Κάθε εμπορική διαφήμιση εμπεριέχει ένα στοιχείο παραπλάνησης. Αλλά ενώ στην παραδοσιακή διαφήμιση το μήνυμα αφορούσε την προώθηση ενός συγκεκριμένου προϊόντος – ενός αυτοκινήτου ή ενός χάμπουργκερ, για παράδειγμα – στην εποχή μας το προϊόν είναι το ίδιο το μήνυμα.
«Αυτό που μετράει είναι ότι το κοινό παρακολουθεί, αυτό είναι και το αγαθό προς πώληση», λέει στην DW η Ζόε Σέρμαν, καθηγήτρια Οικονομικών στο Merrimarck College.
Το κοινό παρακολουθεί και αμείβεται γι’ αυτό, όχι όμως με μετρητά, αλλά σε είδος και συγκεκριμένα με περισσότερο χρόνο διασκέδασης. «Από την πώληση διαφημιστικού χώρου τα ΜΜΕ συσσωρεύουν έσοδα και παράγουν πλεονάσματα, τα οποία υπερβαίνουν τα έξοδά παραγωγής του πρωτογενούς περιεχομένου, που είχε προσελκύσει το κοινό» εξηγεί η Ζόε Σέρμαν. Και όταν αρχίζουν να διαπλέκονται μπίζνες και πολιτική, όπως συνέβη με πρωτοφανή τρόπο στη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με όρους μάρκετινγκ και διασκέδασης.
Pupulistainment, η καινούρια μόδα
Οι πολιτικοί επιστήμονες Γιάροσλαβ Κούις και Καρολίνα Βιγκούρα διαβλέπουν μία νέα τάση, το populistainment. Πρόκειται για ένα κράμα λαϊκισμού (populism) και διασκέδασης (entertainment) με τα ΜΜΕ να εξελίσσονται σε θεατρική σκηνή για μία παράσταση που αποκλειστικό στόχο έχει να κεντρίσει, αλλά και να διατηρήσει την προσοχή του κοινού. «Από τη στιγμή που ο μόνος τρόπος για να ελκύσεις την προσοχή ενός εγκεφάλου, που έχει κουραστεί, είναι να του σερβίρεις ντοπαμίνη, αυτό επιλέγουν πολλοί πολιτικοί», λέει η Καρολίνα Βιγκούρα στην DW. «Όπως συμβαίνει στις αγορές, η προσφορά πηγαίνει εκεί όπου εμφανίζεται η ζήτηση».
Κι αν αυτό που πουλάει είναι η παραπληροφόρηση, μικρό το κακό. Το περιεχόμενο είναι απλώς ένα ακόμη προϊόν, όπως είναι τα προσωπικά στοιχεία (data) ή οι μπανάνες, για παράδειγμα. Προϊόν που διαθέτει δική του εφοδιαστική αλυσίδα, δική του πλατφόρμα πωλήσεων, δικό του δίκτυο διανομής, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα προϊόντα. Στις ΗΠΑ υπερσυντηρητικοί πολιτικοί αναλυτές που είναι ταυτόχρονα ραδιοφωνικοί ή τηλεοπτικοί παραγωγοί, όπως ο Γκλεν Μπεκ, ο Άλεξ Τζόουνς και παλαιότερα ο Ρας Λίμπο, εξελίχθηκαν σε «επιχειρηματίες της ιδεολογίας», όπως τους χαρακτηρίζει η Σόε Σέρμαν. Άλλοι τους αποκαλούν «τηλε-ευαγγελιστές» στην εποχή του διαδικτύου.
Όταν η ιδεολογία συναντά το τηλεμάρκετινγκ
Στο απόγειο της καριέρας του, την περίοδο 2017-2018, ο Άλεξ Τζόουνς προσέλκυε κάθε εβδομάδα δύο εκατομμύρια ακροατές στη ραδιοφωνική εκπομπή του που μεταδιδόταν με live streaming, ενώ η ιστοσελίδα του infowars.com κατέγραφε κάθε μήνα 20 εκατομμύρια επισκέψεις. Το επιχειρηματικό μοντέλο του infowars.com φαίνεται να στηρίζεται στην άντληση εσόδων από τον φόβο που ο ίδιος έχει διασπείρει στις εκπομπές του. Σε εποχές πανδημίας η ανεξάρτητη αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είχε απευθύνει επιστολή διαμαρτυρίας στον Τζόουνς, επισημαίνοντας ότι το infowars.com πωλούσε προϊόντα όπως η οδοντόκρεμα «SuperSilver Whitening Toothpaste», για την οποία ακουγόταν ο ισχυρισμός ότι ενισχύει την ανοσία απέναντι στον κορωνοϊό, χωρίς να υπάρχει επιστημονική απόδειξη επ’ αυτού. Μάλλον δεν ήταν σύμπτωση ότι τους προηγούμενους μήνες ο Τζόουνς είχε ξεσπαθώσει κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κατασκευασμένη απάτη των «φιλελεύθερων ελίτ».
Σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel το 2018, το 80% των εσόδων της Free Speech Systems, μητρικής εταιρείας του infowars.com, προέρχεται από τις πωλήσεις. «Θιασώτες περιθωριακών απόψεων και θεωριών συνομωσίας, όπως ο Τζόουνς, εξτρεμιστές πολιτικοί και τσαρλατάνοι πάντα θα βρίσκουν πρόθυμο κοινό», λέει στην DW ο Ρούπερτ Κόκ, ιδρυτής ενός blog με τίτλο Sharpen the Axe, που εστιάζει σε θεωρίες συνομωσίας. Από το 2013 το επιχειρηματικό μοντέλο έχει αναβαθμιστεί, καθώς ο Τζόουνς πληρώνει ραδιοφωνικούς παραγωγούς για να του εξασφαλίσουν διαφημιστικό χρόνο, τον οποίο ο ίδιος δεν μεταπωλεί, αλλά αξιοποιεί για να διαφημίσει δικά του προϊόντα. «Ο Τζόουνς είναι οπορτουνιστής με πολιτικά αντανακλαστικά, εξοικειωμένος με τα ΜΜΕ, που αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να τραβήξει την προσοχή και να κερδίσει χρήματα», λέει στην DW η Χίλντε φαν ντεν Μπουλκ, καθηγήτρια Επικοινωνίας στο Drexel University. Η ίδια, μαζί με τον Άαρον Χίζεν, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, παρακολουθεί το «φαινόμενο Τζόουνς» εδώ και πολλά χρόνια και σημειώνει ότι ο υπερσυντηρητικός σχολιαστής είχε προσεγγίσει ακόμη και τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ τραμπ σε μία προσπάθεια να βελτιώσει την αναγνωρισιμότητα και τις πωλήσεις του.
Ο σχολιαστής ως brand name
Μιλώντας στην DW η Κλερ Μπίρκαλ, λέκτωρ στo Kings College του Λονδίνου, παρατηρεί ότι ραδιοφωνικοί παραγωγοί όπως ο Τζόουνς «είναι brand names, που γρήγορα ταυτίζονται με αναδυόμενες θεωρίες συνομωσίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούν ολόκληρες κοσμολογίες συνομωσίας, στις οποίες βασίζονται για να πυολήσουν βιβλία, προϊόντα merchandise και ο,τιδήποτε άλλο…» Δεν περιφρονούν όμως και τις δωρεές, που άλλωστε στις ΗΠΑ αποτελούν κύρια πηγή χρηματοδότησης για οποιαδήποτε πολιτική και προεκλογική δραστηριότητα. «Η άποψή μου για τον Τζόουνς είναι ότι πρόκειται για έναν οπορτουνιστή», λέει στην DW η Τζέσικα Ρέιβς, συνεργάτις του κέντρου για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού και των διακρίσεων (ADL). «Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν πιστεύει όλα όσα λέει, αλλά ο κύριος στόχος του είναι να παραμένει στο επίκεντρο της προσοχής για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Η εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία οι θεωρίες συνομωσίας εκτοξεύονται από το περιθώριο στο επίκεντρο της προσοχής μας ασφαλώς σχετίζεται και με τον ταχύτατο «εκδημοκρατισμό» της ψηφιακής παραγωγής. H Κλερ Μπίρκαλ κάνει λόγο για «ευκαιρίες αυτο-προβολής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νέες ευκαιρίες για έσοδα μέσω online συναλλαγών, αλλά και μία έξαρση του λαϊκισμού, που ενθαρρύνει τις θεωρίες συνομωσίας, αλλά και την επιβεβαίωσή τους μέσω μίας συγκεκριμένης καταναλωτικής συμπεριφοράς». Και μπορεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τα μέσα του 2018 να περιορίζουν την προβολή του ίδιου του Τζόουνς και άλλων προφίλ που συνδέονται με το κίνημα QAnon, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, σημειώνει η Χίλντε φαν ντεν Μπουλκ, «είχαν ήδη καταφέρει να πετύχουν τον σκοπό τους, δηλαδή να εντάξουν περιθωριακές αντιλήψεις σε ένα mainstream πλαίσιο δημοσιότητας».
Πηγή: Deutsche Welle