατοκύριακο. Ετσι η κοινή γνώμη μετατράπηκε σε πολτό μαζί με τη διανόηση. Ετσι!
Ετσι μας ξεβλάχεψαν! Οπως λένε και καμαρώνουν…
Κι όσο το πόπολο “ξεβλάχευε” μία νέα ελίτ αναδυόταν από τους γόνους της μεταπολεμικής (ψευδο)αστικής τάξης, παιδιά μεγάλων πολιτικών οικογενειών, εφοπλιστών, μεγαλοεργολάβων, αστέρων του πενταγράμμου και του θεάτρου,τα κολλεγιόπαιδα, ξενοσπουδαγμένα βλαστάρια που έμαθαν να μπουσουλάνε στα νυφοπάζαρα της Μυκόνου και να κόβουν γραμμές κόκας με χρυσές πιστωτικές. Ολοι αυτοί που σήμερα συνιστούν το “Ακραίο Κέντρο”. Κήνσορες και θεράποντες με λερωμένες φωλιές. Κι από δίπλα τους σταρ και σταρλετίτσες, αθλητές της ντόπας, λαθρέμποροι, παρατρεχάμενοι υπουργών. “Δημοσιογράφοι” που τους απαθανάτιζαν σε κοσμικές στήλες και εξώφυλλα status περιοδικών. Αθλητικοί παράγοντες. Εμποροι ναρκωτικών και πρεζάκια. Ευυπόληπτοι πολίτες που συχνά μας κουνάνε τα δάχτυλο που το μεσημέρι απολάμβαναν τον καφέ τους στα στέκια του Κολωνακίου και το βράδυ αναζητούσαν ανήλικα από τα Βαλκάνια στις πιάτσες του Πεδίου του Αρεως και της πλατείας Καραϊσκάκη ή φόρτωναν στα καγιέν τους φτωχομοντέλες από την Ουκρανία για τις επαύλεις τους στην Εκάλη και την Πολιτεία για να καταλήξουν με φιάλες ακριβής σαμπάνιας σφηνωμένα στα γεννητικά τους όργανα, στα εξωτερικά ιατρεία εφημερευόντων νοσοκομείων. Ενα ελληνικό “Σαλό – 120 μέρες στα Σόδομα”...
Τα ξέραμε όλα αυτά. Τα συζητούσαν όλα αυτά στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το βλέπαμε το παγόβουνο ολόκληρο ή έστω ένα μεγάλο μέρος του.
Και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ξέροντας, κουτσομπολεύοντας, χαζεύοντάς τους στο “κουτί”. Ξεβλαχεμένοι και αποβλακωμένοι΄συνάμα. Για να γυρίσουν κάποια στιγμή, όταν ήλθε η καταστροφή και τα μνημόνια, να μας πουν ότι “μαζί τα φάγαμε!”. Φράση διόλου τυχαία αφού στόχο είχε να καταστήσει συνένοχη ολόκληρη την ελληνική κοινωνία όχι μόνο για την οικονομική αλλά και την ηθική κρίση.
Πάντα ξέραμε γιατί οι κοινωνίες πάντα ξέρουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Ιδιαίτερα οι μικρές κοινωνίες όπως η ελληνική. Κι ας παριστάνουν τώρα τους ανήξερους οι ομοτράπεζοί τους. Διότι έτσι λειτουργούν οι κοινωνίες από την εποχή της αρχαιότητας. Αυτές ανεβάζουν σε βάθρα κι αυτές πετούν στα τάρταρα τα είδωλά τους. Κι έτσι μετριέται και το μπόι τους και η παιδεία τους και οι αντοχές και οι ανοχές τους. Κρίνουν. Κατακρίνουν. Καταδικάζουν. Αποκαθηλώνουν. Άλλοτε κάνουν τα στραβά μάτια κι άλλοτε “λιντσάρουν” τους θύτες. Παράλληλα όμως μιμούνται και αντιγράφουν τα πρότυπά τους. Και το αντίθετο: κοινωνίες σε κρίση παράγουν πρότυπα διεφθαρμένα. Οι σοφοί τότε σιωπούν και αποσύρονται. Μέχρι να γίνει η “στραβή” και να ανοίξουν τα στόματα…
Και τώρα “έτυχαν” όχι μία αλλά δύο “στραβές”: Η πανδημία και τα Κοινωνικά Δίκτυα!
Δεν είναι πρώτη φορά που μία πανδημία δίνει τη χαριστική βολή σε μία κοινωνία ή έναν πολιτισμό σε παρακμή και σήψη. Είχε συμβεί στην αρχαία Ελλάδα αλλά και στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο εγκλεισμός, ο φόβος τους θανάτου, η δομική κρίση, οι τεκτονικές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική ζωή επιφέρει αλλαγές και στις ψυχές των ανθρώπων.
Η πανδημία του κοροναϊού είναι η έμμεση αλλά ουσιαστική αφορμή για να ανοίξουν στόματα και να ξεκινήσει το ξήλωμα του καρκινώματος καθώς ο εγκλεισμός επί μήνες βοηθάει στον αναστοχασμό και στην οπτική από απόσταση, ανασύρει μνήμες, ξύνει πληγές, λύνει κόμπους. Η αναγκαστική απομάκρυνση από τους χώρους δουλειάς μαζί με όλα τα δεινά που αυτή συνεπάγεται, έχει κι ένα θετικό στοιχείο: διαλύει και τις σχέσεις εξάρτησης από το σινάφι και τους ισχυρούς. Και η σιωπή σπάει. Και γίνεται καταιγίδα που κανένα κύκλωμα, καμιά μιντιακή εξουσία δεν μπορεί να κουκουλώσει.
Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά δίκτυα τα οποία προσφέρουν τη δυνατότητα να μιλήσεις χωρίς διαμεσολάβηση και η φωνή σου να πολλαπλασιαστεί και να γίνει κεραυνός είναι ο αντικειμενικός λόγος του “γιατί τώρα”. Διότι τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να μιλήσουν δημόσια. Διότι τώρα μπορούν να ακουστούν. Πριν δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια δεν μπορούσαν. Δημοσιογραφικά, επιχειρηματικά, δικαστικά κυκλώματα δεν επιτρέπαν να βγει η αλήθεια προς τα έξω επιβάλλοντας εδώ και δεκαετίες το νόμο της “ομερτά”. Και τώρα υπάρχουν αυτά τα κυκλώματα και τώρα λυσσομανούν, όμως δεν τα καταφέρνουν.
Ισα-ισα, κάθε προσπάθεια συγκάλυψης φουσκώνει όλο και περισσότερο το κύμα των αποκαλύψεων, της οργής και της απαίτησης για τιμωρία και συνολική κάθαρση της πολιτικής, της εκκλησίας, του πολιτισμού, του αθλητισμού και του χώρου της δικαιοσύνης.
Με δεδομένο ότι ήδη συζητιούνται πολλά περισσότερα ονόματα από τα μέχρι τώρα γνωστά για κακοποιήσεις αλλά και εμπλοκή σε κυκλώματα παιδοφιλίας και Trafficking, ονόματα από όλους τους χώρους και με πολύ υψηλές θέσεις, το παγόβουνο αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί.
Οσοι προσπαθούν να καθυστερήσουν ή ακόμη χειρότερα, να συγκαλύψουν αυτές τις υποθέσεις θα βρεθούν αντιμέτωποι με μία έκρηξη που δεν μπορούν καν να φανταστούν το μέγεθός της καθώς η πίεση που δέχεται η κοινωνία από τις συνέπειες της πανδημίας και αλλά και τη δεκαετία των μνημονίων που προηγήθηκε άρχισε ήδη να ξεπερνάει το σημείο βρασμού.
Μια αφορμή χρειάζεται για να μεταβληθεί σε ηφαίστειο…
Κάποιοι άρχισαν ήδη να ψελλίζουν “συγγνώμες” και άλλοι να παίρνουν αποστάσεις από τους καταγγελλόμενους. Προφανώς δεν αρκεί. Η ελληνική Δικαιοσύνη πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της πριν να είναι πολύ αργά…
(Φωτογραφία από την ταινία “Σαλό – 120 μέρες στα Σόδομα” του Πιέρ Πάολο Παζολίνι)